Το Μεταναστευτικό συνιστά ένα κορυφαίο θέμα που απασχολεί ευρωπαϊκούς θεσμούς και εθνικά κράτη. Μια γρήγορη ματιά στον πολιτικό χάρτη της ΕΕ αρκεί για να αντιληφθεί κανείς ότι ακραία και λαϊκίστικα κόμματα αύξησαν την επιρροή τους και εξελίχθηκαν σταδιακά σε κεντρικούς παίκτες.
Πέτυχαν την ενδυνάμωσή τους μέσα και από την εργαλειοποίηση του Μεταναστευτικού. Βρήκαν ζωτικό χώρο να δράσουν, καθώς οι διαχρονικά λανθασμένοι χειρισμοί, κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, προκάλεσαν την αύξηση της δυσαρέσκειας στις τοπικές κοινωνίες και ενίσχυσαν το αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας σε ένα σημαντικό κομμάτι της κοινής γνώμης.
Πολιτικοί σχηματισμοί με ακραία ρητορική και αντιμεταναστευτική ατζέντα σημείωσαν άνοδο ή εκλογικές επιτυχίες, όπως για παράδειγμα το κόμμα της Ελευθερίας (FPÖ) στην Αυστρία, το AfD στη Γερμανία, το RN στη Γαλλία και το κόμμα του Γκέερτ Βίλντερς στην Ολλανδία.
Αν και η Ευρώπη προσεγγίζει διαφορετικά το Μεταναστευτικό σε σύγκριση με τις ΗΠΑ, εντούτοις η προέλαση των άκρων επηρέασε εμφανώς τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες αναγκάστηκαν να αλλάξουν στρατηγική και να προσχωρήσουν σε πιο συντηρητικές πολιτικές. Ο πρωθυπουργός της Βαυαρίας και ηγέτης του CSU (Χριστιανοκοινωνιστές) Μάρκους Σέντερ δήλωσε με νόημα, πως η Γερμανία «δεν μπορεί από μόνη της να βοηθήσει όλο τον κόσμο». Αντίστοιχες δηλώσεις καταγράφηκαν και στην Ελλάδα, κυρίως μετά την πρόσφατη αύξηση των μεταναστευτικών ροών στη Γαύδο και την Κρήτη.
Η νέα εποχή έφερε την αυστηροποίηση των μέτρων, αλλά και την καταπάτηση σημαντικών κατακτήσεων της ενωμένης Ευρώπης, όπως η Συνθήκη Σένγκεν, καθώς με την επιβολή εσωτερικών συνοριακών ελέγχων ουσιαστικά δεν υφίσταται.
Το τρίγωνο «ατζέντα των άκρων – αυστηροποίηση των μέτρων – πολιτικές ενσωμάτωσης» επηρεάζει τη διαχείριση ενός τόσο κρίσιμου ζητήματος που αγγίζει κάθετα τις ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Ποια είναι όμως τα σημερινά δεδομένα; Γέμισαν οι ευρωπαϊκές φυλακές με μετανάστες; Οι αιτήσεις ασύλου κυρίως στον γερμανόφωνο κόσμο μειώνονται. Στην Αυστρία, οι σχετικές αιτήσεις το πρώτο οκτάμηνο του 2025 έχουν περιοριστεί στις 11.662 σε σύγκριση με τις 112.272 το 2022. Στη Γερμανία για την ίδια περίοδο καταγράφηκαν επισήμως 104.012 αιτήσεις, εμφανώς μειωμένες από την περσινή χρονιά που ο αριθμός είχε φτάσει συνολικά τις 250.945.
Στην Ελβετία, τον Αύγουστο του 2025 η τάση ήταν πτωτική σε σχέση με τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς κατά 12%, 2.184 έναντι 2.481 (πηγή Statista). Μια εντελώς διαφορετική εικόνα εμφανίζει η Ουγγαρία του Βίκτορ Ορμπαν, η οποία ακολουθεί την απόλυτα «σκληρή» γραμμή στο Μεταναστευτικό, όπου τον Αύγουστο του 2025 καταγράφηκαν μόνο πέντε αιτήσεις ασύλου, πέντε λιγότερες σε σύγκριση με τον προηγούμενο μήνα, Ιούλιο (πηγή Trading Economics).
Πολλά ευρωπαϊκά-κράτη λαμβάνουν πλέον αποφάσεις που επηρεάζουν την καθημερινότητα των μεταναστών, ενώ κάποιες λειτουργούν αποτρεπτικά για εκείνους που επιθυμούν να μετακινηθούν στο μέλλον. Για παράδειγμα, στην Αυστρία απαγορεύτηκε η χρήση μαντίλας για τα κορίτσια κάτω των δεκατεσσάρων ετών.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ρίχνουν το βάρος και στις πολιτικές ενσωμάτωσης μεταναστών. Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι στη συμφωνία των Χριστιανοδημοκρατών / Χριστιανοκοινωνιστών και Σοσιαλδημοκρατών για τον σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία υπάρχει ειδική πρόβλεψη, σύμφωνα με την οποία «μια υποχρεωτική συμφωνία ένταξης θα πρέπει να καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις στο μέλλον, ενώ για τους ανέργους που δικαιούνται προστασία χρειάζεται να περιλαμβάνει συγκεκριμένα βήματα προς την ένταξη στην αγορά εργασίας».
Η πρόσφατη έκθεση του γερμανικού πολιτικού ιδρύματος «Κόνραντ Αντενάουερ» (Σεπτέμβριος 2025) καταγράφει συγκεκριμένα ευρωπαϊκά παραδείγματα στη διαχείριση ενσωμάτωσης μεταναστών. Τα τελευταία χρόνια, οι νομικοί κανονισμοί έχουν αυστηροποιηθεί και συμπληρωθεί με απαιτήσεις για την εκμάθηση γλωσσών, τη δέσμευση σε θεμελιώδεις συνταγματικές αξίες και την απόδειξη νομικών γνώσεων.
Για παράδειγμα στη Δανία αν η τοπική αρχή και ο αιτών δεν μπορούν να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με το περιεχόμενο της σύμβασης, η Αρχή προχωρά άμεσα και μονομερώς στον καθορισμό του περιεχομένου της, ενώ προβλέπονται και νομικές κυρώσεις για μη εφαρμογή της.
Στην Αυστρία, οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν αυστηρές κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση. Η απάτη ή η αποτυχία στο προβλεπόμενο τεστ ένταξης τιμωρείται με πρόστιμα ή ακόμα και με φυλάκιση. Στη δε Γερμανία, η απουσία από ένα υποχρεωτικό μάθημα ένταξης μπορεί να οδηγήσει στη μη ανανέωση της άδειας παραμονής στη χώρα. Από το 2016, η γαλλική πολιτική έχει ενσωματώσει τη σύμβαση ένταξης Contrat d’intégration républicaine (CIR), η οποία περιλαμβάνει έναν οδικό χάρτη με βασικές υποχρεώσεις του γαλλικού κράτους.
Στην αντίπερα όχθη, οι υπογράφοντες δεσμεύονται να τηρούν τους όρους της και να σέβονται τις βασικές αρχές και αξίες της γαλλικής κοινωνίας και δημοκρατίας. Ωστόσο, υπάρχουν και άλλες χώρες που προσεγγίζουν το θέμα διαφορετικά. Στην Ελβετία, παραδείγματος χάριν, τα καντόνια αποφασίζουν μεμονωμένα εάν και πότε θα εφαρμόσουν συμφωνίες ένταξης. Δεν υπάρχει υποχρέωση, αντίθετα, οι αιτούντες αξιολογούνται κατά περίπτωση.
Η πλειονότητα των ευρωπαϊκών κρατών προχωρά σε αυστηροποίηση των κανονισμών με στόχο τη θωράκιση των συνόρων και τον περιορισμό της παράνομης μετανάστευσης. Οι δείκτες αποτελεσματικότητας ενδέχεται να βελτιωθούν ακόμα περισσότερο, εφόσον οι Βρυξέλλες κινηθούν με γρηγορότερους ρυθμούς, προωθώντας βιώσιμες λύσεις, όπως η διασφάλιση άμεσων διαδικασιών ασύλου και επιστροφών, η πρόληψη της παράτυπης μετανάστευσης, η καταπολέμηση της λαθραίας διακίνησης μεταναστών και η κατοχύρωση της ασφάλειας των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ.
Το ευρωπαϊκό Σύμφωνο Μετανάστευσης και Ασύλου χρειάζεται διαρκή αναπροσαρμογή. Με αυτόν τον τρόπο εκτιμάται ότι θα εμπεδωθεί μια νέα κανονικότητα, ενώ παράλληλα θα αφαιρεθούν επιχειρήματα από τους ακραίους και λαϊκιστές. Πολιτικοί αναλυτές εμμένουν στην άποψη ότι επιβάλλεται ένας συνδυασμός αποτελεσματικής εφαρμοσμένης πολιτικής και προσήλωσης στις αρχές και αξίες της Ενωμένης Ευρώπης, με έμφαση στους κανόνες και σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, μια προσέγγιση που διαφέρει σε πολλά σημεία από εκείνη στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού.
Ο κύριος Σπύρος Καπράλος είναι πολιτικός αναλυτής, υποψήφιος διδάκτορας NETPOL (Δίκτυο για την Πολιτική Επκοινωνία), Andrassy Universität Budapest, Universität für Weiterbildung Krems.






