Με τον προχθεσινό ανασχηματισμό ολοκληρώθηκε ένας πολιτικός κύκλος.

Η κυβέρνηση επιβεβαίωσε την εμπιστοσύνη της Βουλής, ένας νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετακόμισε στην Ηρώδου Αττικού, ο Πρωθυπουργός ανανέωσε το κυβερνητικό σχήμα και όποιος φιλοδοξεί να τον διαδεχθεί θα χρειαστεί να περιμένει δύο-δυόμισι χρόνια.

Τα υπόλοιπα θα τα βρούμε στην πορεία.

Με την πολιτική και συνταγματική βεβαιότητα ότι η Δημοκρατία μας αποδεικνύει σταθερά πως είναι αρκετά ισχυρή για να αντιμετωπίζει τις φωνές των επιτήδειων και τις συγκινήσεις των γεγονότων. Δεν ενδίδει στο τυχάρπαστο.

Κάθε φορά όμως που τελειώνει ένας κύκλος, ανοίγει ένας άλλος.

Και στις επόμενες εκλογές η κυβέρνηση θα κριθεί δευτερευόντως να εξηγηθεί για το «χαμένο ξυλόλιο», τους «άγνωστους νεκρούς» ή τα «εξαϋλωμένα βαγόνια».

Θα κριθεί κυρίως από την ποιότητα της διακυβέρνησης που θα προσφέρει στους πολίτες.

Και φυσικά από τις σχέσεις εμπιστοσύνης που θα ανανεώσει ή θα οικοδομήσει με ένα πλειοψηφικό τμήμα του εκλογικού σώματος.

Ούτως ή άλλως, η αποδοχή από «όλους» είναι ανέφικτη και γι’ αυτό η δημοκρατία αποτελεί το καθεστώς των κυρίαρχων πλειοψηφικών ρευμάτων. Αυτά κρίνουν την πορεία των πραγμάτων.

Αν μετρήσουμε τις δημοσκοπήσεις, αυτές οι σχέσεις έχουν κλονιστεί και γι’ αυτό η αποκατάστασή τους αποτελεί την απόλυτη προτεραιότητα της κυβέρνησης.

Φταίνε προφανώς οι κυβερνητικοί χειρισμοί, φταίει ίσως η δυσπιστία του ακροατηρίου, φταίει ασφαλώς η φθορά του χρόνου που στη διακυβέρνηση ή στον έρωτα είναι αμείλικτη.

Ηδη, τον προσεχή Ιούλιο ο Κ. Μητσοτάκης θα είναι ο μακροβιότερος Πρωθυπουργός των τελευταίων δεκαετιών μετά τον Κώστα Σημίτη και έχει ήδη κερδίσει τρεις συνεχόμενες βουλευτικές εκλογές.

Στα πλεονεκτήματά του είναι η πολιτική ομαλότητα που έχει διασφαλίσει, το οικονομικό νοικοκύρεμα και η διεθνής αναταραχή που συνήθως λειτουργεί υπέρ της κυβερνητικής σταθερότητας.

Κυρίως όμως είναι η ανυπαρξία ουσιαστικής και φερέγγυας αντιπολίτευσης, ικανής να παρουσιάσει μια αξιόπιστη κυβερνητική βάση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διαλυθεί, το ΠαΣοΚ αιωρείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, η Κωνσταντοπούλου και ο Βελόπουλος εμφανίζουν μια αδιαμφισβήτητη δυναμική αλλά χωρίς πραγματική πολιτική προοπτική.

Κινούνται ακόμη στο μεταίχμιο ενός ακτιβισμού διαφόρων θυμωμένων και μιας προσωποκεντρικής γραφικότητας.

Αλλά αυτός είναι ο κύκλος που έκλεισε. Ο κύκλος που ανοίγει είναι εκείνος που θα οδηγήσει τον Πρωθυπουργό και την παράταξή του στις επόμενες εκλογές και στο ενδεχόμενο μιας νέας τετραετίας.

Την οποία όμως θα χρειαστεί να διεκδικήσουν σκληρά.