Αόρατοι για το κράτος, ορατοί για την οικονομία, ουδέποτε όμως «πολίτες». Είναι οι άνθρωποι μιας παράλληλης Ελλάδας, εξαφανισμένοι από τα μητρώα της διοίκησης, αλλά απολύτως απτοί στην καρδιά της παραγωγής. Εργάζονται σιωπηλά στο περιθώριο μιας χώρας που ποτέ δεν τους αναγνώρισε και τους κράτησε, μεθοδικά, έξω από το κοινωνικό της συμβόλαιο. Για δεκαετίες ολόκληρες, οι λεγόμενοι «παράτυποι μετανάστες» συγκροτούσαν τη σιωπηλή μηχανή που κρατούσε την αγορά σε κίνηση. Χωρίς ΑΦΜ, χωρίς ιατρική περίθαλψη, χωρίς πολιτικά δικαιώματα, βολικά αθέατοι εξυπηρετούσαν πότε στα χωράφια της Μανωλάδας, πότε στις κουζίνες των εστιατορίων και πότε στα γιαπιά των μεγάλων έργων.
Με το νέο μεταναστευτικό νομοσχέδιο που ετοιμάζει η κυβέρνηση, η παραμονή χωρίς χαρτιά παύει να θεωρείται νομικό κενό ή ανεκτή εξαίρεση – μετατρέπεται πια σε ποινικό αδίκημα, με φυλάκιση έως πέντε έτη και πρόστιμα που φτάνουν τις 10.000 ευρώ. Δεν έχει σημασία αν κάποιος ζει εδώ δεκαπέντε χρόνια, έχει οικογένεια, τα παιδιά του πάνε σχολείο ή αν απλώς πέρασε χθες τα σύνορα – για τον νόμο είναι ακριβώς το ίδιο, καθώς δεν εξετάζει πια ιστορίες, ανάγκες ή ρίζες. Εξετάζει μόνο έγγραφα. Και όταν αυτά λείπουν, η απάντηση είναι σύλληψη.
«Μου είπαν πως δεν δικαιούμαι τίποτα»
Μία από αυτούς τους ανθρώπους είναι και η Λάνα, από τη Γεωργία. Ηρθε στην Ελλάδα το 2009. Εκτοτε, δουλεύει ως οικιακή βοηθός χωρίς ούτε μία ημέρα δηλωμένης εργασίας. «Μου είπαν «περίμενε, θα ανοίξει πλατφόρμα, θα βγει ρύθμιση, θα αλλάξει ο νόμος»» λέει σήμερα. «Περίμενα τόσα χρόνια. Κι όταν τελικά άνοιξε, έκανα αίτηση. Εβαλα όλα τα χαρτιά. Μετά μου είπαν ότι δεν ισχύει πια. Πως δεν δικαιούμαι τίποτα». Η περίπτωση της Λάνα δεν είναι η εξαίρεση. Είναι το προοίμιο μιας νέας κανονικότητας, όπου η ένταξη δεν αποτυγχάνει απλώς – καταργείται οριστικά. Δεν υπάρχει χώρος ούτε για ελπίδα ούτε για παραμονή.
Η Ελλάδα μπαίνει πανηγυρικά στο κλαμπ των «σκληρών» της Ευρώπης. Στο πλευρό της πρωθυπουργού της Ιταλίας, Τζόρτζια Μελόνι, που νομοθέτησε την υποχρεωτική κράτηση για αιτούντες άσυλο έως και 18 μήνες, επέκτεινε τις απελάσεις και υπέγραψε τη συμφωνία επαναπροώθησης με την Τυνησία, μετατρέποντας τη Βόρεια Αφρική σε προθάλαμο της ευρωπαϊκής αποτροπής. Πολιτικές που πριν από λίγα χρόνια θα θεωρούνταν αδιανόητες για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.
Από κοντά η Δανία της σοσιαλδημοκράτισσας, Μέτε Φρεντέρικσεν, από τις πρώτες χώρες που διατύπωσαν ξεκάθαρα το δόγμα του «μηδενικού ασύλου», με τους αιτούντες να μεταφέρονται σε τρίτες χώρες (π.χ. Ρουάντα) προτού καν εξεταστούν τα αιτήματά τους. Ενα μοντέλο που ζήλεψε και η κυβέρνηση Σούνακ στη Βρετανία. Το μήνυμα όλων τους κοινό και εξόχως ασφυκτικό: δεν αρκεί πια να είσαι αόρατος, πρέπει να μην υπάρχεις καθόλου.
Μεταναστευτική πίεση στην Κρήτη
Την ίδια στιγμή, οι αφίξεις από τη Λιβύη αυξήθηκαν κατά 54% το 2025, σύμφωνα με τα στοιχεία της Frontex, επαναφέροντας την Ανατολική Μεσόγειο στο επίκεντρο των μεταναστευτικών ροών. Το σύστημα των διακινητών προσαρμόζεται ταχύτερα από τη νομοθεσία, ενώ η ευρωπαϊκή απάντηση παραμένει εγκλωβισμένη σε μια λογική αποτροπής που, αντί να ανακόπτει τις ροές, τις σπρώχνει απλώς πιο μακριά από το οπτικό μας πεδίο.
Στη Νότια Κρήτη η πίεση πάντως είναι ήδη ορατή. «Εφέτος οι ροές από τη Λιβύη έχουν υπερδιπλασιαστεί. Ηδη, περισσότεροι από 5.500 άνθρωποι έχουν φτάσει στο νησί – και ακόμα είμαστε στα μισά της χρονιάς», λέει στο «Βήμα» ο Στέλιος Βοργιάς, αντιπεριφερειάρχης Κοινωνικής Πολιτικής και Αλληλεγγύης.
«Το υπουργείο είχε δεσμευτεί ότι θα δημιουργήσει δύο χώρους φιλοξενίας, πιθανώς σε πρώην στρατόπεδα, όμως δεν έχει γίνει απολύτως τίποτα. Ολόκληρη η διαχείριση έχει πέσει στους λιμενικούς, που είναι υποστελεχωμένοι, στους εθελοντές και στις οργανώσεις και φυσικά στους δήμους και στην Περιφέρεια του νησιού, χωρίς να έχουμε καμία υποστήριξη. Ούτε ένα ευρώ δεν έχει δοθεί από το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου. Ο κ. Βορίδης μοιράζει υποσχέσεις, αλλά μέχρι σήμερα δεν έχουμε δει πράξεις. Χώροι δεν υπάρχουν, πού θα πάνε οι άνθρωποι; Αυτή τη στιγμή τούς μεταφέρουν σε μια τοποθεσία που λέγεται «Ψυγείο», στο Ηράκλειο. Είναι χώρος για 100 άτομα και στοιβάζουν 500. Αυτή δεν είναι φιλοξενία. Είναι εγκατάλειψη».
Οι διατυπώσεις τους δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για παρερμηνείες. Καμία ενσωμάτωση, μονάχα τιμωρία. Στο πεδίο, βέβαια, η ποινικοποίηση της «παράτυπης διαμονής» δεν φαίνεται να αποκαθιστά την τάξη, απλώς τραβά μια κλωστή απ’ το στρίφωμα της οικονομίας
Η αλήθεια είναι πως όπου η «αποτροπή» αναγορεύτηκε σε κρατική λογική και εθνικό αφήγημα, η πραγματικότητα φώναξε πιο δυνατά από τα συνθήματα. Τελευταίο παράδειγμα, ο ακροδεξιός Χερτ Βίλντερς στην Ολλανδία, που υποσχέθηκε κλειστά σύνορα και «καθαρή Ευρώπη» και εν τέλει βρέθηκε να παραιτείται προσφάτως, μπλεγμένος στα ίδια του τα αδιέξοδα. Γιατί μπορείς να χτίσεις φράχτες, όμως δεν μπορείς να χτίσεις φράχτες γύρω από τις ανάγκες της αγοράς. Οι πολιτικές της αποτροπής είναι μια χαρά για λαϊκίστικες αφίσες και προεκλογικά σποτ, όμως άχρηστες μπροστά στο χωράφι που δεν έχει χέρια, στο εστιατόριο που δεν έχει σερβιτόρους, στο γηροκομείο που δεν έχει φροντιστές.
Οπως και να ‘χει, ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, χαρακτήρισε το νέο νομοσχέδιο για τη μετανάστευση «σαφή απάντηση σε όσους θεωρούν την Ελλάδα εύκολη πύλη», ενώ ο υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, Μάκης Βορίδης, μίλησε για «μηδενική ανοχή» και «αποτροπή με κάθε μέσο». Οι διατυπώσεις τους δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για παρερμηνείες. Καμία ενσωμάτωση, μονάχα τιμωρία. Στο πεδίο, βέβαια, η ποινικοποίηση της «παράτυπης διαμονής» δεν φαίνεται να αποκαθιστά την τάξη, απλώς τραβά μια κλωστή απ’ το στρίφωμα της οικονομίας – συγκεκριμένα τη ραφή εκείνη που αν την κόψεις, το ύφασμα δεν σφίγγει, ξηλώνεται.

Μια οικογένεια μετακινείται αθόρυβα στα σύνορα. Όταν όλα έχουν χαθεί, απομένει μόνο το βλέμμα και ένα τζάμι να το χωρίζει από τον υπόλοιπο κόσμο.
Δημογραφικό και «αόρατη» εργασία
Κι αυτό γιατί πίσω από τις βαρύγδουπες εξαγγελίες διαμορφώνεται μια άλλη πραγματικότητα: αυτή της αγοράς εργασίας, της γήρανσης του πληθυσμού, της αόρατης εξάρτησης. Εκεί δεν κυριαρχεί η επικοινωνία, αλλά οι αριθμοί. Και οι αριθμοί λένε πως ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώνεται σταθερά από το 2011. Οι γεννήσεις είναι λιγότερες από τους θανάτους, το ασφαλιστικό σύστημα «αδειάζει» και όπως επισημαίνει ο διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών, Βύρων Κοτζαμάνης, στο «Βήμα»: «Είναι αυταπάτη να πιστεύουμε ότι μπορούμε να καλύψουμε τις ανάγκες της οικονομίας αποκλειστικά με ντόπιους εργαζομένους. Ακόμα κι αν υποθέσουμε μια αύξηση των γεννήσεων – πράγμα απίθανο – το όφελος θα φανεί σε 20 χρόνια. Το πρόβλημα όμως είναι τώρα».
Η Ελλάδα έχει ήδη εισέλθει σε φάση πληθυσμιακής συρρίκνωσης. Μέχρι το 2050 ο πληθυσμός αναμένεται να πέσει στα 9 εκατομμύρια, ενώ η αναλογία εργαζομένων προς συνταξιούχους προβλέπεται να επιδεινωθεί δραματικά. Την ίδια στιγμή, μόνο το 2023, καταγράφηκαν πάνω από 70.000 κενές θέσεις στον τουρισμό -53.000 στα ξενοδοχεία και 27.000 στην εστίαση, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις αγροτικών φορέων, οι ελλείψεις εργατών γης ξεπέρασαν τις 70.000, αφήνοντας θερμοκήπια και καλλιέργειες χωρίς χέρια. Αντίστοιχα, σημαντικά κενά εντοπίζονται στον τομέα της φροντίδας ηλικιωμένων και της οικιακής εργασίας.
Ο Βύρων Κοτζαμάνης, ένας από τους πιο έμπειρους μελετητές του ελληνικού δημογραφικού, προειδοποιεί: «Εχουμε σοβαρές ελλείψεις στον τουρισμό, τη γεωργία, τις κατασκευές, τη φροντίδα, και θα γίνουν χειρότερες. Δεν μπορείς να κρατήσεις ζωντανή την οικονομία με «εργάτες έξι μηνών». Αυτό δεν είναι σχέδιο. Είναι προσωρινή λύση ανάγκης που δεν λειτουργεί». Η Ελλάδα, τονίζει, κινδυνεύει με διπλό σοκ, πληθυσμιακό και παραγωγικό: «Η κοινωνία μας μικραίνει και γερνά. Η πλειονότητα των μεταναστών εργάζεται σε θέσεις που οι Ελληνες απορρίπτουν. Αν δεν υπάρξει σοβαρή πολιτική ένταξης και προσέλκυσης, δεν θα μπορέσουμε να συντηρήσουμε ούτε το ΑΕΠ ούτε το ασφαλιστικό. Το πρόβλημα δεν είναι το μέλλον. Είναι ήδη εδώ και θα σκάσει στα χέρια μας».
Ο καθηγητής Κοινωνιολογίας της Μετανάστευσης κ. Βασίλης Τσιάνος καταλήγει με μια σαφή προειδοποίηση: «Ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλονται και νομιμοποιούνται οι αυστηρότερες μεταναστευτικές πολιτικές γεννά πλέον κρίση στο κράτους δικαίου: αμφισβητούνται τα νομικά συστήματα και οι θεσμοί της δικαιοσύνης που τα επιβάλλουν»
Η ευρωπαϊκή στροφή, πάντως, δεν μοιάζει με κάποια παροδική μετατόπιση. Φαίνεται να έχει βάθος, να έχει σχέδιο, και από το 2026 θα έχει και θεσμική κατοχύρωση. Το Νέο Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου φιλοδοξεί να μετατρέψει την αποτροπή από επιλογή ανάγκης σε επίσημο κανόνα. Να θεσμοθετήσει δηλαδή μια Ευρώπη-φρούριο, όπου η πρώτη απάντηση στη μετακίνηση πληθυσμών δεν θα είναι η αλληλεγγύη, αλλά το screening, τα κλειστά κέντρα και οι ταχείες απελάσεις.
«Διαγωνισμός κατασταλτικής πολιτικής»
«Η υποτιθέμενη μεταναστευτική κρίση είναι στην πραγματικότητα κρίση δημοκρατίας» τονίζει στο «Βήμα» ο Βασίλης Τσιάνος, καθηγητής Κοινωνιολογίας της Μετανάστευσης στο Πανεπιστήμιο του Κιέλου και πρόεδρος του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου για τη Μετανάστευση (Rat für Migration). Σύμφωνα με τον ίδιο, το διακύβευμα δεν είναι μόνο οι αριθμοί ή οι ροές, αλλά η ίδια η θεσμική ισορροπία της Ευρώπης.
«Οι κεντρικοί μηχανισμοί προστασίας διαλύονται και ριζοσπαστικά αιτήματα – όπως η απέλαση ακόμα και σε εμπόλεμες ζώνες ή το πλήρες κλείσιμο των συνόρων – κυριαρχούν στην πολιτική συζήτηση. Το Σύνταγμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα μετατρέπονται σε διαπραγματευτικό χαρτί. Οι νεολαϊκιστές πολιτικοί συμμετέχουν σήμερα σε έναν ευρωπαϊκό «διαγωνισμό» για την πιο κατασταλτική πολιτική μετανάστευσης και ένταξης» εξηγεί, φέρνοντας ως παράδειγμα τη δήλωση του Χερτ Βίλντερς για την «πιο σκληρή πολιτική ασύλου που υπήρξε ποτέ».
Ο κ. Τσιάνος καταλήγει με μια σαφή προειδοποίηση: «Ο τρόπος με τον οποίο επιβάλλονται και νομιμοποιούνται οι αυστηρότερες μεταναστευτικές πολιτικές γεννά πλέον κρίση στο κράτους δικαίου: αμφισβητούνται τα νομικά συστήματα και οι θεσμοί της δικαιοσύνης που τα επιβάλλουν».
Ο Λευτέρης Παπαγιαννάκης, διευθυντής του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες, δεν βλέπει στο νέο μεταναστευτικό νομοσχέδιο μια απλή διοικητική ρύθμιση, αλλά ένα πολιτικό μήνυμα με σαφή στόχευση: «Η ποινικοποίηση της παράτυπης διαμονής εντάσσεται στη συνολικότερη πολιτική του «όλοι στη φυλακή». Δεν είναι ζήτημα εγκλήματος, είναι επιλογή ποινικού συμβολισμού. Δεν υπάρχει πραγματική ανάγκη, παρά μονάχα πολιτική σκοπιμότητα».
Η Ελλάδα έχει ήδη καταδικαστεί για υπέρβαση του 18μηνου κράτησης, φτάνοντας σε ένα παράνομο 24μηνο. Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρει ο κ. Παπαγιαννάκης, «υπάρχει μια σπουδή να το επαναφέρουμε προτού ακόμη εγκριθεί το νέο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Αν ψηφιστεί, ναι, θα έχει νομική βάση. Αλλά προς το παρόν δεν έχει. Γιατί τόση βιασύνη;» αναρωτιέται.

Το νομοσχέδιο σφίγγει τα σύνορα, μα η σοδειά δεν περιμένει -και τη μαζεύουν εκείνοι που το κράτος απορρίπτει.
Ερωτηθείς αν αυτό συνιστά μια στρατηγική απένταξης, είναι ξεκάθαρος: «Δεν μιλάμε πια για αδιαφορία, μιλάμε για πλήρη απένταξη. Από τη σιωπηλή ανοχή περάσαμε στην επίσημη εχθρότητα. Κλείνει και η τελευταία χαραμάδα ένταξης, ακόμα και για όσους ζουν εδώ χρόνια». Το νέο αφήγημα, όπως λέει, δεν είναι μόνο ελληνικό. Είναι ευρωπαϊκό. «Αν δει κανείς τις εξελίξεις από το 2015 μέχρι σήμερα, θα διαπιστώσει μια σταθερή διολίσθηση, σαν να λέμε «πας μη Ευρωπαίος, βάρβαρος». Αυτό είναι το μήνυμα που στέλνεται πια σχεδόν απροκάλυπτα».
Για τον ίδιο αυτή η νέα πραγματικότητα συμπυκνώνει το θεσμικό και ηθικό έλλειμμα της σύγχρονης Ευρώπης: «Η μετανάστευση αντιμετωπίζεται μόνο ως εργατικό δυναμικό. Δεν υπάρχει πρόβλεψη για κοινωνική ένταξη, καμία αναγνώριση του μετανάστη ως προσώπου. Μόνο ως εργατικά χέρια. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο δημοκρατικό έλλειμμα της εποχής μας».
Ενα από τα πιο αμφιλεγόμενα σημεία του νέου νομοσχεδίου αφορά τους χιλιάδες μετανάστες που είχαν υποβάλει αιτήσεις νομιμοποίησης μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας του 2021 – μιας έκτακτης διαδικασίας που λειτούργησε επί υπουργίας Νότη Μηταράκη. Παρότι πολλοί από αυτούς εργάζονται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα, το νέο πλαίσιο τους αποκλείει πλήρως για την επόμενη πενταετία.
Το θέμα αναδεικνύει στο «Βήμα» ο Βασίλης Χρονόπουλος, γραμματέας του Τομέα Μετανάστευσης και Ασύλου του ΠαΣοΚ: «Η πλατφόρμα στήθηκε πρόχειρα, χωρίς τεχνική τεκμηρίωση. Οι άνθρωποι ανέβαζαν δικαιολογητικά και έπαιρναν έναν αριθμό πρωτοκόλλου. Χιλιάδες κατάφεραν να εκδώσουν άδειες μέσα από ένα διάτρητο σύστημα που το ίδιο το κράτος δημιούργησε». Σήμερα, όπως λέει, αυτοί οι άνθρωποι, οι οποίοι υπολογίζονται από 30.000 έως 50.000, αποκλείονται από κάθε διαδικασία νομιμοποίησης για τα επόμενα πέντε χρόνια.
«Αντί να τιμωρηθεί το κράτος για την ανεπάρκειά του, τιμωρούνται οι άνθρωποι που ακολούθησαν τις προβλεπόμενες διαδικασίες. Πρόκειται για το 8% του οικονομικά ενεργού μεταναστευτικού πληθυσμού. Και τώρα, τους κρατούν εγκλωβισμένους μέχρι το 2030, χωρίς καμία νομική διέξοδο».
Η υπόθεση της πλατφόρμας του 2021, οι αποκλεισμοί χωρίς εξαιρέσεις και οι εγκλωβισμένοι αιτούντες διαμονή δεν είναι απλώς ένα διοικητικό ζήτημα. Στην πραγματικότητα, το νέο νομοσχέδιο προκαλεί ρωγμές στον ίδιο τον νομικό κορμό της ευρωπαϊκής έννομης τάξης.
«Πετάμε αρχές ελεύθερης διακίνησης»
Οπως επισημαίνει στο «Βήμα» η Μαρία Γαβουνέλη, καθηγήτρια Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ και πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, η ποινικοποίηση της παράτυπης διαμονής εγείρει ζητήματα συμβατότητας με το διεθνές νομικό πλαίσιο.
«Δεν είναι λογικό να πετάξουμε στα σκουπίδια την προσπάθεια οκτώ ετών για ένα κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο ασύλου, χωρίς καν να δοκιμάσουμε να το εφαρμόσουμε. Μαζί του πετάμε και τις θεμελιώδεις αρχές της ελεύθερης διακίνησης προσώπων στη Σένγκεν. Είναι απλώς παράνοια». Η ίδια υπογραμμίζει την ανάγκη για ρεαλισμό αντί για σκληρές εξαγγελίες: «Αντί να στήνουμε πολύπλοκα και βαρύγδουπα διοικητικά σχήματα, τα οποία τελικά δεν εφαρμόζονται, μήπως να οργανώναμε μια σοβαρή διαχείριση της εργασίας και της κινητικότητας; Οι άνθρωποι αυτοί κάνουν τη δουλειά που εμείς δεν θέλουμε. Δεν μπορούμε να τους αγνοούμε διαρκώς».
Και καταλήγει η κυρία Γαβουνέλη με μια χρήσιμη υπενθύμιση των βασικών αρχών του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού: «Η είσοδος στη χώρα είναι αναμφίβολα η κορυφαία εκδήλωση της κρατικής κυριαρχίας. Ταυτοχρόνως, είναι μακρά παράδοση στις ευρωπαϊκές χώρες τουλάχιστον να μην αντιμετωπίζονται οι εμπλεκόμενοι στη διαδικασία ασύλου με ποινικά μέτρα» σημειώνει, παραπέμποντας και στη νομολογία του ΕΔΔΑ (Mikolenko κατά Εσθονίας, 2009).
Σε μια εποχή που η Ευρώπη παλινδρομεί, η Ελλάδα φαίνεται να επιλέγει τον σκληρό δρόμο. Το νέο μεταναστευτικό νομοσχέδιο δεν είναι απλώς ένα πλαίσιο διαχείρισης – είναι η θεσμική κατοχύρωση μιας πολιτικής στάσης. Μιας μετατόπισης από την κοινωνική πολιτική στην ποινική διαχείριση. Επί υπουργίας Βορίδη, η αποτροπή γίνεται ιδεολογία, η κινητικότητα αμάρτημα και οι βασικές ευρωπαϊκές αξίες – ελευθερία, αξιοπρέπεια, αναλογικότητα – χωρούν πια σε ένα έντυπο απέλασης. Μέχρι τη στιγμή που ένας υπάλληλος θα πει: η αίτηση απορρίπτεται.