Είναι ένα σχετικά αδιαφώτιστο σημείο στη συζήτηση που γίνεται για τις ακροδεξιές στάσεις, είτε με βάση έγκυρες έρευνες όπως αυτή του Σημείου για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς είτε με τον πιο διαισθητικό τρόπο των κειμένων γνώμης. Φέρνω στον νου εδώ ένα σύνθημα-προτροπή γνωστό από το ευρωπαϊκό παρελθόν που έχει διεισδύσει στη φαντασία χιλιάδων παιδιών της πρώιμης εφηβικής ηλικίας: το «πλουτίστε!» Τα τελευταία χρόνια έχει απογειωθεί ένα ζεύγος προτροπών εκ πρώτης αταίριαστων μεταξύ τους. Το «πλουτίστε» συνυπάρχει αναπόδραστα με ένα «επιβιώστε». Η φαντασίωση μοιάζει να παρασιτεί σε μια ευρύτερη, πεζή πραγματικότητα μέτριων-χαμηλών καταστάσεων.

Η διαφορά με άλλες εποχές είναι ότι η προτροπή δεν εκπέμπεται από κάποια πολιτική κορυφή, από κάποιον Φρανσουά Γκιζό στον οποίο αποδίδουμε την παραίνεση για τους Γάλλους της «μεσαίας τάξης» του 1830. Οι νέοι της γενιάς Ζ και οι ακόμα πιο νεαροί του 2025 αντλούν το υλικό των πλουτοκρατικών τους ονειρώξεων από το TikTok ή το Instagram. Το έχουν «διαβάσει» σε συνομηλίκους ή περσόνες που έχουν ήδη επιτύχει ή επιδεικνύουν τα τρόπαια της νίκης τους.

Διαπιστώνουμε και μια άλλη, σοβαρή διαφορά από τις ιστορικές φανερώσεις της ίδιας έκκλησης, είτε στον δέκατο ένατο αιώνα, είτε στον καιρό του Ρίγκαν και της Θάτσερ ή ακόμα και σε περιστάσεις όπως οι απαρχές της κινέζικης πορείας προς τον εκσυγχρονισμό και τον καπιταλισμό όταν ο μετα-μαοϊκός πρόεδρος Τενγκ Χσιάο Πινγκ είχε πει ότι το να πλουτίσεις είναι κάτι ένδοξο. Το σημερινό «πλουτίστε» είναι ένα «εσύ πλούτισε»: ένα εξατομικευμένο κάλεσμα, αφού δεν εντάσσεται σε μια ορατή δυναμική ανόδου για τη μεσαία τάξη.

Από αυτό μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο στυφός ρεαλισμός συνυπάρχει με αυτό το φαντασιακό της ιδιωτικής εφόδου στον ουρανό, με μια ατομική και όλο και πιο ανορθολογική, καπιταλιστική «ουτοπία»: οι νέοι ξέρουν καλά ότι το Κύπελλο δεν είναι για όλους, ούτε για τους πολλούς ανάμεσά τους. Εχουν επίγνωση ότι η τύχη μερικών χιλιάδων συνδέεται αναπόφευκτα με τις χαμηλές πτήσεις εκατομμυρίων, με το γκρίζο των περισσότερων. Παρ’ όλα αυτά, πάντα υπάρχει ελπίδα πως χίλια likes ακόμα και μια άνοδος στην αναγνωρισιμότητα μπορεί να φέρουν την πολυπόθητη έξοδο από τον κλοιό του γκρίζου.

Αυτή η πλουτοκρατική φαντασίωση έχει διαβαθμίσεις και αποχρώσεις. Περιέχει από εικόνες χλιδάτης παρανομίας μέχρι τυπικώς νόμιμα όνειρα πλουτισμού. Στο ενδιάμεσο αναδεύεται ένα αρχιπέλαγος από στοιχηματικές, κρυπτονομίσματα, challenges με κατάποση μπέργκερ και διάφορες άλλες σύγχρονες εκδοχές αυτο-επιχειρηματικότητας.

Κάτω από τα πόδια των θεσμών και των λόγων μας έχει επεκταθεί ένα ρεύμα ατομικιστικού κυνισμού που πολλοί από τους φυσικούς φορείς του – νεότεροι άνδρες και γυναίκες – δεν παραδέχονται την επίδρασή του πάνω τους. Υπάρχει φυσικά και μια άλλη ζώνη ηθικών συναισθημάτων. Νέοι και νέες που αναζητούν μορφές δικαιοσύνης και πιο θετικά συλλογικά παραδείγματα: ένας κόσμος με «ιδεαλιστική» αφέλεια (χίλιες φορές προτιμότερη) ο οποίος έχει επαφή με κοινωνικές αγωνίες και αποστροφή σε ό,τι βλέπει ως φασισμό.

Είναι όμως γρήγορη και ανησυχητική η διασπορά της άλλης στάσης που συνδυάζει την επιθυμία για fast track προσωπικό πλουτισμό με την επιστροφή σε πιο αυταρχικά, πατριαρχικά πρότυπα, την περιφρόνηση για τους «χαμένους» της ζωής και μια περίκλειστη κοινωνική σκληρότητα και αδιαφορία. Θυμάμαι πως πριν από δυο-τρία χρόνια γινόταν πολύ λόγος για τον κακοποιητή ινφλουένσερ Αντριου Τέιτ και το πρότυπο νέου άνδρα που κατασκεύαζε.

Πρέπει να παραδεχτούμε πως έχουν εμφανιστεί πολλοί «μικροί» Αντριου Τέιτ και στη χώρα μας. Πέρα δηλαδή από την πολιτική Ακροδεξιά, έχει σημασία να σταθούμε στην καλειδοσκοπική έκφραση ιδεών-αξιών που επεξεργάζονται το υλικό της επιθυμίας: πόθους για αναγνώριση, συμβατικές προσδοκίες για ευδαιμονία και ιδίως τον φόβο για την κοινωνική ασημαντότητα.

Μπορεί, ας πούμε, να εντοπίσει κανείς ότι μια από τις πηγές των αντι-μεταναστευτικών συναισθημάτων δεν είναι ούτε ο φόβος για την παραβατικότητα, ούτε κάποια ανησυχία για τη δημογραφική «συρρίκνωση» του ελληνισμού.

Περισσότερο ως απέχθεια για τους πιο ενδεείς, για εκείνες κατεξοχήν τις ομάδες ξένων ανθρώπων που δείχνουν φτωχοί και εξαθλιωμένοι. Η ίδια η ρητορική κατά της μιζέριας – προσφιλής και σε αστικά ή μετριοπαθή περιβάλλοντα – μεταφράζεται συχνά σε αντιπάθεια για τα υποκείμενα της «μιζέριας», για τους εξαθλιωμένους. Την ίδια στιγμή, βέβαια, η αποστροφή για τους φορείς της «μιζέριας» συνεχίζει και γίνεται ακόμα πιο έντονη, όταν ο φτωχός φανεί ότι διαθέτει κάποια από τα χαρακτηριστικά της δικής μας μεσαίας τάξης, λόγου χάρη ένα καλό κινητό τηλέφωνο ή ένα ρούχο που ενδεχομένως είναι ή φαντάζει ακριβό. Σε αυτή την περίπτωση, ο ξένος θεωρείται διπλά ένοχος: και για την αρχική του κακόμοιρη εικόνα και για την μπερδεμένη και διαψευσμένη ιδέα της μιζέριας του.

Οποιος-α ισχυριστεί πως δεν έχει συναντήσει αυτές τις στάσεις, μάλλον έχει χάσει την επαφή με τις δυναμικές κάτω από το επίσημο επίπεδο των κανονιστικών και θεσμικών ευχών. Απλώς, αυτή η ρευστή χώρα που θεωρεί φυσικές τις ανισότητες και δραπετεύει σε όνειρα πλούτου, δεν βρίσκει ως τέτοια μαζική πολιτική έκφραση. Δεν ενδιαφέρεται για κλασικά περιβάλλοντα και περιφέρεται ψάχνοντας για ξενιστές στο διαδίκτυο, σε παρέες, στο γήπεδο.

Αυτή η αποσπασματικότητα και η ρευστότητα δεν κάνουν την ιδεολογία της ανισότητας λιγότερο επικίνδυνη. Συνυφασμένη με τη δύναμη του ινφλουένσερ και τον κυνισμό της ατομικής διάσωσης (σε έναν κόσμο όπου «όλοι έτσι κάνουν»), υπονομεύει τη δημοκρατία, μιλώντας συχνά στο όνομά της. Δεν είναι άλλωστε πολλές μέρες που ένας από τους ηγετικούς αστέρες της χώρας τού πλουτίστε, ο Ιλον Μασκ, δήλωσε ότι έχει καταργηθεί η δημοκρατία στην Ευρώπη επειδή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έβαλε ένα αξιοπρεπές πρόστιμο στο X. Ας παρηγορηθούμε που δεν έχουμε δει διαδήλωση στο Σύνταγμα υπέρ των δικαιωμάτων του Μασκ, όπως είχε συμβεί άλλοτε για λευτεριά στον επανειλημμένως κατηγορούμενο για βιασμούς Αντριου Τέιτ.

Ο κ. Νικόλας Σεβαστάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο ΑΠΘ, συγγραφέας.