Στο σημείωμά μας της Κυριακής 22.1 είχαμε υπογραμμίσει τις συνέπειες που συνεπάγεται η γήρανση του πληθυσμού της χώρας μας. Σε κάθε συνταξιούχο αντιστοιχεί πλέον μόλις 1,5 εργαζόμενος, ενώ η υγιής αντιστοιχία είναι ένας συνταξιούχος προς 3 εργαζομένους. Οι ελλείψεις εργατικών χεριών είναι έντονη έως δραματική στον τομέα της γεωργίας και της κτηνοτροφίας, ενώ πιεστικές είναι οι ανάγκες και στον δυναμικότερο τομέα της οικονομίας μας, τον τουρισμό.

Το πρόβλημα πάντως δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά μαστίζει και τις άλλες χώρες τις Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε μεγάλη έρευνα του Γιώργου Κανελλόπουλου στα «ΝΕΑ» (14.1) επισημαίνεται ότι ήδη μόνο το 70% του πληθυσμού της ΕΕ είναι πια σε ηλικία εργασίας και έως το 2070 το ποσοστό αυτό θα έχει περιοριστεί σε 54%. Ηδη 400.000 εργαζόμενοι λείπουν από τη Γερμανία, 140.000 από την Ισπανία και 1,5 εκατομμύριο είναι οι ελλείψεις στη Βρετανία.

Για το μείζον αυτό πρόβλημα αναμένεται από την Ευρωπαϊκή Ενωση να αναλάβει πρωτοβουλίες αντιμετώπισής του. Αλλά καθώς οι Βρυξέλλες είναι βραδυκίνητες και το πρόβλημα είναι άμεσο και οξύ, ήδη οι επιμέρους χώρες παίρνουν σχετικές πρωτοβουλίες. Η Γερμανία π.χ. μειώνει τη γραφειοκρατία για τους μετανάστες και διευκολύνει την αναγνώριση πτυχίων, ενώ η Γαλλία ετοιμάζει μεταναστευτικό νόμο που θα επιτρέπει την πρόσληψη μεταναστών και αιτούντων άσυλο.

Ας υπογραμμιστεί ότι το 3,1% της προσφοράς θέσεων εργασίας στην ευρωζώνη παραμένει ακάλυπτο και ήδη οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες αναζητούν εργαζομένους από το εξωτερικό. Παρατηρείται μάλιστα απομύζηση υψηλών προσόντων εργαζομένων από πλουσιότερες χώρες, όπως η Γερμανία, σε βάρος των φτωχότερων. Η Ελλάδα υπήρξε θύμα αυτής της τάσης καθώς 500.000 πτυχιούχοι και προσοντούχοι νέοι μας έχουν μέχρι τώρα μεταναστεύσει στη Γερμανία κυρίως, αλλά και σε άλλες πλουσιότερες χώρες της Ευρώπης. Τεράστιες και συνεχώς εντεινόμενες είναι οι ελλείψεις εργατικών χεριών στη γεωργία και στην κτηνοτροφία μας, καθώς οι νεότεροι Ελληνες αποφεύγουν τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, ενώ οι ελλείψεις αντιμετωπίζονται προχείρως και ατελώς με εποχική προσέλκυση εργατικών χεριών από γειτονικές χώρες όπως η Αλβανία και η Βουλγαρία.

Το πρόβλημα θα μπορούσε να επιλυθεί με μια μεθοδευμένη και επιλεκτική προσέλκυση εργατικών χεριών από φτωχές χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου οι πληθυσμοί πλεονάζουν λόγω υψηλής γεννητικότητας από την οποία χαρακτηρίζονται. Ομως αυτή σημειώνεται κυρίως σε χώρες όπου κυριαρχεί η μουσουλμανική θρησκεία, η οποία την ενθαρρύνει. Ακριβώς αυτός είναι και ο κύριος λόγος που οι ευρωπαϊκές χώρες διστάζουν να ενθαρρύνουν την προσέλκυση μεταναστών, καθώς επικρέμαται μέγας κίνδυνος αλλοίωσης των πολιτιστικών χαρακτηριστικών της προηγμένης Δύσης. Καθώς οι μουσουλμάνοι μετανάστες αρνούνται να προσαρμοστούν προς τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά των χωρών υποδοχής, προσπαθούν αντίθετα κατ’ επιταγήν του προφήτη Μωάμεθ να επιβάλουν την πίστη στο Ισλάμ και τα οπισθοδρομικά του χαρακτηριστικά, όπως ο υποβαθμισμένος ρόλος της γυναίκας.

Νομίζω ότι ευχής έργον θα ήταν να υιοθετηθεί από την ΕΕ πολιτική προσέλκυσης μεταναστών από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, οι οποίες μαστίζονται από υπανάπτυξη και ανεργία. Καθώς είναι χριστιανοί και μάλιστα ιδιαίτερα πιστοί, θα πολλαπλασίαζαν τον χριστιανικό πληθυσμό της Ευρώπης και θα περιόριζαν τον εκμουσουλμανισμό της, όπως υπάρχει σήμερα μείζων κίνδυνος.