Οι λαοί της Ευρώπης, εγκαθιδρύοντας μεταξύ τους μια διαρκώς στενότερη ένωση, αποφάσισαν να μοιραστούν ένα ειρηνικό μέλλον θεμελιωμένο σε κοινές αξίες. Η Ενωση […] εδράζεται στις αδιαίρετες και οικουμενικές αξίες της αξιοπρέπειας του ανθρώπου, της ελευθερίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης […] δημιουργώντας έναν χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης».

Ετσι ξεκινάει το προοίμιο του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το δεύτερο Αρθρο του Χάρτη, αμέσως μετά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, είναι το «Δικαίωμα στη ζωή: 1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στη ζωή».

Ως παιδιά στο σχολείο, πράγματα όπως η διακήρυξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή των δικαιωμάτων της ΕΕ μάς φαίνονταν βαρετά. Αυτό είναι εύκολο να παρεξηγηθεί, και να σκεφτεί κανείς πως μας φαίνονταν βαρετά γιατί ως κακομαθημένα κι άβγαλτα τα θεωρούσαμε αυτονόητα και αγνοούσαμε τις θυσίες των προγόνων μας και τα λοιπά, και τα λοιπά. Αυτή όμως θα ήταν μια λανθασμένη υπόθεση.

Ο λόγος που μας φαίνονταν βαρετά είναι γιατί στα αφτιά μας ακούγονταν παρόμοια με το μάθημα της Γεωγραφίας, όταν μαθαίναμε για τον κύκλο της βροχής ή την υφαλοκρηπίδα. Γιατί νιώθαμε πως κάποια πράγματα υπάρχουν και είναι εκεί που είναι και λειτουργούν όπως λειτουργούν απλώς επειδή έτσι έχουν τα πράγματα. Δεν θα μπορούσαμε να είμαστε κακομαθημένα επειδή θεωρούσαμε αυτονόητη και δεδομένη την ύπαρξη της πέτρας ή μιας οροσειράς, ή της ερήμου για παράδειγμα.

Η σκέψη μας ήταν σίγουρα απλοϊκή και ήμασταν σίγουρα προνομιούχα παιδιά, αλλά δεν ήμασταν απερίσκεπτα, ούτε υπήρχε κάποια βλάβη στην κουλτούρα που καλλιεργούνταν μέσα μας, όταν το «ειρηνικό μέλλον θεμελιωμένο σε κοινές αξίες» το νιώθαμε γνώριμο κι αυταπόδεικτο σαν τον βράχο που σκαρφαλώναμε κάθε μέρα στα διαλείμματα όταν πηγαίναμε ακόμα Δημοτικό.

Πριν μερικές μέρες, στο Athens Security Forum 2025, ο υπουργός Αμυνας Ν. Δένδιας έκανε μια δήλωση διαπεραστική, αν όχι ανατριχιαστική: «Για να υπάρξει σοβαρή αμυντική δυνατότητα της Ευρώπης υπάρχουν πάρα πολλά προαπαιτούμενα, η δημιουργία μιας σοβαρής αμυντικής βιομηχανίας είναι ένα από αυτά. Αλλά δεν είναι το μόνο. Δεν είναι ικανή κι αναγκαία συνθήκη.

Το πρώτο προαπαιτούμενο είναι η αλλαγή κουλτούρας των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Δηλαδή, η επιστροφή σε ένα πνεύμα αυτοθυσίας, σε μια κουλτούρα που ο Ευρωπαίος θα έχει μέσα στη συνείδησή του ότι μπορεί να χρειάζεται να θυσιαστεί για να υπερασπίσει τα δικαιώματα αυτά τα οποία απολαμβάνει. Σήμερα η Ευρώπη δεν αντέχει να δει φέρετρα με σημαία πάνω, ούτε καν με την ευρωπαϊκή σημαία. Οι ΗΠΑ είναι εθισμένες σε αυτό το θέαμα. Πρέπει λοιπόν να κάνουμε μια ειλικρινή και σοβαρή συζήτηση […] μέχρι πού είμαστε διατεθειμένοι να φτάσουμε».

Είναι, άραγε, ένα από τα παράδοξα μιας τέτοιας δημοκρατικής ένωσης το ότι για να υπερασπιστείς τις αξίες και τα δικαιώματα που απολαμβάνεις οφείλεις να είσαι πάντα σε ετοιμότητα να τα κάνεις στην άκρη, να κάνεις στην άκρη μέχρι και την πρώτη παράγραφο του προοιμίου τους, να πατήσεις πάνω τους με τις αρβύλες σου; Κι αν ναι, είναι αυτό άραγε ένα παράδοξο μπροστά στο οποίο θα μπορούσαμε να κλείσουμε τα μάτια, ώστε να προχωρήσουμε στην απαραίτητη «αλλαγή κουλτούρας»; Κι αν ναι, μπροστά σε πόσα πράγματα θα πρέπει να κλείσουμε τα μάτια προτού γίνει κανονικότητα το να αναφερόμαστε ανοιχτά σε φέρετρα ως αναγκαία υπαρξιακή συνθήκη, στον δημόσιο λόγο;

Ευρωπαίοι ηγέτες επικαλούνται όλο και συχνότερα τον επικείμενο μεγάλο πόλεμο με διάθεση προφητική. Σχεδόν με λαιμαργία. Μέσα από Αποκαλυπτικές σπηλιές και σε εργοτάξια κιβωτών του Νώε αξίας 800 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ξεχάστε όσα μάθατε στη Γεωγραφία, ξεχάστε τα παιδικά παιχνίδια, ξεχάστε το βιβλίο της Ιστορίας με τη φωτογραφία των Τσόρτσιλ, Ρούζβελτ, Στάλιν και την «Γκερνίκα» του Πικάσο δίπλα. Η πυκνή ομίχλη του πολέμου αυτού έχει απλωθεί ήδη τόσο γρήγορα που καλά-καλά δεν ξέρουμε τι βλέπουμε: drones πετούν πάνω από γερμανικά αεροδρόμια, πάνω απ’ τη Δανία και την Πολωνία. Εμείς είμαστε σίγουροι πως τα πετούν οι Ρώσοι, οι Ρώσοι λένε ότι αυτά τα βγάζουμε απ’ το μυαλό μας.

Σε κάθε περίπτωση πρέπει να τα ξεχάσουμε όλα και να αποδεχθούμε τη σκληρή αλήθεια: ότι η εποχή μας από μεταπολεμική είναι πια προπολεμική. Και επειδή οι περισσότεροι από εμάς δεν έχουμε θέση στις αίθουσες των αμυντικών συμβουλίων – και παρόλο που η πολεμική ρητορική κάνει τους ρήτορες συχνά να μοιάζουν με ντελάληδες μπροστά στα μαγαζιά της αμυντικής βιομηχανίας – οφείλουμε να μπούμε μέσα στο τεθωρακισμένο και να μην κάνουμε πολλές ερωτήσεις.

Κι όμως, οι νέοι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να πολεμήσουν. Σύμφωνα με έρευνα του IE University, ενώ ένα 49% πιστεύει ότι η χώρα τους θα εμπλακεί άμεσα σε πολεμική σύρραξη μέσα στα επόμενα δέκα χρόνια, μόλις το ένα τρίτο δηλώνει πως θα επέλεγε να πολεμήσει σε μια τέτοια περίπτωση. Οι λόγοι οικονομικοί, αλλά και πολιτικοί και, κρισιμότερα, αξιακοί.

Ο Βιντσέντζο Μπόβε, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ, αναφέρει πως οι νέοι Ευρωπαίοι είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα αντίθετοι στους πολέμους και την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών: «Ιδεολογικά, βρίσκονται πολύ μακριά από ένα δείγμα στρατιωτών της ίδιας χώρας, σχετικά με το πώς βλέπουν την κοινωνία, τις φιλοδοξίες τους, το τι θα ήθελαν να κάνουν. Κι αυτή η απόσταση με τον καιρό αυξάνεται».

Σήμερα, ουκρανοί στρατιώτες ενθαρρύνονται να πολεμήσουν αποτελεσματικότερα μέσω ενός συστήματος εμπνευσμένου από video game, στο οποίο για κάθε χτύπημα με drone κερδίζουν πόντους, τους οποίους μπορούν να «ανταλλάξουν» για καλύτερα όπλα. Η απόσταση εν καιρώ πολέμου ανάμεσα στην αυτοθυσία και την απανθρωποποίηση, στην υπεράσπιση των αξιών και την απεμπόλησή τους, γίνεται έκδηλη.

Αρα, ακόμα κι αν οι υποψήφιοι στρατιώτες μπορούσαν να κλείσουν τα μάτια μπροστά στο παράδοξο, θα ήταν πιο δύσκολο να ξεχάσουν όσα έχουν ήδη διδαχθεί για τον πόλεμο, ξεκινώντας από τις φρικιαστικές εικόνες και τον παραλογισμό που αντικρίζουν τα τελευταία τρία χρόνια σε Ουκρανία και Γάζα.

Βέβαια, μπορεί να είχαν ήδη ακούσει αρκετά στο μάθημα της Ιστορίας και στους καναπέδες των παππούδων τους, ώστε να είναι πια αδύνατον η ανείπωτη τραγωδία του πολέμου να ντυθεί κακήν κακώς με φουστανέλα, κι αυτοί να φύγουν με χαμόγελο στα χείλη, ή με όρεξη για περιπέτεια, λες και είναι καλοκαίρι του 1914.

Γιατί έχουν μεγαλώσει σε μια ήπειρο που, ακόμα και με αιματοβαμμένα χέρια, σε κάθε ευκαιρία εξυμνεί τη ζωή, την ατομικότητα, την ελευθερία, το «ποτέ ξανά». Μέσα στις οικογένειές τους έχουν πληγές που καλά-καλά δεν έχουν κλείσει. Ορφανά που δεν γνώρισαν τους πατέρες τους, γονείς που μέσα σε δευτερόλεπτα έχασαν χιλιάδες γιους, εικοσάχρονες συζύγους που υποδέχθηκαν τους άντρες τους σε φέρετρα με τη σημαία πάνω.

Ετσι ξέρουν ότι τα φέρετρα τυλιγμένα με σημαίες είναι και πάλι φέρετρα. Κι ότι ο θάνατος με τιμή είναι και πάλι θάνατος.

Αν απειληθούν άμεσα οι χώρες τους, οι τόποι που αγάπησαν και στους οποίους αγαπήθηκαν, πολύ πιθανό όλα αυτά να ανατραπούν. Αυτή είναι όμως μια εντελώς διαφορετική κουλτούρα, ενδεχομένως αντιθετική με την ετοιμότητα προς αυτοθυσία, απέναντι σε θολές απειλές, υπερασπιζόμενοι απροσδιόριστα συμφέροντα. Είναι μια κουλτούρα ειρήνης.

Ισως, λοιπόν, να μην μπορούμε εύκολα να αγνοήσουμε το παράδοξο. Ισως να μοιάζει πιο λογικό το να υπερασπιστούμε τις αξίες και τα δικαιώματά μας πεθαίνοντας άοπλοι.

Ο κ. Φοίβος Οικονομίδης είναι συγγραφέας και τακτικός συνεργάτης του «Βήματος».