Τη δεκαετία του 2010 τα ιστορικά βιβλιοπωλεία του κέντρου της Αθήνας έκλειναν το ένα μετά το άλλο: Η Εστία της οδού Σόλωνος, ο Κάουφμαν της οδού Σταδίου, ο Ελευθερουδάκης της οδού Πανεπιστημίου και πολλά άλλα.
Τότε επιρρίπταμε όλες τις ευθύνες στην οικονομική κρίση και υποθέταμε ότι τα βιβλιοπωλεία κλείνουν, όπως και πολλές άλλες επιχειρήσεις, λόγω των οικονομικών προβλημάτων. Επρεπε όμως να περάσει η εποχή της οικονομικής κρίσης για να συνειδητοποιήσουμε ότι το κλείσιμο των βιβλιοπωλείων δεν είναι πρόβλημα μόνο οικονομικό, αλλά ούτε και τεχνολογίας (με τα e-books και τα audio books) όπως υπεραπλουστευτικά ισχυρίζονται κάποιοι. Το πρόβλημα είναι κυρίως πολιτιστικό, είναι πρόβλημα αξιών.
Το ζήτημα είναι ασφαλώς γενικότερο και δεν αφορά μόνο τα βιβλιοπωλεία. Αφορά όλους τους πολιτιστικούς χώρους, οι οποίοι απομακρύνονται σταδιακά (αλλά πάντως σταθερά) από το κέντρο της Αθήνας, το οποίο πλέον αλλάζει φυσιογνωμία. Γίνεται τουριστικός πόλος με συναφείς χρήσεις, όπως ξενοδοχεία, τουριστικά καταλύματα, εστιατόρια, καφέ κ.λπ. Ακόμα και ισόγεια καταστήματα γίνονται Airbnb.
Ολες δε σχεδόν οι επιγραφές είναι πλέον στην αγγλική γλώσσα και ελάχιστες στα ελληνικά. Μια πόλη λοιπόν προσανατολίζεται στους τουρίστες και όχι στους κατοίκους της. Ξεχνώντας προφανώς ότι η ζωντανή πόλη προϋποθέτει μια «αλυσίδα» λειτουργιών, η οποία χρειάζεται και τις πολιτιστικές λειτουργίες και τους κατοίκους και τους τουρίστες. Εάν σπάσει η αλυσίδα αυτή, η πόλη θα νεκρώσει και δεν θα αποτελεί ούτε καν τουριστικό προορισμό.
Είναι κάτι σαν την αλυσίδα της φύσης. Οταν σπάσει ένας κρίκος της, τότε αυτό επηρεάζει δυσμενώς όλα τα έμβια όντα. Κανένα δεν μένει αλώβητο. Μάλλον αυτό ξεχνάμε όταν όλοι μας, κράτος και πολίτες, παρακολουθούμε απαθείς το κλείσιμο των βιβλιοπωλείων. Και όχι μόνο των βιβλιοπωλείων, αλλά και των υπόλοιπων πολιτιστικών χώρων. Πόσο εύκολα άραγε ξεχάσαμε ότι πριν από δύο χρόνια έκλεισαν δύο ιστορικοί κινηματογράφοι της Αθήνας, το Αστυ στην οδό Κοραή και το Ιντεάλ στην οδό Πανεπιστημίου; Και πόσο λίγα επίσης μαθαίνουμε από τις μεγάλες και όμορφες πόλεις του εξωτερικού, στα κεντρικότερα σημεία των οποίων δεσπόζουν τα βιβλιοπωλεία; Ενα ταξίδι στο Μόναχο ή στο Βερολίνο αρκεί να πείσει.
Την πραγματική διάσταση του προβλήματος την ανέδειξε η αναγγελία του κλεισίματος του βιβλιοπωλείου Επί λέξει στην οδό Ακαδημίας, ενός από τα καλύτερα βιβλιοπωλεία που λειτουργούσε στο κέντρο της Αθήνας επί δώδεκα περίπου χρόνια. Δεν είναι μόνο οι χιλιάδες τίτλοι των ποιοτικών βιβλίων που φιλοξενούσε το βιβλιοπωλείο σε έναν εξαιρετικά καλαίσθητο χώρο. Ενα βιβλιοπωλείο δεν είναι μόνο τα βιβλία του.
Είναι κυρίως οι άνθρωποί του, όπως η Μαρία Παπαγεωργίου του Επί λέξει, που είναι μια «κινητή βιβλιοθήκη» με αστείρευτες γνώσεις για τις παλαιές και νέες εκδόσεις και κυρίως τα ποιοτικά βιβλία σε κάθε κλάδο. Αυτό λοιπόν το βιβλιοπωλείο κλείνει γιατί ο ιδιοκτήτης του αποφάσισε να υπερδιπλασιάσει το ενοίκιο, με αποτέλεσμα να χάνουμε ένα βιβλιοπωλείο που δεν «πρόλαβε να γεράσει» και εμείς δεν προλάβαμε να το χαρούμε.
Σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα του κλεισίματος των βιβλιοπωλείων και των υπόλοιπων πολιτιστικών χώρων δεν είναι μόνο οικονομικό, αλλά κυρίως πολιτιστικό. Κάποιοι ιδιοκτήτες ακινήτων, είτε ιδιώτες είτε δημόσιοι φορείς, επιθυμούν να αποκομίσουν περισσότερα οφέλη, αδιαφορώντας για την κοινωνική προσφορά των ακινήτων τους. Η «κοινωνική ευθύνη» έχει μάλλον εκφυλιστεί σε ένα σλόγκαν που χρησιμοποιείται για διαφημιστικούς λόγους, ενώ το ατομικό οικονομικό συμφέρον επιβάλλεται στο κοινωνικό αγαθό.
Την εποχή της οικονομικής κρίσης είχε ειπωθεί ότι το οικονομικό στοιχείο επιβλήθηκε επί του πολιτικού. Στην περίπτωσή μας θα πρέπει μάλλον να παραδεχθούμε ότι το οικονομικό στοιχείο επιβάλλεται επί του πολιτιστικού. Πρόκειται, για μία ακόμη φορά, για μια ιεράρχηση αξιών, όπου η αξία του πολιτισμού υποχωρεί. Αυτό πάντως δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Την εποχή της πανδημίας στα καταστήματα που μπορούσαν (έστω και με πολλούς περιορισμούς) να επισκέπτονται οι πολίτες ήταν τα σουπερμάρκετ και άλλα καταστήματα πώλησης προϊόντων, αλλά όχι τα βιβλιοπωλεία.
Το κεντρικό σε ένα βιβλιοπωλείο δεν είναι το βιβλίο, αλλά ο άνθρωπος: Ο βιβλιοπώλης, με τον οποίο θα μιλήσεις για τις νέες εκδόσεις και θα αποκτήσεις μια ανθρώπινη και ίσως φιλική επαφή. Οι άλλοι επισκέπτες του βιβλιοπωλείου, με τους οποίους (με αφορμή το βιβλίο που παρατηρούν) θα ανοίξεις συζήτηση για τα βιβλία και για τα θέματα που αυτά πραγματεύονται.
Πολλά επίσης βιβλιοπωλεία φιλοξενούν παρουσιάσεις βιβλίων σε ένα πολύ ζεστό περιβάλλον, προάγοντας έτσι τον πολιτισμένο διάλογο και όχι τους φανατισμένους παράλληλους μονολόγους. Οταν λοιπόν κλείνει ένα βιβλιοπωλείο, δεν χάνονται τα βιβλία. Χάνεται η επικοινωνία μεταξύ όλων αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι θα συναντιούνται πλέον εικονικά στον ψηφιακό κόσμο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό ίσως είναι και το χειρότερο. Γιατί στην εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας, αυτό που σπανίζει είναι η διά ζώσης επικοινωνία.
Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες είχε πει ότι πάντοτε φανταζόταν τον παράδεισο σαν ένα είδος βιβλιοθήκης. Αρα λοιπόν γιατί όχι και σαν ένα βιβλιοπωλείο; Μοιάζουν, άλλωστε, τόσο πολύ οι δύο αυτοί χώροι μεταξύ τους. Και οι δύο είναι γεμάτοι βιβλία και στους δύο συγκεντρώνονται άνθρωποι για να μάθουν κάτι καινούργιο και να ανοίξουν τους πνευματικούς τους ορίζοντες. Μόνο που δεν έχουμε όλοι την ίδια αντίληψη για τον παράδεισο…
Ο κ. Σπύρος Βλαχόπουλος είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής στο ΕΚΠΑ.



