Είναι κοινό μυστικό ότι οι προσεχείς εκλογές θα είναι από τις πιο κρίσιμες στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας. Και σίγουρα από τις πιο κρίσιμες της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, που διανύει τον 49ο χρόνο ζωής. Οχι επειδή όπως πολλοί πιστεύουν το διακύβευμα είναι ποιος θα κερδίσει ή αν αυτός που κερδίσει θα έχει την απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Αυτά είναι λίγο-πολύ αναμενόμενα στο παιχνίδι της Δημοκρατίας. Το διακύβευμα αυτών των εκλογών, κατά την άποψή μου, είναι να βγει η χώρα χωρίς απώλειες από τη δοκιμασία της διπλής εκλογικής αναμέτρησης.

Γιατί είναι μεν υπαρκτός ο κίνδυνος μιας απροσδιόριστων επιπτώσεων ακυβερνησίας εξ αιτίας της ανεδαφικής και έξω από κάθε λογική προσπάθειας της προηγούμενης κυβέρνησης να δεσμεύσει τη χώρα και να την οδηγήσει σε επικίνδυνη σπείρα αστάθειας και πολυεπίπεδης κρίσης, αλλά σοβαρότερος είναι ο κίνδυνος να προκληθεί κάτι αναπόδραστο στο διάστημα που θα μεσολαβήσει μεταξύ της πρώτης Κυριακής των εκλογών και της δεύτερης.

Αν υιοθετήσουμε a priori την εκδοχή που διαφαίνεται από τις έως τώρα έρευνες των διαθέσεων του εκλογικού σώματος ότι την πρώτη Κυριακή των εκλογών δεν πρόκειται, εκτός σοβαρού απροόπτου, να προκύψει δεδηλωμένη για ένα εκ των δύο μεγάλων κομμάτων εξουσίας, είναι προφανές ότι τα μάτια όλων και η προσοχή στρέφονται στην επαναληπτική εκλογή. Εκλογή, η οποία θα πραγματοποιηθεί με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, για την ακρίβεια ασθενέστερης ενισχυμένης αναλογικής σε σχέση με τα ισχύοντα κατά το παρελθόν.

Ακόμη και αν με συμφωνία όλων των κομμάτων δεν γίνει απόπειρα να τελεσφορήσουν οι διερευνητικές εντολές για τη συγκρότηση κυβερνητικού σχήματος που θα λάβουν τα τρία μεγαλύτερα κόμματα από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ώστε να συμπιεστούν οι προθεσμίες και να περιοριστεί ο βίος της υπηρεσιακής κυβέρνησης που θα αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, η ζοφερή πραγματικότητα είναι ότι για ένα διάστημα 30-40 ημερών η χώρα θα είναι πολλαπλώς ευάλωτη. Εκτεθειμένη.

Ο δικός μου φόβος, αλλά και πολλών άλλων, είναι ότι το διάστημα αυτό είναι εκείνο που θα επιλέξει η Τουρκία για να προωθήσει σε βάρος μας την επεκτατική της πολιτική, δημιουργώντας τετελεσμένα. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που θα το κάνει – η κρίση στα Ιμια, η οποία «γκριζάρισε» μια ολόκληρη περιοχή στο Νότιο Αιγαίο, σημειώθηκε 15 ημέρες μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον κ. Κώστα Σημίτη. Πριν καν προλάβει να ενημερωθεί πλήρως για τις στρατιωτικές και πολιτικές της δυνατότητες.

Κατ’ αναλογίαν μια κυβέρνηση υπό τον κ. Σαρμά, τον πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, θα μπορούσε ίσως να θεωρηθεί ως εύκολος στόχος από την Αγκυρα. Γι’ αυτό επιβάλλεται, από τώρα, να υπάρξει συμφωνία των κομμάτων για την παραμονή ορισμένων υπουργών οι οποίοι σήμερα υπηρετούν στα κρίσιμα πόστα της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας και των σωμάτων ασφαλείας – να παραμείνουν στις θέσεις τους.

Αντιλαμβάνομαι ότι πρόκειται για πρόταση ρηξικέλευθη, εξ ου και δύσκολο να υιοθετηθεί, Ωστόσο νομίζω πως είναι μια κάποια λύση, απέναντι στη διαρκώς εντεινόμενη τουρκική επιθετικότητα. Θα συγκλίνουν λοιπόν τα κόμματα σε μια τέτοια συμφωνία ή θα προτάξουν τον κομματικό σοβινισμό έναντι του εθνικού συμφέροντος; Αναμφισβήτητα, είναι μια πτυχή των εκλογών που πρέπει να διευκρινιστεί, προτού αυτές προκηρυχθούν…