Στις 24 Οκτωβρίου αναρτήθηκε στον ιστότοπο του Συμβουλίου της Επικρατείας ολόκληρο το κείμενο της απόφασης του Δικαστηρίου, με την οποία κρίθηκε σύμφωνη προς το Σύνταγμα η δυνατότητα που θέσπισε ο νόμος 5094/2024 για ίδρυση από ιδιώτες στην Ελλάδα παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων.

Οτι ο νόμος, στις διατάξεις του αυτές, ήταν σύμφωνος με το Σύνταγμα το γνωρίζαμε ήδη από τις 13 Ιουνίου, όταν ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ανακοίνωσε, σε σύντομη περίληψη, το σκεπτικό της απόφασης. Είχε τότε αναφέρει ότι η συνταγματικότητα του νόμου στηριζόταν σε σύμφωνη προς το ενωσιακό δίκαιο ερμηνεία του ελληνικού Συντάγματος.

Ομως αυτό ήταν κάτι που δεν ήταν καθόλου προφανές.

Ερμηνεία ή στρέβλωση του Συντάγματος;

Το Σύνταγμα, στις παραγράφους 5 και 8 του άρθρου 16, ρητώς ορίζει ότι «[η] ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου» και ότι «[η] σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται». Πώς, λοιπόν, οι διατάξεις του Συντάγματος θα ερμηνεύονταν έτσι ώστε να καταστεί συμβατή με αυτές η ίδρυση παραρτημάτων ξένων πανεπιστημίων, τα οποία δεν θα ήταν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και τα οποία μάλιστα θα ίδρυαν ιδιώτες;

Ηταν προφανές ότι το κύρος του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου διακυβευόταν από την πειστικότητα της αιτιολογίας που θα έδινε στην απόφασή του, όταν αργότερα θα δημοσίευε ολόκληρο το κείμενό της. Κάτι που έγινε, όπως είπαμε, στις 24 Οκτωβρίου.

Είναι, εν τέλει, πειστική η απόφαση;

Οι αναγνώστες που δεν είναι νομικοί, αλλά και όσοι είναι μεν, πιστεύουν όμως ότι δεν έχουν τις ειδικότερες γνώσεις για να κρίνουν, δεν πρέπει να θεωρήσουν ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν τους ανήκει.

Τα ζητήματα όμως που εγείρονται, δύο κατά βάση, είναι βαθύτατα πολιτικά:

Το πρώτο, αν υπερέχει η ενωσιακή έννομη τάξη της ελληνικής ώστε, όπου συγκρούονται, η δεύτερη να οφείλει να υποχωρεί έναντι της πρώτης. Και το δεύτερο, αν, για να αποφευχθεί η σύγκρουση, το Σύνταγμα μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να παρακάμπτονται ρητές στη λεκτική τους διατύπωση ρυθμίσεις του.

Ας δούμε, πέραν νομικών τεχνικοτήτων, τα τέσσερα θεμέλια της αιτιολογίας της απόφασης:

 1. Η εξέλιξη του ενωσιακού δικαίου

Το Δικαστήριο διαπιστώνει, στην απόφασή του, τις σημαντικές εξελίξεις που σημειώθηκαν στο κρινόμενο ζήτημα κατά την τελευταία ιδίως δεκαετία. Μια διάταξη του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενωσης αναγνώρισε ως θεμελιώδες δικαίωμα το δικαίωμα ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων. Και η συναφής νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης, που αναπτύχθηκε στη συνέχεια, ενέταξε το δικαίωμα αυτό στην ενωσιακή ελευθερία εγκατάστασης επιχειρήσεων σε όλη την Ενωση. Η εκπαίδευση, διακηρύσσει το Δικαστήριο, εμπίπτει στο δίκαιο της Ενωσης όταν θίγονται θεμελιώδεις κανόνες της· δεν είναι η εκπαίδευση άβατη νησίδα για το δίκαιο της Ενωσης.

2. Η νέα ελληνική νομοθεσία

Την εξέλιξη αυτή, παρατηρεί το Δικαστήριο, υποδέχθηκε ο έλληνας νομοθέτης με τον νόμο 5094/2024. Δεν επέτρεψε όμως άνευ ετέρου ο νόμος, τονίζει το Δικαστήριο, την ίδρυση γενικώς ιδιωτικών πανεπιστημίων. Επέτρεψε μόνο τη χορήγηση από παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων, στο όνομα των μητρικών ιδρυμάτων τους, τίτλων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ύστερα από σπουδές στην Ελλάδα. Και αυτό, αφού προηγουμένως επέβαλε στα παραρτήματα να μην έχουν κερδοσκοπικό χαρακτήρα, να σέβονται την ακαδημαϊκή ελευθερία και να τηρούν υψηλά πρότυπα ποιότητας.

3. Η άρση των συγκρούσεων

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, πριν προχωρήσει στον έλεγχο της συνταγματικότητας του νόμου, υπενθύμισε τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης:

Οταν το εθνικό δίκαιο συγκρούεται με το ενωσιακό, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξαντλήσει κάθε ερμηνευτική προσπάθεια ώστε το εθνικό δίκαιο να μην εμφανίζεται ότι συγκρούεται με το ενωσιακό. Και αν αυτό δεν είναι δυνατόν, τότε οφείλει να μην εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο, ακόμη και αν πρόκειται για συνταγματική ρύθμιση.

Στην ενωσιακή αυτή προσέγγιση, το Δικαστήριο βλέπει να ανταποκρίνονται και οι διατάξεις του άρθρου 28 του ελληνικού Συντάγματος, που θεμελιώνουν την πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με όσες συνέπειες αυτή συνεπάγεται στους περιορισμούς της εθνικής κυριαρχίας και στην άσκηση αρμοδιοτήτων κατά το Σύνταγμα από διεθνείς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση.

 4. Το κεντρικό σημείο της απόφασης

Διαπιστώνοντας ότι στόχος των περιορισμών του άρθρου 16 ήταν, ιστορικά, η παροχή υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκής εκπαίδευσης, αλλά και ότι οι περιορισμοί υπήρξαν προϊόντα μιας συγκεκριμένης πολιτικής συγκυρίας, το Δικαστήριο κρίνει περαιτέρω ότι η εθνική και συγχρόνως ενωσιακή αρχή της αναλογικότητας – που απαγορεύει απόλυτους περιορισμούς ελευθεριών χωρίς σοβαρό λόγο – διεισδύει στην κατανόηση των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος. Οχι όμως για να τις θέσει εκποδών ή να τις καταστήσει ανενεργές. Αλλά για να μετριάσει την έκταση εφαρμογής τους, να κάμψει την απόλυτη απαγόρευση που θεσπίζουν. Ετσι που να καταστεί συμβατή με τον στόχο που τις διαπνέει, την παροχή υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκής εκπαίδευσης, η ίδρυση των παραρτημάτων, όπως, σε συμμόρφωση με το ενωσιακό δίκαιο, προβλέφθηκαν στον νόμο του 2024.

Ο σεβασμός του Συντάγματος

Με πιο απλά λόγια, το Δικαστήριο ερμηνεύει τις δύο παραγράφους, 5 και 8 του άρθρου 16, τοποθετώντας τες στους ενωσιακούς κανόνες για την ανώτατη εκπαίδευση που δεσμεύουν πλέον και την ελληνική έννομη τάξη. Βλέπει μεν τι ρητώς επιβάλλουν και τι ρητώς απαγορεύουν. Αλλά κρίνει ότι οι ρυθμίσεις τους μπορούν να συνυπάρξουν, κατά το πνεύμα που τις διέπει, με το δίκαιο της Ενωσης. Και αυτό, γιατί σε τελευταία ανάλυση, οι αξίες που εκφράζονται στα δύο δίκαια είναι κοινές, άρα συμβατές.

Ετσι, οι διατάξεις των παραγράφων 5 και 8 του άρθρου 16, ερμηνευόμενες φιλικά προς το ενωσιακό δίκαιο, αφήνουν δίπλα τους χώρο για να υποδεχθεί η ελληνική έννομη τάξη, όπως οφείλει, το ενωσιακό. Δεν υπάρχει, υπό το πρίσμα αυτό, λεκτική αντίθεση, μόνο συμπλήρωση.

Αυτή είναι η ουσία της απόφασης και η ερμηνευτική θεωρία που τη στηρίζει.

Δεν δέχτηκε, επομένως, το Συμβούλιο της Επικρατείας την καθολική υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι του Συντάγματος. Πουθενά στην απόφασή του δεν είπε κάτι τέτοιο. Ούτε προέβη σε στρέβλωση ρητής συνταγματικής διάταξης, παρουσιάζοντας αδόκιμα το εγχείρημα ως ερμηνεία. Θα αδικούσε τους δικαστές του όποιος το υποστήριζε.

Η λύση που έδωσε είναι τόσο πειστική, όσο δεν δημιουργεί ανησυχίες στον μέσο πολίτη για το αν το Συμβούλιο της Επικρατείας ερμηνεύει σωστά το Σύνταγμα. Ας δώσουμε λοιπόν σε αυτόν τον μέσο πολίτη τη δυνατότητα να κρίνει – όπως άλλωστε το δικαιούται – κατά πόσο το Ανώτατο Δικαστήριο ερμήνευσε ή στρέβλωσε το Σύνταγμα.

Ο κ. Ιωάννης Σαρμάς είναι τέως υπηρεσιακός πρωθυπουργός, επίτιμος πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.