Οποιος έχει βρεθεί σε κρητικό γάμο, έχει φίλους από την Κρήτη ή παρακολουθεί τις ειδήσεις, το ξέρει καλά: τα όπλα στις τελετές και στις κοινωνικές εκδηλώσεις δεν είναι εξαίρεση – είναι κανόνας. Γνωρίζει επίσης ότι αυτή η πραγματικότητα δεν περιορίζεται μόνο στο νησί. Οτι το πρόβλημα δεν είναι απλώς πολιτισμικό στερεότυπο, δεν είναι πολιτισμική ιδιορρυθμία· είναι πολιτικό και θεσμικό.
Η ανοχή στην ανεξέλεγκτη οπλοφορία – είτε λόγω αδυναμίας ελέγχου είτε λόγω χαλαρής εφαρμογής των νόμων – μετατρέπει τις ιδιωτικές διαφορές σε αιματηρές αντιπαραθέσεις. Πριν από μερικές ημέρες είχαμε πιστολίδια και στη Μεταμόρφωση Αττικής. Και στην Κυψέλη, σε έναν δρόμο που διασχίζω σχεδόν καθημερινά. Θα μπορούσα να είμαι εγώ εκείνος ο «περαστικός στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα». Ας μην είμαστε υποκριτές: τίποτα από όλα αυτά δεν μας σοκάρει πια. Είναι απολύτως αναμενόμενα – αποτέλεσμα μιας βαθιά ριζωμένης ανοχής απέναντι στην ένοπλη βία, μιας κοινωνίας που έχει συμφιλιωθεί με το αδιανόητο. Δεν ρίχνω τις ευθύνες σε κάποια συγκεκριμένη κυβέρνηση· καμία δεν ασχολήθηκε σοβαρά με τον ουσιαστικό αφοπλισμό ή με την τιμωρία όσων αντιμετωπίζουν τη βία ως επίδειξη δύναμης.
Παρακολουθώ όμως τη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται τις τελευταίες εβδομάδες με αφορμή τα νέα έκτροπα στην Κρήτη και απορώ με τη… διακριτικότητα με την οποία τα αντιμετωπίζουν πολιτικοί, σχολιαστές και αναλυτές. Ελάχιστοι μιλούν με τη σκληρή ειλικρίνεια που απαιτούν τέτοιες περιστάσεις. Οι περισσότεροι διστάζουν, άλλοι για τα ψηφαλάκια, άλλοι επειδή έχουν κουμπάρο στα Ανώγεια, άλλοι απλώς επειδή δεν θέλουν να προσβάλουν – όπως διατείνονται – τον «κρητικό λαό». Από πότε η αλήθεια μπορεί να προσβάλει έναν τόπο που, κατά τα άλλα, έχει γεννήσει ποιητές, αγωνιστές και ανθρώπους που δεν χρειάζονται τις κάννες των όπλων για να επιβεβαιώσουν την αξία και την αξιοπρέπειά τους; Υπάρχει, άραγε, Ελληνας με σώας τα φρένας που να θεωρεί στέρηση της ελευθερίας την απομάκρυνση – ακόμη και διά της βίας – των όπλων από όλα τα σπίτια; Ακόμα και των πλαστικών. Γιατί με τη βία εξοικειώνεσαι και μέσα από το παιχνίδι.
Αν μαθαίναμε στα παιδιά μας πως τα όπλα δεν είναι παιχνίδια, τώρα δεν θα χρειαζόταν να στέλνουν παιδοψυχολόγους σε σχολεία της Κρήτης για να τους εξηγήσουν τι σημαίνει να χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο από «αδέσποτη» σφαίρα. Οσο για εκείνους που δηλώνουν πως θα ένιωθαν πιο ασφαλείς με ένα όπλο στην πίσω τσέπη του παντελονιού ή στην τσάντα τους, ας σκεφτούν πόσο εύκολα, κρατώντας «ένα πιστόλι τόσο δα» – για να παραφράσω τον «Ματωμένο γάμο» του Λόρκα – μπορούν να το στρέψουν στον απέναντί τους. Επειδή φοβήθηκαν. Επειδή προς στιγμήν παρανόησαν. Επειδή έκαναν λάθος και τον πέρασαν για κλέφτη. Επειδή μάθαιναν σκοποβολή και εκείνος μπήκε απλώς στο κάδρο.
Οπου υπάρχουν όπλα, θα οπλίζονται επικίνδυνα χέρια. Κι εμείς θα μετράμε τις ώρες ως το επόμενο μακελειό – την ημέρα που κάποιος θα αρπάξει την καραμπίνα που έχει για μπεκάτσες ή «για την τιμή του σπιτιού» και θα την αδειάσει πάνω σε έναν άνθρωπο. Κλείνοντας επίμονα τα μάτια μπροστά σε ένα κοινωνικό φαινόμενο που βαφτίσαμε παράδοση και λεβεντιά, νομίζουμε πως φοράμε ένα αόρατο αλεξίσφαιρο γιλέκο που θα μας προστατεύει πάντα. Μα αν υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από τα όπλα, είναι η ψυχραιμία με την οποία τα δεχόμαστε.



