Ο Πάτσης έκανε ζημιά στην κυβέρνηση. Η ακρίβεια κάνει ζημιά στην κυβέρνηση. Υποθέτω πως και η κυβέρνηση θα πρέπει να σηκώσει τα μανίκια για να κάνει κι αυτή κάτι με τη σειρά της.

Η θεωρία πως «όσο έχουμε απέναντι τον Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχει πρόβλημα» δεν αποτελεί από μόνη της απάντηση.

Θυμίζω πως το διάστημα μετά το 2004, η ΝΔ του Κώστα Καραμανλή κορόιδευε τον Γιώργο Παπανδρέου που είχε ήδη χάσει δύο φορές. Τον θεωρούσαν «ολιγούτσικο» ή «ελαφρούτσικο» και κανείς δεν πίστευε ότι θα γίνει πρωθυπουργός απέναντι στον «βαρέων πολιτικών βαρών» Καραμανλή.

Αποτέλεσμα; Πήγαν στις «κάλτσες» το 2009 και το ΠαΣοΚ με τον Παπανδρέου κέρδισε τη ΝΔ του Καραμανλή με 10,5 μονάδες διαφορά!

 

Ηθικό δίδαγμα; Οταν στραβώσει το ματσάκι μπορεί να το κερδίσει ο οιοσδήποτε. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στη συνέχεια.

Αυτό που τελικά δοκιμάζεται τώρα είναι ο εφησυχασμός της ΝΔ. Και η αφασία μιας αυτοπεποίθησης.

Είναι αλήθεια ότι για πολύ καιρό είχαν όλα τα χαρτιά με το μέρος τους, είναι αλήθεια ότι ακόμη έχουν τα περισσότερα, αλλά οι τράπουλες δεν κερδίζουν τις εκλογές.

Ιδίως στην Ελλάδα. Οπου ο εκλογικός ορίζοντας ρευστοποιεί πάντα πολλά δεδομένα και όπου η στρατηγική των «δύο εκλογών» που έχει υιοθετήσει ο Μητσοτάκης κρύβει απρόοπτα.

Κάτι τέτοιες στιγμές μάλιστα τα πράγματα αποκτούν ουσιαστική αλλά και συμβολική σημασία.

Η υπόθεση Πάτση για παράδειγμα αφορά δευτερευόντως έναν βουλευτή που προσπαθεί να πλουτίσει με διάφορες περίεργες δουλειές και μπερδεμένες εταιρείες. Αφορά κυρίως ένα κόμμα που διαθέτει έναν βουλευτή που προσπαθεί να πλουτίσει.

Και στη ΝΔ υπάρχει ένα κλίμα πλουτισμού ή τουλάχιστον ανοχής απέναντι στον πλουτισμό. Από μια έφεση στο τζετ-σετ έως τον συγχρωτισμό με ανθρώπους που μπερδεύουν την πολιτική με την τσέπη τους.

Ο Πρόεδρος της Βουλής δικαιολογήθηκε ότι ο Πάτσης έφερνε τα οικονομικά στοιχεία που του ζητούσαν «με το σταγονόμετρο». Μπορεί. Αλλά οι ελεγκτές πώς δέχονταν να παραλάβουν τα στοιχεία που ζητούσαν «με το σταγονόμετρο»;

Υπό κανονικές συνθήκες ίσως δεν θα υπήρχε σοβαρό πρόβλημα με έναν Πάτση, αλλά οι συνθήκες δεν είναι κανονικές. Τα μικρομεσαία εισοδήματα δοκιμάζονται και ο χειμώνας αναμένεται δύσκολος.

Φυσικά η κυβέρνηση έχει ακόμη το πλεονέκτημα της προοπτικής και το δέλεαρ της διακυβέρνησης απέναντι στο χάος που υπόσχονται οι άλλοι.

Δεν υπάρχει άλλωστε κλίμα απόρριψής της. Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να γοητεύει μόνο τον Τζουμάκα ή τον Μπίστη και το ΠαΣοΚ έχασε (μάλλον λόγω απειρίας) τη δυναμική που έφερε η εκλογή Ανδρουλάκη.

Αλλά για άλλη μια φορά η υπεροχή της κυβέρνησης στηρίζεται στην αδυναμία της αντιπολίτευσης. Προφανώς είναι χρήσιμο για τον Μητσοτάκη. Αλλά κανείς δεν ξέρει αν θα αποδειχθεί αρκετό έως το τέλος της διαδρομής.

Ενας παλιός σοβαρός παράγοντας του κεντρώου χώρου (του χώρου δηλαδή που έκρινε και θα κρίνει τις εκλογές) έλεγε προ ημερών ότι «το 2019 ψηφίσαμε τον Μητσοτάκη βρίζοντας τον Τσίπρα. Τώρα κινδυνεύουμε να ψηφίζουμε τον Μητσοτάκη βρίζοντας τον Μητσοτάκη».

Κι αν τον ψηφίζουν έστω και βρίζοντας, έχει καλώς. Αλλά αν αρχίσουν να βρίζουν χωρίς να ψηφίζουν, τα πράγματα μπερδεύονται.

Ερευνες

Δεν ξέρω πόσο μπορεί να συντηρηθεί ακόμη στο κουβεντιαστό η ιστορία των υποκλοπών, αλλά έχω πάντα εμπιστοσύνη στην ευρηματικότητα της ελληνικής πολιτικής και δημοσιογραφίας.

Προς το παρόν αναζητούμε ένα «κακόβουλο λογισμικό» το οποίο κανείς δεν έχει δει, κανείς δεν ξέρει πού υπάρχει και με το οποίο κάποιοι θεωρούν ότι παρακολουθούνταν κάποιοι. Είναι μια ιδέα.

Ευτυχώς ήλθε να φωτίσει τις έρευνες η επιτροπή PEGA του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά από όσα δήλωσαν φεύγοντας δεν κατάλαβα αν φωτίστηκαν. Μάλλον γύρισαν πίσω όπως ήλθαν.

Τουλάχιστον θα έχουν κάτι να κουβεντιάζουν κι αυτοί τις κρύες νύχτες των Βρυξελλών και του Στρασβούργου.

Μετά τις εκλογές

Υποψιάζομαι ότι η ακατάπαυστη πολεμοχαρής φλυαρία της Τουρκίας κινδυνεύει σε λίγο να μεταφερθεί για τα περαιτέρω στο «Δελφινάριο».
Οχι επειδή δεν έχουν κάτι κακό στο μυαλό και στις προθέσεις τους. Αλλά επειδή ακόμη κι ο τσαμπουκάς θέλει μια στοιχειώδη σοβαρότητα.
Εως τώρα, η Τουρκία κλιμακώνει τις καυχησιές, η Ελλάδα απαντά στις «προκλήσεις», οι υπόλοιποι λένε στην Τουρκία να κόψει τη φασαρία κι ο Στόλτενμπεργκ την κατανοεί διότι τόσο μυαλό κουβαλάει.

Σε δουλειά να βρισκόμαστε.

Αλλά πάντως μένουμε στο παρολί. Καμία πράξη ασυνήθιστης κλιμάκωσης «επί του πεδίου» δεν έχει εκδηλωθεί μετά τον Εβρο το 2020.
Και ευτυχώς. Υποθέτω πως αν η Τουρκία επιδίωκε κάποιο θερμό επεισόδιο θα είχε βρει ευκαιρία να το πετύχει μέσα στα δυόμισι χρόνια που ακολούθησαν.

Η ελληνική κυβέρνηση και ο Πρωθυπουργός φαίνεται να αποδίδουν την τουρκική επιθετικότητα σε εσωτερικούς παράγοντες της διπλανής χώρας. Οι εκλογές, ο πληθωρισμός κ.λπ.

Μακάρι να είναι έτσι. Αλλά δεν είμαι βέβαιος. Οι σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση παίζουν έναν εξίσου σημαντικό ρόλο σε ένα ανασφαλές διεθνές περιβάλλον.

Μπορεί οι Τούρκοι να υποδύονται τους συνομιλητές της Ρωσίας ή του Ιράν αλλά γνωρίζουν ότι η Δύση είναι το μεγάλο μαγαζί.
Και οι σχέσεις τους με τη Δύση περνούν από την Ελλάδα.

Είναι ίσως δύσκολο να το χωνέψει μια ηγεσία μεγαλομανών βλαχοδημάρχων, αλλά όσο γρηγορότερα το χωνέψει τόσο καλύτερα για αυτούς. Και για όλους μας.

Ο Ερντογάν πιθανότατα θα ξανακερδίσει τις εκλογές, το ίδιο και ο Μητσοτάκης.

Συνεπώς έως τις εκλογές μάλλον θα διατηρηθεί το σημερινό κλίμα λεκτικής αντιπαράθεσης. Με την ελπίδα φυσικά ότι δεν θα προκύψει κάτι σοβαρότερο.

Αλλά μετά τις εκλογές θα ξαναβγούν τα χαρτιά στο τραπέζι. Οχι επειδή το σχεδιάζουν κάποιοι, αλλά επειδή οι εμπόλεμες καταστάσεις και ρητορικές έχουν πάντα εκ των πραγμάτων μια κατάληξη.

Είτε τον πόλεμο είτε την ειρήνη.