Η διοργάνωση της έκτης υπουργικής διάσκεψης της Σύμπραξης για τη Διατλαντική Ενεργειακή Συνεργασία (Partnership for Transatlantic Energy Cooperation/P-TEC) στις 6 και 7 Νοέμβριου στην Αθήνα και η συμφωνία η οποία υπεγράφη στις 16 Νοεμβρίου, για την εξαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τις ΗΠΑ μέσω της Ελλάδας προς την Ουκρανία, προοιωνίζονται ένα νέο κεφάλαιο στον ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η Ελλάδα στις ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Αυτές οι εξελίξεις, πέρα από την εμφανή οικονομικοπολιτική τους διάσταση, προσφέρουν τροφή για σκέψη και ένα κλειδί για μια ακριβέστερη ανάγνωση των νέων δεδομένων στη Ανατολική Μεσόγειο και των σχέσεων ανάμεσα στον ευρασιατικό άξονα Ρωσίας – Κίνας και τις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, η ολοένα και πιο έντονη εμπλοκή των ΗΠΑ στα γεωπολιτικά τεκταινόμενα στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή διαψεύδει τις διακηρύξεις και ιερεμιάδες ότι το αμερικανικό ενδιαφέρον έχει μετατοπιστεί ανεπίστρεπτα στην Απω Ανατολή λόγω του οξυνόμενου ανταγωνισμού με την Κίνα.
Είναι ακόμη πρόωρο να συναγάγει κανείς σαφή συμπεράσματα σχετικά με το αν και σε ποια κλίμακα ο πόλεμος στην Ουκρανία επιφυλάσσει κάποιο «blessing in disguise». Το βέβαιο είναι ότι υπήρξε η γενεσιουργός αιτία για έναν οργασμό ενεργειακών projects σε έναν άνισο πόλεμο φθοράς και εν όψει ενός μακρού και ανελέητου χειμώνα και ότι συνετέλεσε στη δραστική αναβάθμιση του γεωπολιτικού προφίλ της Ελλάδας. Πάντως, προκύπτουν δύο αλληλοσυνδεόμενα ζητήματα: πρώτον, αν η χώρα διαθέτει την πολιτική βούληση και επαρκή σχεδιασμό να εκμεταλλευτεί το αναδυόμενο παράθυρο ευκαιρίας στην τωρινή συγκυρία και να χαράξει μια αυτόνομη και συνεπή εξωτερική πολιτική. Και, δεύτερον, αν και πότε η Αθήνα θα καταφέρει να υπερβεί τη μυωπική προσήλωση στην άμεση γειτονιά της, να ενστερνιστεί μια πιο ολιστική προσέγγιση και να προαγάγει τα εθνικά της συμφέροντα λαμβάνοντας βέβαια υπόψη τα προτάγματα της ΕΕ και τις προτεραιότητες των κύριων παικτών της γεωπολιτικής σκηνής.
Στην παρούσα φάση, η κυριαρχία της Κίνας ως οικονομικής και στρατιωτικής υπερδύναμης μπορεί να οδηγήσει σε μια μερική επαναπροσέγγιση ΗΠΑ και Ινδίας. Παρά τις διακυμάνσεις στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες τις οποίες έχουν προξενήσει η επιβολή υψηλών δασμών από τον πρόεδρο Τραμπ σε εμπορεύματα προερχόμενα από την Ινδία και μια σειρά άλλων προβλημάτων, είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι και οι δύο χώρες θα αναζητήσουν σημεία σύγκλισης τουλάχιστον σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη. Κάτι τέτοιο θα βοηθήσει τις ΗΠΑ να περιορίσουν την επιρροή της Κίνας και την Ινδία να ικανοποιήσει, να εκτονώσει την έντονη, σχεδόν ακόρεστη, επιδίωξή της να κατακτήσει νέες αγορές.
Η Ελλάδα, δεδομένης της ευνοϊκής γεωγραφικής της θέσης στο σταυροδρόμι των τριών ηπείρων, της Ευρώπης, της Ασίας και της Αφρικής, οι οποίες θα συγκαθορίσουν το μέλλον του πλανήτη τις επόμενες δεκαετίες, αποκτά μείζονα σημασία σε συνάρτηση τόσο με τη μεταφορά φυσικού αερίου από τις ΗΠΑ όσο και με τον Οικονομικό Διάδρομο Ινδίας – Μέσης Ανατολής – Ευρώπης (India – Middle East – Europe Economic Corridor/IMEC). Αξίζει να αναλογιστεί κανείς πώς αυτά τα δύο φιλόδοξα εγχειρήματα αλληλοτροφοδοτούνται, πώς θα εξελιχθούν σε συγκοινωνούντα δοχεία και πώς θα καταστήσουν την Ελλάδα ένα από τα σημεία σύμπλευσης των αμερικανικών και ινδικών συμφερόντων.
Τη στιγμή που άλλα μεσογειακά κράτη, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, «φλερτάρουν» δυναμικά με την Ινδία, το σχήμα «3+1», δηλαδή το τρίπτυχο Ελλάδα – Κύπρος – Ισραήλ + ΗΠΑ, στο πεδίο της ενέργειας και των υποδομών στην Ανατολική Μεσόγειο θα καταστήσει πιο διακριτή τη συνεισφορά της Ελλάδας. Η Ιταλία έχει πρωτοστατήσει στην Ινδο-Μεσογειακή Πρωτοβουλία (Indo-Mediterranean Initiative/ΙΜΙ) με απώτερο στόχο να ενισχύσει την εκπροσώπησή της στον IMEC. Επιπλέον, η Ιταλία και η Ινδία έχουν καταρτίσει το Κοινό Στρατηγικό Σχέδιο Δράσης (Joint Strategic Action Plan/JSAP) για την περίοδο 2025-2029 δίνοντας έμφαση σε τομείς όπως το εμπόριο, η τεχνολογία, ο πολιτισμός και η άμυνα. Η Γαλλία έχει επίσης επιδοθεί στην προώθηση της συνεργασίας με την Ινδία, ειδικά σε ό,τι αφορά την καθαρή ενέργεια, την τεχνολογία και την άμυνα, και αποβλέπει σε πιο ενεργή παρουσία στον Ινδο-Ειρηνικό. Το 2026 έχει ανακηρυχτεί το Ετος Καινοτομίας Γαλλίας – Ινδίας (France – India Year of Innovation).
Πέρα από το Πρόγραμμα Στρατιωτικής Συνεργασίας, το οποίο υπεγράφη με την Ινδία το 2024, η Ελλάδα δεν έχει μέχρι τώρα αποδυθεί σε πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας ανάλογες με εκείνες της Ιταλίας κα της Γαλλίας. Και οι τρεις χώρες διεκδικούν οφέλη από τον IMEC προσφέροντας καθεμία πρόσβαση σε λιμάνια τα οποία θα λειτουργήσουν ως πύλες εισόδου για την Ινδία. Ωστόσο, η Ελλάδα υστερεί αισθητά έναντι της Ιταλίας και της Γαλλίας σε επίπεδο διπλωματικής εκπροσώπησης στην Ινδία, υποδομών (ιδιαίτερα οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, τα οποία συνιστούν κεντρική παράμετρο της διασυνδεσιμότητας), και στο εμπορικό και στρατιωτικό αποτύπωμα. Επομένως, για να αντισταθμίσει τα συγκριτικά της μειονεκτήματα, η Ελλάδα θα πρέπει να δώσει βαρύτητα στη συμμετοχή της στον μηχανισμό «3+1» και να προβληθεί ως θεμελιακός παράγοντας της νέας αρχιτεκτονικής ασφαλείας που διαμορφώνεται στην Ανατολική Μεσόγειο με τη δραστηριοποίηση των ΗΠΑ.
Παράλληλα, διανοίγονται σημαντικές προοπτικές για τον ρόλο της ως βασικού κόμβου στον ενεργειακό ιστό Κάθετος Διάδρομος Φυσικού Αερίου (Vertical Gas Corridor), ο οποίος θα ξεκινά από τη Ρεβυθούσα και την Αλεξανδρούπολη, θα περνά από τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία και θα απολήγει στην Ουκρανία.
Αναμφισβήτητα, η νευραλγική θέση της Ελλάδας ως ενεργειακού διαύλου τη θωρακίζει τόσο από διπλωματική όσο και από αμυντική σκοπιά και μπορεί να αυξήσει τη διαπραγματευτική της ισχύ. Αυτό την καθιστά ελκυστικό προορισμό για επενδύσεις, υπολογίσιμο μέρος των οποίων θα προέλθουν από την Ινδία. Από την άλλη πλευρά, είναι επιτακτικό η Ελλάδα να αναλάβει γενναία μέτρα προκειμένου να διορθώσει τις εγγενείς της ανεπάρκειες, ελλείψεις και ατέλειες. H απουσία ενός αξιόπιστου σιδηροδρομικού δικτύου, όπως φάνηκε περίτρανα από το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, και η αβελτηρία, γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και πιθανές οικονομικές ατασθαλίες και ποινικά αδικήματα που έχουν επιβραδύνει την περάτωση της ηλεκτρικής διασύνδεσης με την Κύπρο, εγείρουν σοβαρά ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα της Ελλάδας να δράσει ως φερέγγυος στρατηγικός εταίρος. H Ελλάδα εμφανίζεται λοιπόν ως ο «αδύναμος κρίκος της αλυσίδας», ειδικά σε σύγκριση με άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως η Ιταλία, η Γαλλία και το Ισραήλ, οι οποίες διαθέτουν στιβαρές υποδομές και προηγμένες τεχνολογίες. Σε μια εποχή που η Ευρώπη επιχειρεί να απογαλακτιστεί ενεργειακά και εμπορικά από τη Ρωσία και την Κίνα, αντίστοιχα, η Ελλάδα θα βρεθεί, αργά ή γρήγορα, αντιμέτωπη με την ανάγκη να συναρμόσει τη γεωστρατηγική της σύνδεση με τις ΗΠΑ και την αδήριτη ανάγκη να προβεί σε πιο τολμηρά εμπορικά ανοίγματα στην ινδική υποήπειρο.
Ο κ. Βασίλειος Σύρος δραστηριοποιείται ως επίτιμος εντεταλμένος εταίρος στο National Maritime Foundation, την πιο σημαντική ινδική δεξαμενή σκέψης και προβληματισμού στον τομέα της ναυτικής πολιτικής.



