Αυτό δεν ήταν ανατολίτικο παζάρι. Ηταν τηλεμάρκετινγκ με Boeing, F-16 και F-35. Ή, μάλλον, το τηλεμάρκετινγκ μιας οικογενειακής επιχείρησης, εάν αληθεύουν οι πληροφορίες ότι προτού ψωνίσει ο Ταγίπ Ερντογάν μπροστά στις κάμερες του Λευκού Οίκου είχε συναντηθεί μυστικά με τον Ντόναλντ Τραμπ Τζούνιορ στο παλάτι Ντολμαμπαχτσέ της Κωνσταντινούπολης. Ο τζούνιορ πωλητής δειγμάτισε το προϊόν και ο βαρύς ανατολίτης πρόεδρος – ο «σκληρός τύπος» που θα έλεγε και ο πατέρας – έκοψε χωρίς δισταγμό την επιταγή των 70 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Και τώρα; Σε αυτό το μεταιχμιακό τώρα, το μετά τη Νέα Υόρκη έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από το πριν. Πριν από τη Νέα Υόρκη ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα συναντούσε τον Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ και για όγδοη φορά από την ανάληψη των πρωθυπουργικών του καθηκόντων. Ενα ελληνοτουρκικό business as usual που θα επιβεβαίωνε έστω και εθιμοτυπικά ότι παρά τις διαφορές οι δίαυλοι επικοινωνίας παραμένουν ανοικτοί. Ακόμη πιο πριν, ο έλληνας πρωθυπουργός αποθεωνόταν στο Κογκρέσο και στεκόταν με αφοσίωση στη «σωστή πλευρά της Ιστορίας» στον πόλεμο της Ουκρανίας, ενώ η διοίκηση Μπάιντεν δεν πουλούσε ούτε peanut butter στον Ερντογάν – το φιστικοβούτυρο που καταναλώνουν αφειδώς οι Αμερικανοί. Ο συσχετισμός ισχύος, που διπλωματικά εκφραζόταν με την απομόνωση της Αγκυρας και αμυντικά με την αγορά των F-35, ήταν υπέρ της Αθήνας.
Στη Νέα Υόρκη επιβεβαιώθηκε ότι αυτός ο συσχετισμός έχει αλλάξει. Η αμηχανία για την ακύρωση της συνάντησης με τον Ερντογάν προστέθηκε σε μια μεγαλύτερη που συνοδεύει την ελληνική διπλωματία από την εκλογή Τραμπ: Οι δίαυλοι επικοινωνίας με το περιβάλλον του αμερικανού προέδρου – πόσω μάλλον με την οικογενειακή επιχείρηση – είναι ανύπαρκτοι. Η Ελλάδα δεν είναι παρά μια μικρή περιφέρεια εκείνης της παρηκμασμένης Ευρώπης που, όπως είπε ο Τραμπ αυτοσχεδιάζοντας από το βήμα του ΟΗΕ, «οι χώρες της πάνε κατά διαόλου».
Μετά τη Νέα Υόρκη η Αγκυρα κοιτάζει την Αθήνα από το ύψος της ισχύος που της προσέφερε η Ουάσιγκτον και ως πιστοποιημένη περιφερειακή δύναμη. Οι Ελληνες, λένε οι Τούρκοι, έχουν εμμονή με εμάς, η εξωτερική τους πολιτική είναι τουρκοκεντρική, τρέχουν να υπονομεύσουν τις αμυντικές μας συνεργασίες πότε για τα αμερικανικά F-35 και πότε για το ευρωπαϊκό SAFE. Ετσι αφ’ υψηλού και σαν στρίμωγμα στο πρόγραμμά του φέρεται να προσφέρθηκε ένα νέο «slot συνάντησης» από τον τούρκο πρόεδρο στον έλληνα πρωθυπουργό. Ο Ταγίπ Ερντογάν «έκανε τη χάρη» και ο Κυριάκος Μητσοτάκης την απέρριψε.
Ούτε η ανανέωση του ραντεβού ούτε η απόρριψή του θα έλυναν το πρόβλημα της εξωτερικής πολιτικής. Δεν το λύνουν ασφαλώς ούτε οι οιμωγές ή το αφήγημα της εθνικής ταπείνωσης και λοιπών μελαγχολικών εξάρσεων μιας χώρας που ολοφύρεται εντελώς ανατολίτικα. Οπως δεν το λύνει το τρικ της ιδεολογικής στοίχισης με το σύστημα εξουσίας της Ουάσιγκτον που πωλείται αφειδώς από κάποιους κύκλους στην Αθήνα: κυνήγα τους μετανάστες, πέτα τους woke από τα πανεπιστήμια, γίνε πιο MAGA από τους MAGA για να σε προσέξουν.
Στην εξωτερική πολιτική οφείλει κανείς να κεφαλοποιεί στο μέτρο του δυνατού τις νίκες του και να διαχειρίζεται στο μέτρο της λογικής τις ήττες του. Σε αυτή τη στιγμή της ήττας αποκτούν περισσότερο νόημα από έναν συμφιλιωτικό συμβολισμό εκκλήσεις όπως της Ντόρας Μπακογιάννη για «πολιτική σύγκλιση των κομμάτων εξουσίας γύρω από μια μίνιμουμ κοινή ατζέντα εθνικής ανάτασης».
Η άλλη επιλογή είναι εμείς εδώ να τσακωνόμαστε για τα εθνικά και οι άλλοι απέναντι να μας χαζεύουν. Η στιγμή της ήττας, δηλαδή, να παραγάγει και άλλες ήττες, πραγματικά ταπεινωτικές αυτή τη φορά. Υπάρχει όμως και μια τρίτη. Η ώρα της σκληρής δουλειάς σε ενεργειακούς και γεωπολιτικούς τομείς, όπως και στα πεδία της τεχνολογίας, της διασυνδεσιμότητας και των συμμαχιών στη Μεσόγειο.



