Οτι η ελληνική πολιτική σκηνή βρίσκεται σε φάση ρευστότητας το γνωρίζουμε. Αυτό που δεν θα μπορούσαμε ίσως να φανταστούμε πριν από λίγους μήνες (ή και μέρες) είναι ότι θα ήμασταν αναγκασμένοι να σκεφτούμε την καθ’ ημάς πολιτική αβεβαιότητα υπό τη βαριά σκιά πρωτόγνωρων γεωπολιτικών συγκρούσεων. Η απόσταση ανάμεσα στις διεθνείς αναταράξεις και στις δικές μας, «μικρές» ελληνικές αναζητήσεις μοιάζει χαώδης· ωστόσο, η πολιτική ζωή δεν αναστέλλεται, προχωρά, μέσα όμως σε ένα περιβάλλον όλο και πιο αστάθμητο.

Σε αυτό το εγχώριο κλίμα, η αναζήτηση αφορά όχι μόνο πολιτικές εκπροσωπήσεις αλλά και πρόσωπα που θα μπορούσαν να τις εκφράσουν, ενώ συμπεριλαμβάνει τον αναστοχασμό σχετικά με την πρόσφατη, αλλά παρούσα, εμπειρία μας.

Κατ’ αρχάς, λοιπόν, επιχειρήσαμε να διερευνήσουμε πώς αξιολογούνται τέσσερις πρώην πρωθυπουργοί που συνδέθηκαν με περιόδους διακυβέρνησης πριν και στη διάρκεια της κρίσης.

Παρότι το ισοζύγιο είναι για όλους αρνητικό, παρουσιάζονται διαβαθμίσεις. Τη σχετικά καλύτερη εικόνα εμφανίζει η διακυβέρνηση του κ. Κώστα Καραμανλή με 29% θετικές γνώμες και 60% αρνητικές (ισοζύγιο: -31), ενώ τη σχετικά δυσμενέστερη εκείνη του κ. Γιώργου Παπανδρέου με 11% θετικές γνώμες και ισοζύγιο -70.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η διακυβέρνηση Καραμανλή εν τινί μέτρω αποφεύγει να χρεωθεί την οικονομική κρίση και ίσως ανακαλεί τις «τελευταίες καλές μέρες» πριν από την είσοδο στη μνημονιακή εποχή, η οποία μοιάζει να επιδρά στην αξιολόγηση της διακυβέρνησης Παπανδρέου.

Οσο για τους δύο επόμενους πρώην πρωθυπουργούς, που κυβέρνησαν σε δύσκολες καμπές της ελληνικής κρίσης, ο κ. Αλέξης Τσίπρας έρχεται δεύτερος σε θετικές αξιολογήσεις με 21% και ισοζύγιο -50, αφήνοντας λίγο πίσω τον κ. Αντώνη Σαμαρά με 17% θετικές γνώμες και ισοζύγιο -56.

Μπορούμε να κάνουμε δύο παρατηρήσεις εδώ. Ο μόνος που έχει θετικό ισοζύγιο στο κόμμα του οποίου υπήρξε επικεφαλής είναι ο Αλέξης Τσίπρας, με 69% θετικές και 24% αρνητικές απόψεις στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ του 2024, ενώ οι υπόλοιποι τρεις εμφανίζουν οριακά έως σαφώς αρνητικό ισοζύγιο: 44%-46% ο Κ. Καραμανλής και 33%-57% ο Α. Σαμαράς στους ψηφοφόρους της ΝΔ, 38%-57% ο Γ. Παπανδρέου στους ψηφοφόρους του ΠαΣοΚ.

Με όρους πολιτικής αυτοτοποθέτησης, ο Κ. Καραμανλής παρουσιάζει τις καλύτερες επιδόσεις του στους δεξιούς, με θετικό ισοζύγιο μάλιστα (53% θετικές – 38% αρνητικές γνώμες), όπως και ο Α. Σαμαράς, αλλά σε χαμηλότερα επίπεδα (36% θετικές), ενώ ο Α. Τσίπρας σχεδόν εξίσου σε αριστερούς και κεντροαριστερούς (41% και 39% θετικές γνώμες) και ο Γ. Παπανδρέου στους κεντροαριστερούς, αλλά πάλι σε χαμηλότερα επίπεδα (16%).

Οι σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης όμως προϋποθέτουν την «προσωποποίηση» του αξιακού φορτίου κάθε πολιτικού χώρου. Ετσι, διευρύνοντας την οπτική, διερευνήθηκε κατόπιν ποια πρόσωπα θεωρείται ότι εκφράζουν καλύτερα το αξιακό σύστημα των δύο μεγάλων πολιτικών αστερισμών: Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς.

Στον χώρο της Κεντροδεξιάς, στο γενικό κοινό ξεχωρίζει ως προνομιακός εκφραστής των αξιών της ο Κυριάκος Μητσοτάκης με 36%, ακολουθεί ο Κ. Καραμανλής με 29% και χαμηλότερα ο Κυριάκος Βελόπουλος (13%) και ο Α. Σαμαράς (9%). Εάν εστιάσουμε όμως στους ψηφοφόρους της ΝΔ στις ευρωεκλογές του 2024, ο Κ. Μητσοτάκης επικρατεί σαφώς με 72%, ερχόμενος πρώτος και μεταξύ των ψηφοφόρων του ΠαΣοΚ (46%), ενώ το ίδιο συμβαίνει στους κεντροδεξιούς (58%).

Αντίθετα, για τους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ εκείνος που εκφράζει τις αξίες της Κεντροδεξιάς είναι πρωτίστως ο Κ. Καραμανλής (41% και 46% αντίστοιχα), όπως και για τους Αριστερούς (42%) – ένδειξη μιας μεγαλύτερης εγγύτητας διαφορετικών εκδοχών της Αριστεράς με την καραμανλική εκδοχή της ΝΔ.

Στο φάσμα της Κεντροαριστεράς, το γενικό κοινό προκρίνει ως προνομιακό εκφραστή των αξιών της τον Α. Τσίπρα (25%), σε μικρή απόσταση όμως από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου (23%), η οποία απολαμβάνει ιδιαίτερη ορατότητα το τελευταίο διάστημα, αλλά και τον Νίκο Ανδρουλάκη (22%), ενώ ο νυν επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Φάμελλος ακολουθεί σε απόσταση (12%).

Οι προτιμήσεις για τον Α. Τσίπρα και τον Ν. Ανδρουλάκη συνδέονται με την κομματική προτίμηση, καθώς ο πρώτος έχει 58% στους ψηφοφόρους ΣΥΡΙΖΑ και ο δεύτερος το ίδιο ποσοστό αλλά στους ψηφοφόρους του ΠαΣοΚ – με τον Α. Τσίπρα ωστόσο να επικρατεί σε αριστερούς και κεντροαριστερούς, ενώ ο Ν. Ανδρουλάκης επικρατεί με μικρή διαφορά στους κεντρώους αλλά και στους κεντροδεξιούς.

Θα λέγαμε, λοιπόν, συνοπτικά ότι ο νυν πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης έχει μια εμπεδωμένη θέση στον κεντροδεξιό χώρο, με προσβάσεις και σε ακροατήρια του ΠαΣοΚ, ενώ ο Κ. Καραμανλής, παρότι μάλλον δεν έχει ενεργή παρουσία, διατηρεί πολιτική βαρύτητα ιδίως σε κοινά δεξιότερα της Κεντροδεξιάς, αλλά και προσβάσεις σε πιο αριστερόστροφα ακροατήρια. Από την άλλη, ο πιο δραστήριος Α. Τσίπρας διατηρεί επίσης πολιτικό εκτόπισμα στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς, αν και ταυτόχρονα συνεχίζει να αποτελεί πολωτική παρουσία για τον χώρο του ΠαΣοΚ.

Σε αυτή τη συνθήκη αβεβαιότητας μοιάζει τελικά, πέρα από τα πρόσωπα, να προκύπτει και μια αστάθμητη προοπτική διακυβέρνησης. Στο δίλημμα προτίμησης μιας κυβέρνησης συνεργασίας με κεντροδεξιό ή κεντροαριστερό προσανατολισμό, οι απόψεις είναι ισομοιρασμένες: 42% υπέρ της Κεντροαριστεράς (και πιο έντονα στη γενιά της κρίσης, τους millennials), 41% υπέρ της Κεντροδεξιάς (και περισσότερο στις μεγαλύτερες γενιές). Εδώ συναντιούνται σε ένα ασταθές σημείο ισορροπίας η «κατά παράδοση» κεντροαριστερή κυριαρχία στη μεταπολιτευτική Ελλάδα και η παρούσα αλλά εύθραυστη κυριαρχία της Κεντροδεξιάς, που βρίσκεται στην κυβέρνηση τα περισσότερα από τα τελευταία 20 χρόνια.

Θυμίζει την εναρκτήρια σκηνή από την ταινία «Match Point» του Γούντι Αλεν, όπου το μπαλάκι του τένις έχει χτυπήσει στο φιλέ, αναπηδά και η εικόνα παγώνει ώστε ο θεατής δεν γνωρίζει από ποια μεριά του τερέν θα πέσει τελικά.

Ο κ. Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής, επικεφαλής πολιτικής & κοινωνικής έρευνας Metron Analysis.