Σε προηγούμενη επιφυλλίδα μας (Το Βήμα της Κυριακής, 5/2/2023), σχετική με το συγγραφικό έργο και την πολυδύναμη σκέψη του διεθνώς αναγνωρισμένου στοχαστή Γιουβάλ Νόα Χαράρι, προαναγγείλαμε ότι θα συζητήσουμε σε επόμενο ανάλογο κείμενό μας κάποιες πτυχές των εξαιρετικά ενδιαφερουσών θεωριών του περί της εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού, οι οποίες όμως εμφανίζουν αισθητό έλλειμμα ενημέρωσης όσον αφορά στην αρχαιοελληνική διανόηση.

Πράγματι, δεν μπορεί να διαφύγει την προσοχή μας το λυπηρό γεγονός ότι εντοπίζονται στα βιβλία του, ιδίως στην περίφημη τριλογία του για τη σταδιακή πρόοδο του ανθρώπου από την προϊστορική εποχή έως τις μέρες μας και πολύ πέραν αυτών, αρκετές σοβαρές παραλείψεις και παρανοήσεις θεμελιακών στόχων και αξιών του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και γενικότερα της κλασικής μας παράδοσης στη διφυή εκδοχή της ως ελληνική και ρωμαϊκή.

Προφανώς, η πραγμάτευση των ανθρώπινων γεγονότων στο πλαίσιο μιας οικουμενικής ιστοριογραφικής ανάλυσης και ερμηνείας προωθεί εξ ανάγκης γενικευτικές και ολιστικές θεωρίες, οι οποίες εν πολλοίς εδράζονται σε ένα ευρύτατο φάσμα στοιχείων και παραδειγμάτων ειλημμένων από όλα τα πεδία του παγκόσμιου πολιτισμού.

Μέσα σε αυτή την πολύπλευρη και πολυστρώματη συγκριτολογική εξέταση ο Χαράρι επιδιώκει, χωρίς όμως σε πολλές περιπτώσεις πειστική και εύγλωττη επιχειρηματολογία, άλλοτε να υποβαθμίσει ηθελημένα ή αθέλητα τις λαμπρές πνευματικές κατακτήσεις της κλασικής αρχαιότητας, οι οποίες δήθεν συνέβαλαν στην επικράτηση ενός συχνότατα στυγνού δυτικού πολιτισμού, και άλλοτε πάλι να εξισώσει τα μεγαλειώδη επιτεύγματα της αρχαιοελληνικής και ρωμαϊκής σκέψης μέσα στους αιώνες με περιθωριακά σχήματα και αφανή μορφώματα πολιτιστικής προόδου στις παρυφές της ασιατικής και αμερικανικής ηπείρου, και όχι μόνον, εν ονόματι μιας κακώς εννοούμενης πολιτικής ορθότητας και ενός υπερβάλλοντος μετααποικιακού αναθεωρητισμού.

Είναι όμως θλιβερό και, κατά τη γνώμη μας, απαράδεκτο και εξάλλου επιστημονικά εσφαλμένο να εξομοιώνονται ως προς τη σπουδαιότητά τους στις ανθρωπολογικές και κοινωνιολογικές μελέτες του Χαράρι, αλλά και άλλων έγκριτων στοχαστών του αιώνα μας, όπως είναι, επί παραδείγματι, ο Ρούτγκερ Μπρέγκμαν, η αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, που υπήρξαν οι μήτρες πολυάριθμων ειδών και ρευμάτων της παγκόσμιας γραμματείας και ταυτόχρονα τα λίκνα του δυτικού πολιτισμού, με άλλες σεβαστές βεβαίως, αλλά κατώτερης αξίας περιπτώσεις πολιτισμικής εξέλιξης.

Δεν είναι επίσης δυνατόν και, το κυριότερο, δεν είναι ερευνητικά σκόπιμο να επικεντρωνόμαστε με πάθος σε όντως ολότελα στρεβλές και μικρόψυχες διεξηγήσεις της ηρωικής υπόστασης πολυθρύλητων λογοτεχνικών χαρακτήρων στο πλαίσιο κυρίως της αρχαιοελληνικής γραμματείας μας. Η αδυναμία κατανόησης, λόγου χάριν, εξεχουσών μορφών του ιλιαδικού έπους, όπως είναι ο Αχιλλέας ή ο Εκτορας, φτάνει σε τέτοιο σημείο, ώστε να αμφισβητούνται έντονα το βάθος του συναισθηματικού κόσμου τους και η ικανότητά τους να εξελίσσονται ως αυτοδύναμες προσωπικότητες μέσα από τις εκάστοτε επίπονες και οδυνηρές δοκιμασίες που αναδέχονται πάντοτε με προθυμία και γενναιότητα.

Ευκταίο θα ήταν επομένως ο Χαράρι, στις εμπερίστατες συγκρίσεις που επιχειρεί μεταξύ της κλασικής αρχαιότητας και της νεότερης εποχής των περίλαμπρων όντως ανακαλύψεων, να απομακρυνθεί από σχηματικές και ανούσιες διακρίσεις που οδηγούν σε σφοδρές αλλά εντελώς άσκοπες αντιστίξεις ανάμεσα σε μια παλαιότερη περίοδο, τάχα αποστεωμένη συναισθηματικά και αμετατόπιστη ψυχικά, και σε μια σύγχρονη φάση, όπου δήθεν η ουσιαστική βιωματική εμπειρία συναντά γόνιμα και δημιουργικά την πνευματική ανάταση του ανθρώπου.

Θα ήταν ασύγγνωστη αφέλεια να αποδεχτούμε ως ιστορική πραγματικότητα την ολωσδιόλου λανθασμένη άποψη ότι η αρχαία Ελλάδα (και μαζί της η Κίνα και η Ινδία) υποβιβάζει ή αρνείται την ύπαρξη της ανθρώπινης βούλησης και ως εκ τούτου διατηρεί ζωηρές επιφυλάξεις όσον αφορά στην υπόσταση και αυθυπαρξία του ατομικού εαυτού, όταν πράγματι τα μεγαλόπνοα Ομηρικά Επη και τα απαράμιλλα έργα του Αττικού Δράματος έχουν ανυψώσει την έννοια της ηθικής ευθύνης και γενικότερα τον ηρωικό κώδικα τιμής σε πεμπτουσία μιας ευνομούμενης κοινωνίας και ταυτοχρόνως σε εμπνέουσα δύναμη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Θα ήταν όντως μεροληπτικό, παρ’ όλ’ αυτά, να μην υπογραμμίσουμε τον ειλικρινή θαυμασμό που εκφράζει ο Χαράρι για την αττική ιστοριογραφία του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, οι οποίοι, όπως ορθώς ομολογείται στα μελετήματά του, έθεσαν πρώτοι τα θεμέλια των σύγχρονων εκλεπτυσμένων θεωριών περί της παγκόσμιας ιστορίας, καθώς επίσης τον απεριόριστο σεβασμό με τον οποίον περιβάλλει την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ως κορυφαίο γνωστικό αντικείμενο, που οπωσδήποτε πρέπει να διδαχθεί στο πλαίσιο των οποιωνδήποτε μελλοντικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων σπουδών. Για να είμαστε δίκαιοι, λοιπόν, παρά τη μεγάλη εκτίμηση που έχουμε για έναν τέτοιον χαρισματικό διανοούμενο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι τα πράγματα πρέπει να τίθενται ανυπόκριτα στις σωστές βάσεις τους, προκειμένου όσον αφορά στην κλασική παιδεία ειδικότερα να εγείρονται τα απαραίτητα αναχώματα σε κάποιες τουλάχιστον υπερβολές και ακρότητες μερικών στοχαστών της νεότερης και σύγχρονης εποχής.

Ο κ. Ανδρέας Γ. Μαρκαντωνάτος είναι καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού.