Το άφαντο για δεκαετίες «ναυάγιο της Φαλκονέρας» εντοπίστηκε προσφάτως – όπως αποκαλύπτει «Το Βήμα της Κυριακής» – σε βάθος 700 μέτρων στα ανοιχτά της Αντιμήλου και σε απόσταση περίπου 20 ναυτικών μιλίων από την τοποθεσία στην οποία θεωρήθηκε αρχικά ότι είχε βυθιστεί. Η αιτία της βύθισης του πλοίου, δε, φαίνεται ότι είναι διαφορετική από αυτήν που είχε αναδειχθεί δικαστικά, γεγονός που ανατρέπει πολλά από τα δεδομένα του τραγικού δυστυχήματος το οποίο είχε τότε συγκλονίσει την κοινή γνώμη.

Το οχηματαγωγό «Ηράκλειον», το οποίο χάθηκε στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 παρασύροντας στον βυθό περίπου 280 επιβάτες, δεν φαίνεται να βυθίστηκε κυρίως από τη μετακίνηση ενός προβληματικά δεμένου φορτηγού, όπως θεωρούσαμε μέχρι σήμερα, αλλά από ένα μεγάλο ρήγμα στα ύφαλα του πλοίου που προκλήθηκε πιθανόν από πρόσκρουση σε μικρή βραχονησίδα στη διάρκεια μεγάλης θαλασσοταραχής.

Το εντυπωσιακό αυτό εύρημα προκύπτει από τη μελέτη στα υπολείμματα του πλοίου, κάτι που μόνο σήμερα μπόρεσε να γίνει.

Τα στοιχεία που δίνουν νέες διαστάσεις στην πρωτοφανή ναυτική αυτή τραγωδία πριν από 58 χρόνια στο Μυρτώο Πέλαγος έχουν αρχίσει να συγκεντρώνονται από ομάδα σημαντικών ερευνητών παρόμοιων θαλασσίων ευρημάτων οι οποίοι και έχουν χρησιμοποιήσει τα ηχοεντοπιστικά συστήματα (sonar) και την επονομαζόμενη «διαστασιολόγηση» του ναυαγίου του «Ηράκλειον».

Το πρωτοσέλιδο του «Βήματος» για την τραγωδία στις 9 Δεκεμβρίου 1966

Το συγκεκριμένο πλοίο, το οποίο εκτελούσε την ακτοπλοϊκή συγκοινωνία Πειραιάς – Χανιά και Πειραιάς – Ηράκλειο την περίοδο του 1965-1966, ναυπηγήθηκε το 1949 στη Γλασκώβη ως δεξαμενόπλοιο, είχε μήκος 152 μέτρων και πλάτος 18 μέτρων, που ταυτίζονται με τα ευρήματα στο sonar των ερευνητών στον βυθό της Αντιμήλου.

Το 1964, έπειτα από μετασκευή σε φεριμπότ, αποκτήθηκε από την εταιρεία των αδελφών Τυπάλδου. Το «Ηράκλειον» αναχώρησε στις 7.30 μ.μ. της 7ης Δεκεμβρίου 1966 από το λιμάνι της Σούδας με μισή ώρα καθυστέρηση, μεταφέροντας 206 επιβάτες, 70 μέλη του πληρώματος και 17 φορτηγά στον Πειραιά με άνεμο 5-6 μποφόρ, ο οποίος δεν είχε θεωρηθεί απαγορευτικός για τον απόπλου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία που είχαν συγκεντρωθεί μέχρι σήμερα, στις δύο τα μεσάνυχτα της Πέμπτης 8 Δεκεμβρίου, καθώς το πλοίο έπλεε 6 μίλια βορειοανατολικά της Φαλκονέρας, ένα μεγάλο φορτηγό-ψυγείο 5 τόνων με φορτίο πορτοκάλια, το οποίο είχε τοποθετηθεί τελευταίο κάθετα, απασφαλίστηκε από τους διαρκείς κλυδωνισμούς και χτύπησε με φόρα στη δεξιά πλευρική μπουκαπόρτα. Οπως προκύπτει από τις ίδιες αναφορές, ο καταπέλτης άνοιξε από τις προσκρούσεις του φορτηγού-ψυγείου, αφού φέρεται – σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου του ναυαγίου – να μην είχε ασφαλιστεί επαρκώς. Οι άνεμοι που έπνεαν στην περιοχή εκείνη την ώρα ξεπερνούσαν τα 10 μποφόρ.

Το τελευταίο μήνυμα του ασυρμάτου

Το μοιραίο φεριμπότ βυθίστηκε γρήγορα, με τους περισσότερους επιβάτες να βρίσκονται στις καμπίνες τους. Στις 2.13 π.μ. εκείνου του μοιραίου ξημερώματος, μόλις 8 λεπτά από το πρώτο σήμα κινδύνου, ο ασύρματος του «Ηράκλειον» εξέπεμψε για τελευταία φορά: «SOS! Πορθμείον Ηράκλειον SOS, βυθιζόμεθα! Στίγμα 36,52 βόρειον και 24,08 ανατολικόν! SOS βυθιζόμεθα!». Και ακολούθησε σιγή. Από το ναυάγιο, σύμφωνα με τα μη επισήμως επιβεβαιωμένα στοιχεία, σώθηκαν μόνο 46 άτομα (16 από το πλήρωμα και 30 επιβάτες). Οι υπόλοιποι 230 πνίγηκαν.

Σύμφωνα με άλλες πηγές, ο αριθμός των θυμάτων εκτιμάται από 217 έως 277. Από τις πρώτες έρευνες για τη ναυτική τραγωδία προέκυψε ότι από την αρχή η Επιθεώρηση Εμπορικών Πλοίων εξέφραζε αντιρρήσεις για τη δυνατότητα του πρώην τάνκερ να μπει στις ατμοπλοϊκές μεταφορές, ενώ το πλοίο φέρεται να είχε δύο άλλα ναυτικά ατυχήματα, χωρίς να επισκευάσει επαρκώς τις ζημιές του. Μάλιστα, τον Νοέμβριο του 1966 (έναν μήνα πριν από την τραγωδία) οι τεχνικοί της Επιθεώρησης αρνήθηκαν να υπογράψουν το πρωτόκολλο δρομολόγησής του. Ωστόσο, το πλοίο ξαναβρέθηκε στα πελάγη χωρίς να επισκευαστεί.

Η απόφαση της Δικαιοσύνης

Η απόφαση του δικαστηρίου για την τραγωδία ανακοινώθηκε στις 21 Μαρτίου 1968. Ο ένας από τους πλοιοκτήτες του «Ηράκλειον», Xαράλαμπος Τυπάλδος, ο διευθυντής της εταιρείας καθώς και δύο αξιωματικοί του πλοίου καταδικάστηκαν με ποινές φυλάκισης από πέντε ως και επτά έτη. Για το θέμα είχε μιλήσει στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης προ 20ετίας ο ιδιοκτήτης του φορτηγού-ψυγείου που είχε σπάσει την πλευρική μπουκαπόρτα.

Αναφέρθηκε σε «πρόχειρη φόρτωση του οχήματός του στο γκαράζ, σε μη πλήρη ακινητοποίησή του, με αποτέλεσμα η κακοκαιρία να το ρίξει πάνω στον πλευρικό καταπέλτη που συγκρατείτο με συρματόσχοινο και να τον ανοίξει». Ακόμα ένας επιζήσας επιβάτης είχε δηλώσει ότι «εάν εξαιρέσουμε ορισμένους οδηγούς, πολλοί είχαν αντιληφθεί ή είχε ειδοποιήσει ο ένας τον άλλον ότι είχε φύγει η πόρτα του καραβιού, πήγαν στο σαλόνι, προσπάθησαν να πάνε στο γκαράζ, δεν μπορούσαν να σιμώσουν καθόλου, διότι είχε φύγει η πόρτα και έμπαιναν τα κύματα μέσα».

Αλλοι μάρτυρες ανέφεραν ότι την κρίσιμη ώρα ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος από το αμπάρι, χωρίς όμως να υπάρχει βεβαιότητα αν αυτό οφειλόταν στην πτώση του φορτηγού στη θάλασσα ή σε άλλη αιτία. Το τελικό πόρισμα των ελεγκτών προσδιόριζε ότι «οι τρεις αιτίες που έστειλαν το «Ηράκλειον» στον βυθό της θάλασσας ήταν η κακή διακυβέρνηση του πλοίου, η απώλεια του δεξιού καταπέλτη και η απώλεια ευστάθειας του πλοίου μετά την κατάκλιση του καταστρώματος οχημάτων το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ταχεία ανατροπή και βύθιση του πλοίου».

Τον Νοέμβριο του 1966 (έναν μήνα πριν από την τραγωδία) οι τεχνικοί της Επιθεώρησης αρνήθηκαν να υπογράψουν το πρωτόκολλο δρομολόγησής του

Ωστόσο, όπως επισημαίνεται πλέον με βάση τα τωρινά ευρήματα, υπάρχει πλήρης επιβεβαίωση μιας πολυσέλιδης έκθεσης επτά πλοιάρχων που είχε συνταχθεί τότε για το δυστύχημα αλλά είχε μπει στα συρτάρια.

Σύμφωνα με την τότε εκτίμηση, το «Ηράκλειον» παρεξέκλινε της πορείας του κατά 11 ναυτικά μίλια από το στίγμα που το ίδιο έδωσε προτού βυθιστεί. Επιπλέον προσδιόριζαν ότι ο θόρυβος που ακούστηκε δεν προήλθε από το άνοιγμα της μπουκαπόρτας, λόγω της σύγκρουσής της με το ψυγείο, αλλά εξαιτίας πρόσκρουσης σε γειτονική βραχονησίδα, που είχε ως αποτέλεσμα ένα τεράστιο ρήγμα στα ύφαλα και κατ’ επέκταση στη βύθιση του πλοίου.

Ετσι δικαιολογείται και η δημιουργία της τεράστιας πετρελαιοκηλίδας, αφού προκλήθηκε ζημιά και στη δεξαμενή των καυσίμων, ενώ έτσι εξηγείται και το ότι το φορτηγό-ψυγείο που βρέθηκε δεν είχε εμφανείς ζημιές. Συμπληρώνοντας ότι η πλευρική μπουκαπόρτα του γκαράζ ήταν σχετικά ψηλά και δεν θα μπορούσαν από εκεί να εισέλθουν μεγάλες ποσότητες νερού που θα οδηγούσαν στη ραγδαία ανατροπή του.