Για κάποιον λόγο, οι άνθρωποι που δεν με γνωρίζουν αλλά ακολουθούν τους λογαριασμούς μου στα κοινωνικά δίκτυα, συνηθίζουν, όταν γνωριζόμαστε από κοντά, να αναφέρονται σε μια συνήθειά μου ως μέρος του χαρακτήρα μου: το γεγονός ότι κολυμπώ στη θάλασσα και τον χειμώνα.
Αυτό με διασκεδάζει και με παραξενεύει. Με διασκεδάζει γιατί στην Ελλάδα η θερμοκρασία της θάλασσας σπανίως πέφτει κάτω από τους 14 βαθμούς (αυτή τη στιγμή το νερό στη Βουλιαγμένη έχει 21· στη Νορμανδία, τον Φεβρουάριο/Μάρτιο η Μάγχη έχει 8 και στις ακτές της Ανατολικής Αγγλίας οι άνθρωποι κολυμπούν σε 5 βαθμούς Κελσίου) και συνεπώς δεν είμαι και καμιά υπερηρωίδα τύπου Βιμ Χοφ (ψάξτε τον).
Με παραξενεύει, επιπλέον, γιατί θα μπορούσαν να θυμούνται χίλια δυο άλλα «περίεργα» – ότι είμαι συγγραφέας, ότι μιλώ νορβηγικά, ότι έχω ζήσει στην Τουρκία, λ.χ., – αλλά για κάποιον λόγο η χειμερινή κολύμβηση τους μένει στο μυαλό.
Και όταν αναφέρονται σ’ αυτή, το κάνουν μ’ ένα δείγμα αποτροπιασμού και θαυμασμού: πώς μπορείς! και πόσο θα ήθελα κι εγώ! Και μου θυμίζουν τον προ πανδημίας εαυτό μου, που δεν έμπαινε στο νερό πριν από τον Ιούνιο και κρύωνε τον Ιούλιο στα πέντε λεπτά στη θάλασσα και ποτέ δεν είχε σκεφτεί να επεκτείνει την κολυμβητική σεζόν.
Με την πανδημία, όμως, όπως πάρα πολλοί άλλοι, αναζήτησα το νερό ως μέσο εκτόνωσης της εσωτερικής δυσφορίας και άρσης των αναγκαστικών περιορισμών. Και ανακάλυψα μια μέθοδο αυτοφροντίδας που πάει κόντρα στην αρχική αίσθηση της παγωνιάς, του πόνου και ίσως του φόβου που σίγουρα νιώθει όποιος πρωτοβάζει τα πόδια του στη θάλασσα τον χειμώνα.
Δεν λέω ότι δεν πρέπει να μπει κανείς στο κρύο νερό με προσοχή: το αντίθετο· σιγά-σιγά και, ιδανικά, μη σταματώντας να κολυμπά από το καλοκαίρι. Το σοκ είναι σοκ. Αλλά αυτό ακριβώς είναι το ιαματικό κομμάτι της κρύας θάλασσας: ότι μετά το πρώτο μούδιασμα, το σώμα συνηθίζει κι ανακάμπτει.
Το μυαλό αποστραγγίζεται από τα άγχη του και, παρόλο που αυτά θα επιστρέψουν αναπόφευκτα, επιστρέφει κι αυτό αβίαστα στην παρούσα στιγμή, στην αίσθηση του αγκαλιάζοντος νερού, στη χαρά της ελεύθερης κίνησης, την ομορφιά του απλωμένου, ανοιχτού ορίζοντα και της απομάκρυνσης από τη στεριά και τους άλλους ανθρώπους, στην ελευθερία αυτή.
Επιστημονικές έρευνες που βασίζονται σε λειτουργική απεικόνιση μαγνητικού συντονισμού (fMRI) έχουν παρατηρήσει ότι άνθρωποι που μπαίνουν σε νερό κάτω των 20 βαθμών Κελσίου αναφέρουν συναισθηματικές αλλαγές που αποτυπώνονται με σύζευξη των περιοχών του εγκεφάλου που εμπλέκονται στον έλεγχο της προσοχής, στο συναίσθημα και στην αυτορρύθμιση. Νιώθουν υγιέστεροι, πιο δραστήριοι και σε εγρήγορση, λιγότερο στενοχωρημένοι και λιγότερο νευρικοί. Επίσης «περήφανοι» και «εμπνευσμένοι» επειδή άντεξαν το αρχικό κρύο και παρέμειναν στο νερό μέχρι που άρχισαν να το απολαμβάνουν. Ακούγεται σαν τσιτάτο αυτοβοήθειας, αλλά είναι απλώς η γνώριμη αίσθηση που έχουμε όλοι ως παιδιά και χάνουμε μεγαλώνοντας και απομαγεύοντας τον κόσμο: τα κατάφερα!
Θα πρόσθετα και κάτι ακόμα, ποιητικό, φιλοσοφικό: η άμεση επαφή με το φυσικό νερό, τα παιχνιδίσματα του φωτός στην επιφάνειά του ή πίσω από τα σύννεφα, υπενθυμίζουν ασυνείδητα στον εαυτό μας πως όλα ρέουν και μεταμορφώνονται κι ότι το στοίχημα της ζωής κερδίζεται όταν μαθαίνει κανείς από τις αλλαγές και προχωρά.
Θα μου πείτε: καλά, ο κόσμος καίγεται, η Ουκρανία πάει για συνθηκολόγηση, στη Δυτική Οχθη οι έποικοι βιαιοπραγούν, στο Σουδάν εκατομμύρια γενοκτονούνται κι εσύ γράφεις για ψυχικά καταφύγια κι ανθεκτικότητα; Ναι. Ακριβώς γιατί είναι το αντίδοτο πρώτης γραμμής.
Αυτά με κρατούν υγιή και ψυχικά ισορροπημένη· αυτά με κρατούν άνθρωπο και δεν εκτροχιάζομαι σε κτήνος. Και τα γράφω τώρα ακριβώς επειδή το νερό έχει ακόμα θερμοκρασία Ιουνίου: 21 βαθμούς. Κι άρα μπορείτε να μπείτε ακόμα κι εσείς που διστάζετε, χωρίς να περιμένετε την επόμενη σεζόν.
Η κυρία Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη είναι ποιήτρια και μεταφράστρια.



