Να μια ενδιαφέρουσα ερώτηση: πόση ώρα θα άντεχες να κάτσεις μόνος μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο; Αδειο, κενό. Να κάτσεις με τον εαυτό σου και τις σκέψεις του και την καρέκλα ή τον καναπέ όπου θα κάτσεις. Σε ένα άδειο δωμάτιο, ήσυχο, τόσο ήσυχο που θα αρχίσεις να ακούς αυτά τα υπόκωφα παράσιτα στα αφτιά σου (θυμάσαι εκείνο τον ήχο;) που δεν είσαι σίγουρος αν είναι ο βόμβος κάποιας μηχανής κάπου σε απόσταση, το κροτάλισμα των ηλεκτρικών του κτιρίου ή το αίμα που τρέχει γύρω από τα αφτιά σου και μέσα στο κεφάλι σου και τις σκέψεις που καλπάζουν ελεύθερα γιατί δεν υπάρχει τίποτα να τις εμποδίσει, γιατί το δωμάτιο είναι άδειο. Πόση ώρα;
«Ο πόνος είναι αρκετά δυσάρεστος, τόσο που θα πλήρωνα για να μην τον ξανανιώσω» φέρεται να δήλωσε ένας συμμετέχων σε πείραμα του Χάρβαρντ το 2014, στο οποίο ζητούμενο ήταν οι συμμετέχοντες να κάτσουν για ένα τέταρτο σε ένα δωμάτιο άδειο, με εξαίρεση έναν και μόνο διαθέσιμο περισπασμό: ένα κουμπί, το οποίο κάθε φορά που το πατούσες προκαλούσε ένα σύντομο αλλά επώδυνο ηλεκτροσόκ.
Ο ίδιος συμμετέχων, μέχρι να περάσει το τέταρτο, είχε πατήσει το κουμπί 190 φορές. Περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες το πάτησαν τουλάχιστον μία φορά. Οι συγγραφείς της μετέπειτα μελέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα πως «οι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν πράγματα παρά να σκέφτονται».
Η καλοκαιρινή βαρεμάρα ήταν μία από τις πιο χαρακτηριστικές καταστάσεις της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, τουλάχιστον για όσους μεγάλωσαν πριν τα κινητά τηλέφωνα κατακτήσουν τη θέση και το εύρος που έχουν τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια στη ζωή και τον χρόνο των ανθρώπων. Τα μεσημέρια ήταν αμείλικτα. Εξω, ο ήλιος έκαιγε και τύφλωνε και δεν κουνιόταν φύλλο.
Μέσα, η τηλεόραση ήταν ως επί το πλείστον αδιάφορη, τα βιντεοπαιχνίδια δεν αρκούσαν, αργά ή γρήγορα σε βύθιζε εκείνο το βάρος της απραξίας. Ο κενός χρόνος ανάμεσα στα γεύματα ήταν μια άβυσσος με το πόδι κρεμασμένο έξω από τον καναπέ, το χέρι πίσω από το κεφάλι, το βλέμμα καρφωμένο στο ταβάνι. Τότε, αν σε ρωτούσε κανείς τι σκέφτεσαι, θα έλεγες κάτι σαν «Πεθαίνω στη βαρεμάρα, πρέπει κάτι να κάνω». Ή ίσως «Μετράω πόσα αβγά έχω φάει πάνω-κάτω από τότε που υπάρχω».
Αν βίωνες το ίδιο κενό, την ίδια αναπόδραστη επιβεβλημένη απραξία σήμερα και σε ρωτούσαν «Τι σκέφτεσαι;», τι θα έλεγες;
«Δεν ξέρω, είμαι κάπως περίεργα»; «Οτι τεμπελιάζω»; «Τον θάνατο»; Πότε ήταν η τελευταία φορά που αισθάνθηκες ότι βαριέσαι;
Υπάρχει, πλέον, ο κενός χρόνος, έστω σαν έννοια; Κοιτάς έξω από το παράθυρο του λεωφορείου πηγαίνοντας στη δουλειά; Κοιτάς το πάτωμα περιμένοντας το ασανσέρ να κατέβει από τον έκτο; Κοιτάς τον τρόπο με τον οποίο η απέναντι σκαλίζει τη μύτη της, διαβάζοντας ένα προσπέκτους για διαφανή μασελάκια, στην αίθουσα αναμονής του οδοντιάτρου;
Σύμφωνα με ψυχολόγους, η βαρεμάρα μάς καλεί να αναγνωρίσουμε μια ανάγκη με τον ίδιο τρόπο που λειτουργούν η αίσθηση της πείνας και η μοναξιά. Βαριόμαστε όταν κάτι αποτυγχάνει να μας απορροφήσει ή όταν αδυνατούμε να βρούμε κάποιο νόημα σε αυτό το κάτι με το οποίο ασχολούμαστε. Σε τέτοιες καταστάσεις ενεργοποιείται ένα τμήμα του εγκεφάλου μας που ονομάζεται Δίκτυο Προεπιλεγμένης Λειτουργίας ή αλλιώς DMN.
Το DMN δραστηριοποιείται όταν, για παράδειγμα, σκεφτόμαστε πράγματα σχετικά με τη ζωή μας, τους εαυτούς μας, τους άλλους, το μέλλον. Συνθέτει το εσωτερικό μας αφήγημα, την ιστορία που μονολογούμε σχετικά με το πού πάμε και ποιοι είμαστε. Ο Αρθουρ Μπρουκς, καθηγητής του Χάρβαρντ, σε πρόσφατο βίντεό του λέει: «Οταν βαριέσαι, φθάνεις σε άβολα υπαρξιακά ερωτήματα, πράγμα καλό. Ενας απ’ο τους λόγους που παρατηρούμε σήμερα τόσες περιπτώσεις κατάθλιψης και άγχους είναι γιατί οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν τι νόημα έχει η ζωή τους. Μάλιστα, δεν το αναζητούν καν […]. Ο λόγος είναι αυτή η συσκευή με την οθόνη που έχουν στην τσέπη τους».
Στον αντίποδα, όμως, άλλες πρόσφατες στατιστικές έρευνες δείχνουν ότι ο αριθμός των νεότερων ανθρώπων που περιγράφουν εαυτούς ως «σταθερά βαριεστημένους» αυξάνεται συνεχώς από το 2010 και μετά· στην εποχή, δηλαδή, του smartphone. Αρα τελικά σήμερα δεν βαριόμαστε ποτέ ή βαριόμαστε συνέχεια; Και τι από τα δύο γεννά αυτό το κοινό περί ματαίου αίσθημα;
Σήμερα οι άνθρωποι πιάνουν το κινητό τους για να γλιτώσουν από τη βαρεμάρα και τα συνεπακόλουθα. Δραστηριότητα που είναι εξαιρετικά αποτελεσματική στο να τους αποσπά την προσοχή, ενδεχομένως, από το γεγονός ότι βαριούνται, αλλά και πλήρως απαλλαγμένη από κάποιο περιεχόμενο που να τη νοηματοδοτεί και να την κάνει ουσιαστική, ώστε να σταματήσουν να βαριούνται.
Ισως να μην είναι εύκολο, επομένως, να απαντήσουμε αν σκοτώσαμε τη βαρεμάρα ή αν τη σκορπίσαμε παντού και την αφήσαμε να ποτίσει σχεδόν κάθε στιγμή του ελεύθερου χρόνου μας με τα χειρότερά της συστατικά. Δεν έχει όμως και νόημα αυτή η αναζήτηση της χαμένης βαρεμάρας να καταλήξει απλά και μόνο στην τεχνοφοβία. Ναι, γίνεται όλο και πιο εμφανές ότι τα κινητά και τα social media και οι αλγόριθμοι μας βλάπτουν με πρωτοφανείς τρόπους. Πρέπει όμως να εξετάσουμε και τις προδιαθέσεις μας, τα χέρια μας, που επιλέγουν να πατήσουν το κουμπί και να υποστούν το σοκ 190 φορές από το να μην κάνουν τίποτα.
Στην ησυχία του δωματίου ακούω το τρεχαλητό το δικό μου και το ποδοβολητό των σκέψεων που με κυνηγούν. Από τι ξεφεύγω; Πώς να μοιάζει το τέρας πίσω μου; Πού με οδηγεί αυτή η απόδραση; Σε τι είδους ζωή;
Σε δείπνα με συναδέλφους με τους οποίους δεν μοιράζομαι απολύτως τίποτα; Στις συζητήσεις μας που δεν θα μπορούσαν να αφορούν τίποτα άλλο πέρα από τις καταναλωτικές μας εκτονώσεις: τι-φάγαμε, πού-πήγαμε, τι-είδαμε; Σε νύχτες υπό το μπλε φως της οθόνης, σαν λάμπα αποστείρωσης που μουδιάζει το άγχος ώστε, αν δεν με παίρνει ο ύπνος, να με πάρει η εξάντληση; Σε μια ανηδονική, παμφάγα και λιμοκτονούσα καθημερινότητα; Σε μια ζωή στον φλοιό της ζωής, στο τσόφλι, με μια εσωτερική ζωή τόσο καιρό φιμωμένη που έχει ξεχάσει πώς να μιλάει;
Το 1996, στη διάσημη συνέντευξή του στο «Rolling Stone», ο συγγραφέας Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας λέει: «Κάποια στιγμή θα χρειαστεί να εγκαταστήσουμε κάποιου είδους μηχανισμό μέσα στα σωθικά μας που θα μας βοηθάει να το αντιμετωπίσουμε αυτό το πράγμα. Γιατί η τεχνολογία θα συνεχίσει να γίνεται όλο και καλύτερη. Και θα συνεχίσει να γίνεται όλο και πιο εύκολο και βολικό και ευχάριστο το να μένουμε μόνοι μας, παρέα με τις εικόνες που μας προβάλλει μια οθόνη, δοσμένες από ανθρώπους που δεν μας αγαπούν, αλλά θέλουν τα λεφτά μας».
Πριν συναρμολογήσουμε μια μηχανή για τα σωθικά μας, μπορούμε να δοκιμάσουμε να κάτσουμε μέσα στο κενό δωμάτιο.
Ο κύριος Φοίβος Οικονομίδης είναι συγγραφέας και τακτικός συνεργάτης του «Βήματος».






