Απόγευμα στο κέντρο της Αθήνας. Η βροχή έχει κάνει αισθητή την παρουσία της. Στην Ομόνοια, λίγα μέτρα από τον σταθμό του Μετρό, μια γυναίκα κρύβει το πρόσωπό της με μια κουβέρτα για να αποφύγει τις σταγόνες που πέφτουν επάνω της από τις ρωγμές του υπόστεγου.

Το σημείο μοιάζει ιδανικό για να προστατευθεί από τη βροχή, καθώς οι περαστικοί γύρω της ανοίγουν το βήμα τους για να αποφύγουν το νερό. Το πρόσωπό της μοιάζει αόρατο στα μάτια τους, ωστόσο εκείνη έχει συνηθίσει την αδιαφορία των πεζών.

Προετοιμάζει απλά τα χαρτόκουτα που αποτελούν το αυτοσχέδιο κρεβάτι της, ώστε να αποφύγει την έκθεσή του στη βροχή. Μπροστά της ένα χάρτινο ποτήρι. Δίπλα μερικά είδη πρώτης ανάγκης.

Στο σημείο που τη βρίσκει «Το Βήμα» «μένει» περισσότερο από 5 χρόνια. Σήμερα κρατάει σφιχτά την γκρι κουβέρτα γύρω της και μιλάει σιγανά, σχεδόν ψιθυριστά: «Μπορείτε μήπως να μου φέρετε ένα ζευγάρι παπούτσια; Και ένα πάπλωμα, γιατί έχω μείνει μόνο με μια κουβέρτα. Θέλω να πάω στην αστυνομία, με κλέψανε…» Η Α.Μ., με καταγωγή από τη Βουλγαρία, είναι ένας ακόμη άνθρωπος που βρέθηκε στους δρόμους της ελληνικής πρωτεύουσας χωρίς χρήματα και χωρίς κανέναν δικό της άνθρωπο.

Το μωσαϊκό της αστεγίας

Οι καταγεγραμμένοι αριθμοί, μόνο στα όρια του Δήμου Αθηναίων, δείχνουν τους άστεγους που ζουν σήμερα στην πόλη να είναι γύρω στα 1.000 άτομα. Μια μικρή «πόλη μέσα στην πόλη», με τους δικούς της ρόλους και τους δικούς της κανόνες. Η Ελλάδα μπορεί να θεωρείται για τους κατοίκους της μια χώρα με ισχυρούς κοινωνικούς θεσμούς, με ανθρώπους που συχνά γίνονται ασπίδα ως προς την προστασία εκείνων των συμπολιτών μας που θα κινδύνευαν να βρεθούν στον δρόμο, ωστόσο και πάλι οι αριθμοί μοιάζουν μεγάλοι. Χίλια άτομα ζουν στους δρόμους μιας πόλης όπως η Αθήνα;

Ο αριθμός των 1.000 άστεγων, ωστόσο, λένε οι εκπρόσωποι του Δήμου, αν και περιγράφει την εικόνα του φαινομένου, δεν είναι απολύτως ακριβής: «Δεν ξέρουμε ακριβώς πόσοι είναι σήμερα όλοι οι άστεγοι στην πόλη» λέει η δικηγόρος Κατερίνα Μανούσου-Αλεξίου.

Όσον αφορά τη καταγραφή που έγινε στις 20 Οκτωβρίου του 2025, η ίδια αναφέρει ότι «έχουμε μια εικόνα αλλά κι αυτός ο αριθμός έχει αποκλίσεις. Μια μέτρηση που γίνεται ένα μόνο βράδυ δεν μπορεί να σου δώσει πραγματικό αριθμό. Είναι απλώς μια απόπειρα εκτίμησης. Εμείς έχουμε στοιχεία μόνο για το πόσους ανθρώπους έχουμε εξυπηρετήσει το τελευταίο εξάμηνο. Αυτός είναι ένας τρόπος μέτρησης, στην πραγματικότητα όμως μπορούμε να μιλήσουμε μόνο για εξυπηρετούμενους, όχι για έναν αντικειμενικό συνολικό αριθμό αστέγων με εχέγγυο».

Η κυρία Μανούσου-Αλεξίου είναι μέλος των Street walking του Δήμου Αθηναίων, μιας ομάδας 25 ατόμων που αποτελείται από κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους και νοσηλευτές οι οποίοι βγαίνουν καθημερινά στους δρόμους της Αθήνας για να εντοπίσουν, να προσεγγίσουν και να υποστηρίξουν ανθρώπους που ζουν χωρίς στέγη.

Πίσω από κάθε αριθμό όμως υπάρχει μια ιστορία. Και οι ιστορίες αυτές φτιάχνουν το μωσαϊκό που συνθέτει την αστεγία στην πρωτεύουσα της Ελλάδας. Ανθρωποι που έχασαν τα πάντα μέσα σε μια νύχτα, μετανάστες, εκείνοι που πάλεψαν με την ψυχική ασθένεια χωρίς καμία υποστήριξη αλλά και όσοι κατατροπώθηκαν από το θηρίο του εθισμού.

«Νοικοκυριό» σε ένα παγκάκι

Κοιτώντας πίσω στα παιδικά της χρόνια, η σχέση της 58χρονης Εφης Κ. με τους γονείς της την ωθούσε συχνά στο να βρίσκει διέξοδο σε πλατείες και πάρκα με συνομηλίκους της. Ωστόσο, οι συχνές λογομαχίες με την οικογένεια της, για τον τρόπο ζωής που ακολουθούσε, είχαν ως αποτέλεσμα να τη διώξουν από το σπίτι. Εκτοτε, η καθημερινότητά της δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα.

Ενα παγκάκι στον Πειραιά, ένα υπόστεγο στους Αμπελοκήπους, και τώρα ένα μικρό στενάκι στην περιοχή του Συντάγματος. «Μέχρι πριν από λίγα χρόνια δεν είχα ούτε ταυτότητα. Εχω διαγνωστεί με διπολική διαταραχή και έχω νοσηλευτεί αρκετές φορές. Φέτος περιμένω να αδειάσει μια θέση σε δομή με άτομα ψυχικής ασθένειας ώστε να μείνω εκεί. Είναι δύσκολες όμως οι συνθήκες στις δομές, κυρίως γιατί εγώ χρειάζομαι βοήθεια, δεν μπορώ να εξυπηρετήσω τον εαυτό μου. Μη με βλέπετε έτσι, παλιά ήμουν ακόμα χειρότερα» λέει η ίδια στο «Βήμα».

Είτε με βροχή, είτε με κρύο ή ζέστη, η Εφη Κ. φτιάχνει καθημερινά το «νοικοκυριό» της στους δρόμους της Αθήνας ψάχνοντας ένα όσο το δυνατόν πιο ασφαλές σημείο για να μείνει. Από φίλους και οικογένεια δεν έχει κανέναν, παρά μόνο έναν παλιό φίλο που μένει σε δομή, και πάει μερικές φορές και τη βλέπει. Η ίδια, μην μπορώντας να αντέξει το κρύο, ελπίζει σύντομα να μπει σε δομή του Δήμου για να προστατευτεί. Ωστόσο, ο Δήμος διαθέτει μόνο έναν ξενώνα με πολύ περιορισμένες θέσεις.

Αυξήθηκαν οι εξαρτημένοι

Οπως αναφέρει η αντιδήμαρχος Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Ισότητας στην Αθήνα Μαρία Στρατηγάκη, τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί στους δρόμους της πόλης οι εξαρτημένοι. «Το κέντρο αστέγων του Δήμου Αθηναίων φιλοξενεί 200 άτομα στο σύνολο, αλλά ο στόχος της συγκεκριμένης δομής είναι η μεταβατική φιλοξενία» εξηγεί. «Η δομή του Δήμου Αθηναίων είναι ένας χώρος όπου οι άστεγοι χωρίς ψυχική ασθένεια ή οι ηλικιωμένοι μπορούν σε ένα διάστημα έξι μηνών να πατήσουν στα πόδια τους, να βρουν δουλειά και να ξεκινήσουν τη ζωή τους από την αρχή. Αν τα 200 άτομα ήταν μόνο άτομα τα οποία είναι στην αρμοδιότητα του Δήμου, δηλαδή να φιλοξενηθούν έξι μήνες και μετά να φύγουν για να βρουν δουλειά και να πάνε στο σπίτι τους, τότε δεν θα είχαμε κανένα πρόβλημα. Επειδή όμως έχει γεμίσει αυτή η δομή από το 2021 που δημιουργήθηκε, προφανώς τώρα δεν υπάρχουν θέσεις».

Η προφανής απάντηση είναι ότι χρειάζονται περισσότερες δομές. Ωστόσο, όσο οι αριθμοί των αστέγων αυξάνονται, τόσο πιο δύσκολη μοιάζει η αναζήτηση μιας μόνιμης λύσης που θα εξασφαλίζει μια σταθερή στέγη για όσους κοιμούνται κάθε βράδυ στα τσιμέντα της Αθήνας. Από την άλλη πλευρά, πολλοί άστεγοι φαίνεται ότι οικειοθελώς δεν θέλουν να αναζητήσουν λύση σε μια δομή, καθώς στον δρόμο ισχύουν ιδιότυποι κανόνες και πολλοί απλώς δεν θέλουν να χάσουν το «πόστο τους».

«Οι ξενώνες φιλοξενίας λειτουργούν πλέον σαν άτυπα γηροκομεία» λέει η κυρία Μανούσου-Αλεξίου. «Εχουν γεμίσει με ηλικιωμένους, ανθρώπους 65, 70, ακόμα και 80 ετών, που δεν μπορούν να διωχθούν, αλλά ούτε και να αυτοσυντηρηθούν. Ετσι, οι δομές αυτές καταλήγουν να στερούν θέσεις από νεότερους άστεγους, άνεργους, ανθρώπους που μόλις βγήκαν στον δρόμο και χρειάζονται ένα προσωρινό καταφύγιο για να σταθούν ξανά στα πόδια τους. Το πρόβλημα είναι ότι για τους ηλικιωμένους αστέγους δεν υπάρχει η έννοια της επανένταξης. Ενας εικοσάχρονος, αν βρεθεί έξω, ίσως βρει μια δουλειά, ένα μεροκάματο, έναν τρόπο να επιστρέψει στη ζωή. Αλλά ένας 70χρονος, υπέρβαρος, με κιρσούς, που δυσκολεύεται να περπατήσει, πώς να βρει δουλειά; Πώς να επανενταχθεί;» αναρωτιέται.

«Να σταθούμε στα πόδια μας»

Σε έναν στενό δρόμο των Εξαρχείων, ο Δημήτρης Π. και η Παναγιώτα Λ., και οι δύο 48 ετών, ζουν εδώ και μήνες στο πεζοδρόμιο. Είναι ζευγάρι 18 χρόνια. Εκείνη υπήρξε καθηγήτρια αγγλικών, εκείνος εργαζόταν σε εστιατόριο. Οι οικονομικές δυσκολίες και η εξάρτηση από ναρκωτικές ουσίες τούς οδήγησαν στο δρόμο. «Δεν κάνουμε πια χρήση. Θέλουμε να σταθούμε στα πόδια μας, να νοικιάσουμε ένα σπίτι. Σε δομή δεν πάμε, γιατί θα μας χωρίσουν. Θέλουμε να τα καταφέρουμε μαζί» λέει στο «Βήμα» ο Δημήτρης.

Εχουν δύο παιδιά που μένουν σε ίδρυμα προστασίας και δεν έχουν επαφή μαζί τους. «Ο Δημήτρης είχε μπει φυλακή, τώρα προσπαθούμε να φτιάξουμε ξανά τη ζωή μας» προσθέτει η Παναγιώτα. Η γειτονιά, σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, δείχνει κατανόηση· τους φέρνει φαγητό και νερό, τους στηρίζει. Και οι δύο συμμετέχουν πλέον σε πρόγραμμα απεξάρτησης.

Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα, στους Αμπελοκήπους, βρίσκει κανείς την Ιωάννα, 50 ετών, η οποία ζήτησε βεβαίωση αστεγίας για να λάβει επίδομα. Καθαρή, ήρεμη, αλλά εξουθενωμένη, περιέγραψε τη ζωή της χωρίς σπίτι τα τελευταία πέντε χρόνια. «Εχω ένα παιδί, δεν ξέρω αν ζει. Ο άντρας μου το πήρε και έφυγε για το Σουδάν. Εχω ψυχική ασθένεια, δεν μπορώ να δουλέψω, ούτε να περπατήσω πολύ» λέει η ίδια χαμηλόφωνα.

Η Ιωάννα ανήκει στις πιο δύσκολες περιπτώσεις, όπως εξηγεί η κυρία Στρατηγάκη: «Υπάρχουν άστεγοι που δεν είναι αυτοεξυπηρετούμενοι. Για αυτούς χρειάζονται ειδικές δομές, οι οποίες δυστυχώς είναι ελάχιστες – όμως απαραίτητες, αν θέλουμε πραγματικά να περιορίσουμε την αστεγία».

Φωτογραφία: Σίσσυ Μόρφη

Από το Κολωνάκι στον δρόμο

Μέχρι το 2007, ο 69χρονος Περικλής Βουσολίνος ζούσε με τη μητέρα του στο πατρικό τους, ένα παλιό διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Είχε σπουδάσει Κτηνιατρική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και αργότερα Ιατρική στο Μονπελιέ της Γαλλίας. «Είχα μια μεγάλη συλλογή από πίνακες και εικόνες» λέει σήμερα. «Ηταν το σπίτι της ζωής μου».

Τον Ιούνιο, μια φωτιά κατέστρεψε τα πάντα. «Χωρίς δόλο, όπως είπε το δικαστήριο. Αθωώθηκα. Αλλά δεν έμεινε τίποτα: βιβλία, πίνακες, έπιπλα, όλα έγιναν στάχτη». Προσπάθησε να επιστρέψει, να μαζέψει πράγματα από τον δρόμο, να το ξαναφτιάξει.

«Ηθελα να το αναστήσω, αλλά είχε καταστραφεί ολοσχερώς» τονίζει. Τους τελευταίους μήνες ζει έξω στον δρόμο και συγκεκριμένα στη Χαριλάου Τρικούπη: «Ζω με την αναπηρική σύνταξή μου, 565 ευρώ. Εχω ψυχιατρικά προβλήματα, με παρακολουθούν κατά καιρούς γιατροί, αλλά όχι σταθερά. Δεν φτάνουν ούτε για νοίκι ούτε για φάρμακα. Παίρνω αντικαταθλιπτικά για να κοιμηθώ, αλλά ο ύπνος δεν έρχεται. Δεν νιώθω ασφάλεια».

Ψάχνει να βρει μια μικρή γκαρσονιέρα με χαμηλό ενοίκιο, «γύρω στα 200 ευρώ, για να μπορέσω να ξεκινήσω από την αρχή». Παρ’ όλα όσα έχει περάσει, διατηρεί την πίστη του, ενώ δίπλα του έχει σταθεί η γειτονιά που ψάχνει να του βρει σπίτι. «Είμαι άνθρωπος του Θεού. Δεν κρατάω κακία. Οι άνθρωποι είναι μέλισσες, δηλαδή ο ένας κουβαλάει τα βάρη του άλλου. Θέλω απλώς μια ευκαιρία να σταθώ ξανά. Ενα μέρος να κοιμηθώ, ένα ποτήρι νερό, λίγο φως» καταλήγει ο ίδιος.