Το ότι το «Poor Things» του Γιώργου Λάνθιμου πήρε Χρυσή Σφαίρα στην κατηγορία της καλύτερης κωμωδίας το λες και ειρωνεία αν δεις όλα τα «δράματα» που έχει δημιουργήσει στον ελληνικό δημόσιο λόγο.

Βλέποντας την ταινία (αν και μεγάλο μέρος του ποπ κορν αναλώθηκε νωρίτερα, ενώ παρακολουθούσα τη – διαδικτυακή κυρίως – διαμάχη για το έργο) αναφώνησα κι εγώ «poor things»! Δηλαδή, καημενούλια μου. Με τη σκέψη σε όσους και (λιγότερες) όσες απέρριψαν ή λοιδόρησαν την ταινία ως υπερβολικά φεμινιστική. Διότι είναι ενδιαφέρον πόση αμηχανία πρέπει να προκαλεί ο φεμινισμός ενός μεσήλικα λευκού στρέιτ Ελληνα – εν προκειμένω του Λάνθιμου – σε ανθρώπους που ακόμη και εν έτει 2024 ζητούν από μια γυναίκα (ή δεν ξέρουν πώς είναι να σου ζητούν) πότε να απολογηθείς για τη Θάτσερ ή τη Μέρκελ και πότε να εξηγήσεις γιατί οι διάσημοι σεφ είναι άνδρες. Θεωρώντας ή αφήνοντας να εννοείται ότι αφενός οι γυναίκες έχουν πρόσβαση στην εξουσία, αλλά τα πάνε (τουλάχιστον) το ίδιο άσχημα με τους άνδρες, και αφετέρου ότι η ανδρική ανωτερότητα φτάνει μέχρι και την κουζίνα…

Στα απλήρωτα

Και τι να τους απαντήσεις; Να απολογηθώ και για τον Σόιμπλε ή στην περίπτωσή του δεν χρειάζεται; Οι διάσημοι σε όλα τα πράγματα είναι κατά κύριο λόγο άνδρες, αλλά μας ενδιαφέρει κυρίως αυτό το επάγγελμα επειδή συνδέεται με την κουζίνα; Μια που το πήγαμε στο μαγείρεμα, να ολοκληρώσουμε το στερεότυπο επισημαίνοντας την κραυγαλέα εξαίρεση; Οτι οι διάσημοι στη βιομηχανία πορνό είναι κυρίως γυναίκες; Επιτέλους διαπρέπουν και σε κάτι που πληρώνεται γιατί συνήθως διαπρέπουν σε όλα τα απλήρωτα;

Αυτά με ρωτούσε – ρητορικά – τις προάλλες μια φίλη μου και, σε μια αναπάντεχη στιγμή σύμπνοιας, σκεφτήκαμε να τους προτείνουμε να πάνε να δουν το «Poor Things». Οχι ότι θα δουν το φως το αληθινό, αλλά έτσι από κακία, για να περάσουν 2,5 ώρες από τη ζωή τους νιώθοντας ότι κάποιος τους κακολογεί, τους κοροϊδεύει, τους υποτιμά, τους χλευάζει στα μούτρα τους κι αυτοί πλήρωσαν κι από πάνω για να το υποστούν. Εξάλλου, καλό είναι να μην αγνοεί κανείς πλήρως μια σχεδόν καθημερινή εμπειρία για τη μισή ανθρωπότητα.

Διότι σε αυτές τις 2,5 ώρες, αυτό συμβαίνει: Η χειμαρρώδης ασέβεια της εκπληκτικής Μπέλα/Εμα Στόουν δεν αφήνει όρθιο στο διάβα της κανέναν από τους παγιωμένους θεσμούς της πατριαρχικής κοινωνίας. Από τον στρατό, που χλευάζεται στο πρόσωπο του πρώην συζύγου της, και τα σοβαρά σαλόνια της αριστοκρατίας, τα οποία κυριολεκτικά διαλύει, μέχρι την οικογένεια, την οποία η ίδια η ύπαρξη της Μπέλα (χωρίς να μπω σε περιττά spoiler) καθιστά αχρείαστη στην παραδεδομένη της μορφή της αναπαραγωγικής μηχανής. Αν υπάρχει μια θετική «οικογένεια» είναι αυτή που προκύπτει από την ελεύθερη ένωση των ανθρώπων πάνω σε πράγματα τόσο ξεχασμένα όσο η αλληλοεκτίμηση και η αλληλοαναγνώριση.

Παραμύθι

Δεν είμαι κριτικός κινηματογράφου για να αρχίσω να μοιράζω αστεράκια, αλλά από την οπτική ενός ανθρώπου που βλέπει να προχωρεί τόσο αμήχανα η συζήτηση για θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η αυτοδιάθεση του σώματος και η τεκνοθεσία, αυτό που μας φέρνει στην οθόνη ο Λάνθιμος είναι απόλυτα καίριο. Περιγράφοντας μια ιστορία τοποθετημένη στη βικτωριανή Αγγλία, καταφέρνει να ξεσκεπάσει τα βικτωριανά ήθη της δικής μας εποχής – αρκεί να σκεφτούμε τι γίνεται με την άμβλωση στην Αμερική – και, ακόμα σημαντικότερο, να προτάξει μια στιβαρή εναλλακτική λύση που, ακριβώς επειδή φαίνεται σουρεαλιστική, καθίσταται αναγκαία. Παραμύθι; Ναι, αλλά για μεγάλα παιδιά, τα οποία μπορούν να «δουλέψουν για αυτό το όνειρο» όπως τραγούδησε και ο (ήρωας του Λάνθιμου) Μπρους Σπρίνγκστιν…