Κάποτε, περνώντας για πρώτη φορά κρίση ιλίγγου θέσεως, νοσηλεύτηκα στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός ώσπου να περάσουν τα δυσάρεστα συμπτώματα (ναυτία, έμεση, ζάλη, αποπροσανατολισμός, νυσταγμός, εμβοές, αίσθημα αγωνίας). Γενικώς ο ίλιγγος δεν είναι κατάσταση που σηκώνει νοσοκομείο, είναι απλώς κάτι με το οποίο μαθαίνεις να ζεις εάν σου κάτσει και αφού κάνεις μια σειρά εξετάσεων για να βεβαιωθείς πως δεν προκύπτει από κάποια σοβαρή πάθηση (που συνήθως δεν).

Μπήκα, λοιπόν, στο νοσοκομείο μέσα στη νύχτα, χειμωνιάτικα, κοντά μία δεκαετία πριν. Το θυμάμαι διότι μας είχε επισκεφθεί ο Ομπάμα τότε και όλοι οι δρόμοι ήταν κλειστοί, μια πόλη μισοπαραλυμένη όπως κάθε φορά που μας επισκέπτεται κάποιος διάσημος απ’ όξω, θες αρχηγός κράτους, θες χολιγουντιανός ηθοποιός. Μετά τις τυπικές εξετάσεις της εισαγωγής, με έστειλαν πρώτα στο νευρολογικό τμήμα, όπου μια ομάδα νεαρών εφημερευόντων γιατρών μασουλούσαν σάντουιτς νυσταγμένοι, με εμένα από δίπλα να καταθέτω τα σωθικά μου στα χάρτινα νεφροειδή δοχεία.

Αισθανόμουν ενοχές – δεν φθάνει που τους έριξα δουλειά νυχτιάτικα, στο κατ’ εξαίρεση ήσυχο τμήμα τους, δεν τους άφηνα να φάνε κιόλας. Εν τούτοις, δεν έδειχναν να ενοχλούνται από την παρουσία και τις στομαχικές καταθέσεις μου. Ενας νεαρός από δω προσπαθούσε να με πείσει να κάνω ανάποδες κάμψεις πάνω στο κρεβάτι σαν τη Ρίγκαν Μακ Νιλ για να ελέγξει τις αντιδράσεις μου στην κίνηση του κεφαλιού, μια νεαρή απο κει με έβαζε να χορεύω Μακαρένα με τα χεράκια μου για να βεβαιωθεί ότι δεν είχε τίποτα ο εγκέφαλός μου.

Μόνη – πλην ευτυχής – παραφωνία ήταν μια τσουπωτή νοσηλεύτρια με περμανάντ, που κάποια στιγμή μπήκε φουριόζα στον θάλαμο, έδιωξε τους νεαρούς νευρολόγους με μια περιφρονητική κίνηση του χεριού σαν να έδιωχνε περιστέρια και μου πάτησε μια ένεση, ώστε, όπως είπε, να μην υποφέρω το καημένο (η σύριγγα περιείχε το φάρμακο που δίνουν για τον ίλιγγο, το οποίο έκανε όλα τα συμπτώματα να υποχωρήσουν σχεδόν αυτοστιγμεί).

Αργότερα, αφού με εξέτασαν και σε άλλα τμήματα και με πήγαν στο κρεβάτι μου – τελικά η μπίλια έκατσε στο Ωτορινολαρυγγολογικό –, μου έβαλαν τους ορούς μου και τα όλα μου και με άφησαν να κοιμηθώ. Ξύπνησα, βέβαια, κάποια στιγμή μες στη νύχτα με τη φλέβα φρακαρισμένη και ήρθε μια άλλη νοσηλεύτρια να μου περάσει τον φλεβικό καθετήρα στην ανάποδη του χεριού (που με βόλευε καλύτερα), λέγοντάς μου, σε τόνο όμοιο με τις προηγούμενης, ότι έχω «ευαίσθητες φλεβίτσες το καημένο».

Ετσι κατάφερα να κοιμηθώ του καλού καιρού, το όχι και τόσο καημένο τελικά. Ξυπνώντας το επόμενο πρωί, περίμενα να περάσει κάνας γιατρός και ύστερα πήρα τον ορό μου αγκαλιά και κατέβηκα (έξι ορόφους κάτω, αν θυμάμαι καλά, παρά την αδυναμία και το ελαφρό αίσθημα αποπροσανατολισμού) ως το κυλικείο να πάρω την αναγκαία δόση καφεΐνης και νικοτίνης. Και ζάχαρης, παρεμπιπτόντως, αφού άκουσα ένα γεμιστό ντόνατ-καρδιά να με φωνάζει «μαμά» και δεν μπορούσα να το αφήσω πίσω.

Επέστρεψα στον θάλαμο περδίκι. Η γιατρός – που με γύρευε στο μεταξύ – απλώς κούνησε το κεφάλι της παραιτημένη όταν αντέκρουσα την πεποίθησή της ότι τάχα είχα αντιδράσει καλά στην αγωγή, λέγοντάς της κάτι σαν το γνωστό ρητό «Οποια ασθένεια δεν θεραπεύεται με τσικουδιά είναι σοβαρή» σε παράφραση που να περιλαμβάνει ντόνατς, μολονότι εξακολουθώ να θεωρώ την τσικουδιά τη νούμερο ένα θεραπεία διά πάσαν νόσον. Εγώ αλκοόλ δεν πίνω, εξάλλου, γι’ αυτό και πίνω τσικουδιά. Ανήκει στα φαρμακευτικά προϊόντα, μαζί με τη Θεία Κοινωνία. Φάρμακα για την ψυχή.

Τσικουδιά δεν είχε το κυλικείο, βέβαια, μολονότι είχε εκείνα τα μπουκαλάκια-μινιατούρα με κλασικά και ελεεινά αλκοολούχα ποτά, τύπου Absolut και Johnny Walker, πολυκαιρισμένα σε ένα ράφι δίπλα στις πάνες και στα σφουγγάρια. Πολλές φορές αναρωτήθηκα γιατί φέρνουν τέτοια πράγματα στα κυλικεία των νοσοκομείων, αλλά και πού να τα φέρουν αν όχι εκεί;

Τα νοσοκομεία σε υποβάλλουν σε συναισθηματικά οριακές καταστάσεις, ειδικά εάν είσαι συνοδός που ξημεροβραδιάζεται στους διαδρόμους. Απόλυτη αγωνία, απόλυτη αβεβαιότητα, απόλυτος τρόμος, απόλυτος πόνος. Ή απόλυτη ευφροσύνη – αυτόν τον ιδιαίτερο τύπο ευφροσύνης που αισθάνεται κανείς όταν έχει μέτρο σύγκρισης.

Είναι κάπως ειρωνικό. Η ευφροσύνη που αισθάνεσαι μέσα σε ένα νοσοκομείο δεν είναι απλώς ένα θετικό αίσθημα, είναι μια κατάσταση σχεδόν σολιψιστικής πληρότητας, που προκύπτει ακριβώς από τη συνειδητοποίηση ότι έχεις το προνόμιο να αισθάνεσαι όμορφα αν και περιστοιχισμένος από πόνο. Εν τούτοις, όταν αισθανόμαστε κάτι αρνητικό δεν χρειαζόμαστε μέτρο σύγκρισης.

Η αγωνία, η λύπη, ο φόβος είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας από τη φύση, άρρηκτα συνδεδεμένα με το ένστικτο της επιβίωσης. Ακόμα κι αν οι συνθήκες που τα προκαλούν, στο πλαίσιο του αποκομμένου από τη φύση πολιτισμού μας, δεν μοιάζουν να σχετίζονται με την επιβίωση, στην πραγματικότητα το κάνουν. Δεν είναι (μόνο) αλτρουισμός ή ακόμα και η αγάπη αυτό που μας κάνει να αγωνιούμε μπροστά στον θάνατο του άλλου, για παράδειγμα – είναι η αποδυνάμωση της αγέλης μας, είναι η έλλειψη της προσφοράς του, του ρόλου του στη δομή της καθημερινότητάς μας. Είμαστε σχεδιασμένοι να εκτιθέμεθα στο αρνητικό.

Δεν ισχύει το ίδιο για το θετικό. Το θετικό είναι κάτι σχεδόν αφύσικο, μια και μας ωθεί στην επανάπαυση. Και η φύση δεν μας θέλει επαναπαυμένους. Για τούτο και οτιδήποτε θετικό αφενός φθίνει γρήγορα και αφετέρου, ακόμα και στην ακμή της βίωσής του, δεν μας καταλαμβάνει ολοκληρωτικά.

Είναι οικείο και εύκολο στον άνθρωπο να καταρρέει, αλλά όχι και να εκστασιάζεται. Μπορεί κανείς να χάσει το μυαλό ή και τη ζωή του από τον πόνο – συμβαίνει κάθε μέρα στον κόσμο –, αλλά όχι και από τη χαρά. Ετσι, καθετί ευχάριστο στην καθημερινότητά μας δεν είναι παρά ένας βραχύς κορεσμός, αν όχι μια απλή στιγμή ησυχίας, σαν να σε χτυπάει για λίγο ένα αεράκι μέσα στη γέεννα του πυρός.

Μόνο όταν το θετικό κονταροχτυπιέται με το αρνητικό ξεφεύγει κάπως από την καθημερινή μονοτονία του και μοιάζει να εκτείνεται πέρα από τα γνωστά όριά του. Οταν, συνειδητά, η χαρά τού να ζεις είναι ταυτόσημη της χαράς τού να μην έχεις πεθάνει. Οταν η χαρά τού να πίνεις είναι ταυτόσημη της χαράς τού να μη διψάς. Οταν η χαρά τού να περπατάς είναι ταυτόσημη της χαράς τού να μην είσαι καθηλωμένος.

Η θεολογία, ως γνωστόν, μπορεί να ορίζει το κακό ως έλλειψη του καλού, ωστόσο η βιολογία φαίνεται πως διακηρύττει το αντίθετο: το καλό είναι η έλλειψη του κακού. Η παρουσία του κακού είναι που κάνει το καλό να βιώνεται σε ένα βάθος που η συμβατική ροή της ζωής μας δεν μπορεί αλλιώς να του επιτρέψει. Συνήθως αποκαλούμε αυτή την εμπειρία – την εμπειρία του μέτρου σύγκρισης που αποτελεί το κακό – «ευγνωμοσύνη». Και είναι καλό να ευγνωμονεί κανείς ό,τι τον φέρνει ενώπιον των συγκρίσεων, ακόμα κι αν πρόκειται για άλλο ένα στραβοπάτημα της φύσης.

Εμείς και οι μαύρες γάτες

Διάβασα για μια πόλη της Καταλωνίας όπου απαγορεύτηκε η υιοθεσία μαύρων γατιών κατά την περίοδο του Χάλογουιν προκειμένου να αποφευχθεί η έκθεσή τους σε πρακτικές που μπορεί να προκαλέσουν τραυματισμό ή θάνατο. Το μέτρο δεν αφορά κάποια μακάβρια παράδοση, μα πρόληψη κατά της ανθρώπινης παράκρουσης, σε μια γκάμα από γονείς που παίρνουν κατοικίδια στα παιδιά τους αντί για παιχνίδια έως ποπ-σατανιστικές τελετές.

Παρά τη φαινομενική ελαφρότητα της υπόθεσης, βλέπουμε τι διαστάσεις λαμβάνει η ανήθικη εκμετάλλευση των ζώων στην εποχή της υπερκατανάλωσης μιντιακής κουλτούρας. Τα καταφύγια γέμισαν λυκόσκυλα ύστερα από αγορές εμπνευσμένες από τους ανταρόλυκους του «Game of Thrones» ή κάθε λογής ζώο συντροφιάς που αγοράστηκε κατά το ξέσπασμα της COVID-19 και εγκαταλείφθηκε όταν τελείωσαν οι καραντίνες. Σημείο των καιρών να χρειάζεται η κοινωνία μας ένα μάτσο γραφειοκρατικές απαγορεύσεις ώστε να μη φερόμαστε στα ζώα καν ως εκμεταλλευτές, μα ως ηλίθιοι.