Βρισκόμουν τις προάλλες σε ένα σουπερμάρκετ, εκεί που γυρίζονται τελευταία τα καλύτερα κοινωνικά θρίλερ, με εναλλασσόμενα γκρο πλαν στα τρομαγμένα μάτια του πελάτη και στην τιμή της φέτας, όταν κοντά στην κάβα του καταστήματος με πλησίασε ένας κύριος. Εμοιαζε ταλαιπωρημένος, με σχετικά κακή άρθρωση, το είδος βασανισμένου ανθρώπου αδιευκρίνιστης ηλικίας, που δεν θα καταφέρεις ποτέ να μαντέψεις πόσα χρόνια έχει περάσει σε αυτόν τον τρίτο βράχο από τον Ηλιο.

Με αυτά τα δεδομένα, δεν μου έκανε εντύπωση τι μου είπε, που είναι η μοντέρνα εισαγωγή στην επαιτεία: «Μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση;». Οταν πήρε το πράσινο φως, συνέχισε: «Επειδή έχω καλό μεζέ στο σπίτι, θα μπορούσες να μου πάρεις ένα κρασί;», δείχνοντάς μου ίσως το φθηνότερο μπουκάλι του σουπερμάρκετ. «Δώστε μου λίγο χρόνο» του απάντησα.

Δεν εμφανίστηκε

Ισως επειδή ήμουν σε καλή διάθεση, ίσως επειδή μου αρέσει η έννοια της «καλής πράξης της ημέρας», ίσως επειδή βρίσκω πιο τίμιο και πιο φιλικό άγνωστοι άνθρωποι να μου ζητούν κάτι συγκεκριμένο παρά χρήματα, αποφάσισα να το πάρω το μπουκαλάκι. Αφού πέρασα το ταμείο, έψαξα με τα μάτια τον άνθρωπο, δεν τον βρήκα, τον περίμενα λίγα λεπτά απ’ έξω από το κατάστημα, αλλά δεν εμφανίστηκε.

Ξεκινώντας για το σπίτι, έχοντας να κουβαλήσω και ένα μικρό μπουκάλι κρασί παραπάνω από ό,τι υπολόγιζα, σκεφτόμουν τι έκανα. Πόσο ηθικό είναι να προσφέρεις σε έναν άνθρωπο, που κατά 90% είναι αλκοολικός, ένα μπουκάλι κρασί; Και αν ήταν το τελευταίο του μπουκάλι; Αν, δηλαδή, αυτή ήταν η ποσότητα αλκοόλ που θα έδινε τη χαριστική βολή στο συκώτι του; Και από την άλλη: Αν το έπαιρνε μόνος του το μπουκάλι, τον έβλεπε ο σεκιουριτάς, τον κυνήγαγε και όπως έτρεχαν τον παρέσερνε το Α7 βρέχοντας την Αλεξάνδρας με λίγο φθηνό κρασί;

Προφανώς αυτά τα ακραία σενάρια είναι μόνο δύο από αυτά που θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτή την περίεργη πρωινή συνάντηση. Κάπως δείχνουν το ανυπολόγιστο εύρος των συνεπειών των μικρο-πράξεων ή των μικρο-αδρανειών μας, τις οποίες συνήθως αποφασίζουμε μέσα σε δευτερόλεπτα. Αν έμπαινα στη διαδικασία να σκεφτώ όλες τις πιθανές παραλλαγές της ζωής μας, πιθανότατα θα ήμουν ακόμη στο σουπερμάρκετ και ακόμα πιο σίγουρα θα ήμουν εγώ που θα χρειαζόμουν ένα μπουκάλι κρασί.

Φαντάζομαι ότι σε ένα ιδανικό σύμπαν θα έπρεπε να τον πάρω λίγο παραέξω και να προσπαθήσω να τον πείσω να απευθυνθεί σε κάποια δομή αποτοξίνωσης. Σε ένα πιο ρεαλιστικό σύμπαν, θα τον αγνοούσα, θα έκανα ότι δεν τον άκουσα. (Εδώ – συλλογικά και κατά περίπτωση – κάνουμε ότι δεν ακούμε για τους νεκρούς στη Γάζα, για τους νεκρούς στα Τέμπη, για την καταστροφή του πλανήτη. Ενας πιθανόν αλκοολικός δεν θα βάραινε πολύ τη λίστα.) Και στο δικό μου σύμπαν, αγόρασα ένα μπουκάλι που δεν κατάφερα καν να το δώσω του ανθρώπου. Τέτοια επιτυχία!

«Μην τους μιλάς»

Σε κάθε περίπτωση, ως μέλος μιας γενιάς που μεγάλωσε με το «μη μιλάς με αγνώστους» (απότοκο της αστυφιλίας, αφού στο χωριό τούς ξέρεις όλους) και με τη διαβεβαίωση ότι «το ξένο είναι κακό», μου φαίνονται όμορφες και ενίοτε συγκινητικές οι αλληλεπιδράσεις με αγνώστους, με όλες τις επιφυλάξεις και με όλες τις πιθανές και απίθανες καταλήξεις.

Εξάλλου, επιστρέφοντας στο «παιχνίδι» των παράλληλων συμπάντων, δεν πρέπει να αγνοούμε ότι ένα-δυο καθοριστικά γεγονότα, ίσως 10, 20 ή 30 χρόνια πίσω, και θα μπορούσε να βρεθεί ο καθένας και η καθεμία μας στον διάδρομο του σουπερμάρκετ να ισχυρίζεται 11 το πρωί ότι έχει «έναν καλό μεζέ στο σπίτι».