Υπεραπειλές θέτουν σε κίνδυνο το μέλλον μας – όχι μόνο τις δουλειές μας, τα εισοδήματά μας, τον πλούτο μας και την παγκόσμια οικονομία, αλλά και τη σχετική ειρήνη, ευημερία και πρόοδο που επιτεύχθηκαν τα τελευταία 75 χρόνια. Επί τέσσερις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η κλιματική αλλαγή και η τεχνητή νοημοσύνη, που «κλέβει» τις θέσεις εργασίας, δεν απασχολούσαν το μυαλό κανενός και όροι όπως «αποπαγκοσμιοποίηση» και «εμπορικός πόλεμος» δεν βρίσκονταν στα χείλη κανενός. Οι παγκόσμιες πανδημίες δεν περνούσαν καν από τον νου μας – η τελευταία ήταν το 1918. Μετά τη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην ΕΣΣΔ τη δεκαετία του ’70 και το άνοιγμα των ΗΠΑ προς την Κίνα, το ήδη χαμηλό ρίσκο για συμβατικό ή πυρηνικό πόλεμο ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις υποχώρησε ακόμη περισσότερο.

Η ανάπτυξη ήταν εύρωστη, οι οικονομικοί κύκλοι συγκρατούνταν και οι υφέσεις ήταν σύντομες και ρηχές, εκτός από τη στασιμοπληθωριστική δεκαετία του ’70 – και ακόμη και τότε οι προηγμένες οικονομίες δεν είχαν κρίσεις χρέους διότι τα ποσοστά ιδιωτικού και δημόσιου χρέους ήταν χαμηλά. Δεν υπήρχε σιωπηρό κρατικό χρέος από τις συντάξεις και τα συστήματα περίθαλψης γιατί ο αριθμός των νέων εργαζομένων μεγάλωνε ενώ η γήρανση του πληθυσμού ήταν μέτρια. Οι ρυθμίσεις και τα capital controls υπότασσαν τους κύκλους άνθησης-ύφεσης και κρατούσαν μακριά τις σοβαρές οικονομικές κρίσεις. Οι μεγάλες οικονομίες ήταν ισχυρές φιλελεύθερες δημοκρατίες, χωρίς ακραία κομματική πόλωση. Ο λαϊκισμός και ο αυταρχισμός περιορίζονταν σε μια νυχτωμένη ομάδα φτωχότερων κρατών.

Αν κάνετε ένα άλμα στα τέλη του 2022, θα παρατηρήσετε αμέσως ότι έχουμε κατακλυστεί από νέες, ακραίες υπεραπειλές που στο παρελθόν δεν βρίσκονταν στο ραντάρ κανενός. Ο κόσμος έχει εισέλθει σε αυτό που αποκαλώ γεωπολιτική ύφεση, με (τουλάχιστον) τέσσερις επικίνδυνες αναθεωρητικές δυνάμεις – Κίνα, Ρωσία, Ιράν και Βόρεια Κορέα – να αμφισβητούν τη χρηματοοικονομική και γεωπολιτική τάξη που οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους δημιούργησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Αυξάνεται απότομα ο κίνδυνος όχι μόνο για πόλεμο ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις αλλά και για πυρηνική σύρραξη. Τον επόμενο χρόνο ο επιθετικός πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε μη συμβατική σύγκρουση με ευθεία εμπλοκή του ΝΑΤΟ. Και το Ισραήλ και ίσως οι ΗΠΑ ενδεχομένως να αποφασίσουν να εξαπολύσουν επιθέσεις εναντίον του Ιράν που οδεύει στο να κατασκευάσει πυρηνική βόμβα.

Με τον κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ να εδραιώνει ακόμη περισσότερο την αυταρχική του εξουσία και με τις ΗΠΑ να ενισχύουν τους εμπορικούς περιορισμούς κατά της Κίνας, ο νέος σινοαμερικανικός Ψυχρός Πόλεμος γίνεται ψυχρότερος μέρα με τη μέρα. Και το χειρότερο, θα μπορούσε πανεύκολα να γίνει θερμός για το καθεστώς της Ταϊβάν, την οποία ο Σι έχει δεσμευτεί ότι θα επανενώσει με την ηπειρωτική Κίνα και ο αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν έχει εμφανώς δεσμευτεί ότι θα υπερασπιστεί. Εν τω μεταξύ, η πυρηνική Βόρεια Κορέα προσπαθεί ακόμη μια φορά να τραβήξει την προσοχή εκτοξεύοντας πυραύλους πάνω από την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα.

Ακόμη και αν αφαιρέσουμε την απειλή μιας πυρηνικής σύγκρουσης, ο κίνδυνος ενός περιβαλλοντικού Αρμαγεδδώνα στο μέλλον γίνεται όλο σοβαρότερος, ιδίως αφού οι περισσότερες συζητήσεις για μηδενικές εκπομπές και για επενδύσεις περιβαλλοντικές, κοινωνικές και στη διακυβέρνηση αποτελούν απλώς «πράσινο ξέπλυμα» – ή πράσινο ευχολόγιο. Ο νέος «πρασινοπληθωρισμός» είναι ήδη σε πλήρη εξέλιξη, διότι, όπως φαίνεται, η συγκέντρωση των μετάλλων που χρειάζονται για την ενεργειακή μετάβαση απαιτεί πολλή και ακριβή ενέργεια.

Υπάρχει επίσης αυξανόμενος κίνδυνος για νέες πανδημίες που θα είναι ακόμη χειρότερες από τις βιβλικές πανούκλες εξαιτίας της σχέσης ανάμεσα στην περιβαλλοντική καταστροφή και στα ζωονοσογόνα νοσήματα. Αγρια ζώα που φέρουν επικίνδυνα παθογόνα έρχονται σε στενότερη και συχνότερη επαφή με τους ανθρώπους και τα οικόσιτα ζώα. Γι’ αυτό ήδη έχουμε βιώσει συχνότερες και πιο λοιμογόνες πανδημίες και επιδημίες (AIDS, SARS, MERS, γρίπη των χοίρων, γρίπη των πτηνών, Ζίκα, Εμπολα, COVID-19) από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 και μετά. Ολα τα στοιχεία δείχνουν ότι το πρόβλημα αυτό θα γίνει ακόμη χειρότερο στο μέλλον.

Η οικονομική κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του ’70 αντιμετωπίζουμε υψηλό πληθωρισμό και την προοπτική ύφεσης – στασιμοπληθωρισμό. Και όταν έρθει, η ύφεση δεν θα είναι σύντομη και ρηχή αλλά μακριά και βαθιά, διότι μπορεί επίσης να αντιμετωπίσουμε τη μητέρα όλων των κρίσεων χρέους λόγω των αυξανόμενων ποσοστών ιδιωτικού και δημόσιου χρέους τις τελευταίες δεκαετίες. Τα χαμηλά ποσοστά χρέους μάς γλίτωσαν από αυτή την εξέλιξη στη δεκαετία του ’70. Και αν και είχαμε κρίσεις χρέους μετά το κραχ του 2008 – αποτέλεσμα του υπέρογκου χρέους νοικοκυριών, τραπεζών και κυβερνήσεων -, είχαμε επίσης και αποπληθωρισμό. Ηταν μια διατάραξη της ζήτησης και μια πιστωτική κρίση που μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με τεράστια νομισματική, δημοσιονομική και πιστωτική χαλάρωση.

Σήμερα βιώνουμε τα χειρότερα στοιχεία τόσο της δεκαετίας του ’70 όσο και του 2008. Πολλαπλές, επίμονες, αρνητικές διαταράξεις της προσφοράς συνέπεσαν με ποσοστά χρέους που είναι ακόμη υψηλότερα απ’ όσο στη διάρκεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Καθώς οι πληθωριστικές πιέσεις αναγκάζουν τις κεντρικές τράπεζες να σφίξουν τη νομισματική πολιτική τους παρά το γεγονός ότι επίκειται ύφεση, τα κόστη της εξυπηρέτησης χρέους θα εκτιναχθούν στα ύψη. Και η γήρανση του πληθυσμού υπονοεί τεράστιο, μη χρηματοδοτούμενο παθητικό του δημόσιου τομέα – για συντάξεις και περίθαλψη – που είναι τόσο μεγάλο όσο το άμεσο δημόσιο χρέος. Ολοι θα έπρεπε να προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό που ίσως καταλήξουμε να θυμόμαστε ως τη Μεγάλη Στασιμοπληθωριστική Κρίση Χρέους.

Από την άλλη, ενώ οι κεντρικές τράπεζες προσπαθούν σκληρά να ακούγονται σαν ιέρακες, θα έπρεπε να αντιμετωπίζουμε με σκεπτικισμό την επαγγελματική τους προθυμία να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό με κάθε κόστος. Μόλις βρεθούν σε μια παγίδα χρέους, θα αναγκαστούν να ανοίξουν τα μάτια. Με τα ποσοστά χρέους τόσο υψηλά, η καταπολέμηση του πληθωρισμού θα προκαλέσει οικονομικό και χρηματοπιστωτικό κραχ που θα θεωρηθεί πολιτικά απαράδεκτο. Οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες θα αισθανθούν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να κάνουν πίσω ολοταχώς και ο πληθωρισμός, η υποτίμηση των παραστατικών νομισμάτων, οι κύκλοι άνθησης-ύφεσης και οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις θα γίνουν ακόμη πιο σοβαρές και συχνές οδηγώντας σε νομισματικό και χρηματοπιστωτικό χάος.

Την ίδια στιγμή, οι γεωπολιτικές συγκρούσεις και οι ανησυχίες για την εθνική ασφάλεια θα συνεχίσουν να τροφοδοτούν εμπορικούς, χρηματοπιστωτικούς και τεχνολογικούς πολέμους, επιταχύνοντας τη διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης. Η επιστροφή του προστατευτισμού και η σινοαμερικανική αποσύνδεση θα προκαλέσουν μεγαλύτερο κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας, των εφοδιαστικών αλυσίδων και των αγορών, καθιστώντας ακριβότερο ένα ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών. Οι «φιλικές υπεράκτιες» και το «ασφαλές και δίκαιο εμπόριο» έχουν αντικαταστήσει τις offshore και το ελεύθερο εμπόριο αντίστοιχα.

Με τον καιρό, η πρόοδος στην τεχνητή νοημοσύνη, στη ρομποτική και στον αυτοματισμό θα καταστρέφουν όλο και περισσότερες θέσεις εργασίας, ακόμη και αν οι ιθύνοντες χτίσουν υψηλότερα τείχη προστατευτισμού σε μια προσπάθεια να πολεμήσουν τον τελευταίο πόλεμο. Περιορίζοντας τη μετανάστευση και απαιτώντας περισσότερη εγχώρια παραγωγή, οι γηράσκουσες προηγμένες οικονομίες θα δημιουργήσουν εντονότερα κίνητρα ώστε οι εταιρείες να υιοθετούν τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας, οι οποίες θα μπορούν ολοένα και περισσότερο να επιτελούν όχι μόνο εργασίες ρουτίνας αλλά και γνωστικές και δημιουργικές. Ακόμη και ο homo sapiens μπορεί κάποτε να ξεπεραστεί.

Οι υπεραπειλές αυτές θα συμβάλουν στην περαιτέρω αύξηση της ανισότητας στα εισοδήματα και στον πλούτο, η οποία ήδη ασκεί σοβαρή πίεση στις φιλελεύθερες δημοκρατίες (καθώς όσοι μένουν πίσω επαναστατούν κατά των ελίτ) και τροφοδοτεί την άνοδο ριζοσπαστικών και λαϊκιστικών καθεστώτων ανά τον κόσμο.

Μέρος του λόγου για τον οποίο έχουμε φτάσει σε αυτό το επικίνδυνο σημείο είναι ότι επί πολύ καιρό είχαμε τα κεφάλια μας χωμένα στην άμμο. Τώρα πρέπει να κερδίσουμε τον χαμένο χρόνο. Χωρίς αποφασιστική δράση από τις κυβερνήσεις και τον ιδιωτικό τομέα, τόσο σε εγχώριο επίπεδο όσο και σε παγκόσμιο, η περίοδος που βρίσκεται μπροστά μας θα μοιάζει λιγότερο με τις τέσσερις δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και περισσότερο με τις τρεις δεκαετίες ανάμεσα στο 1914 και στο 1945. Αυτό που ξεκίνησε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την πανδημία γρίπης έδωσε τη θέση του στο Κραχ της Γουόλ Στριτ το 1929 και στη Μεγάλη Υφεση, σε τεράστιους εμπορικούς και νομισματικούς πολέμους, στον πληθωρισμό, στον υπερπληθωρισμό και στον αποπληθωρισμό και σε χρηματοπιστωτικές κρίσεις και κρίσεις χρέους που οδήγησαν σε μαζικές καταρρεύσεις και πτωχεύσεις. Τελικά, αυταρχικά μιλιταριστικά καθεστώτα αναδύθηκαν στην Ιταλία, στη Γερμανία, στην Ιαπωνία, στην Ισπανία και αλλού και κορυφώθηκαν με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το Ολοκαύτωμα.

Αν δεν αναμένουμε μια παρόμοια αλληλουχία καταστροφών, οφείλεται μάλλον στο ότι έχει ήδη ξεκινήσει.

 

Ο κ. Νουριέλ Ρουμπινί, ομότιμος καθηγητής στη Stern School of Business του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, είναι επικεφαλής οικονομολόγος του Atlas Capital Team και συγγραφέας του «MegaThreats: Ten Dangerous Trends That Imperil Our Future, and How to Survive Them» (εκδόσεις Little, Brown and Company, 2022).