Σε αντικείμενο έντονου πολιτικού «διαγωνισμού πλειοδοσίας» μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης έχει εξελιχθεί η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού. Πρόκειται για την τέταρτη κατά σειρά, μετά τη λήξη της «μνημονιακής περιόδου», κατά τη διάρκεια της οποίας οι μισθοί αφενός υπέστησαν τεράστιες αριθμητικές απώλειες, αφετέρου απώλεσαν το θεσμικό καθεστώς διαμόρφωσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.

Ενδεικτικό της κατάρρευσης των μισθών κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης είναι το γεγονός ότι μετά από τρεις αυξήσεις οι κατώτατες αμοιβές δεν έχουν επανέλθει ακόμη στα προ της κρίσης επίπεδα. Και βεβαίως ούτε συζήτηση για τους λεγόμενους «μέσους μισθούς», οι οποίοι παραμένουν «παγωμένοι», αφού ουδόλως επηρεάσθηκαν από τις αυξήσεις που δόθηκαν στα κατώτατα όρια των αμοιβών. Χαρακτηριστικό είναι το στοιχείο σύμφωνα με το οποίο το 80% των εργαζομένων δεν έχουν «δει» καμία αλλαγή στις αμοιβές τους, παρά τις αλλεπάλληλες αυξήσεις του κατώτατου μισθού.

Προσωπικά ο Πρωθυπουργός κατά το πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του προσδιόρισε ως έναν από τους στόχους του 2023 «τους καλύτερους μισθούς», ενώ «έφερε» πιο κοντά την ισχύ του νέου κατώτατου μισθού, στις αρχές Απριλίου.

Η συνολική επιστροφή των μισθών στα προ της κρίσης επίπεδα είναι βέβαιο ότι αποτελεί τη μεγαλύτερη πρόκληση στον χώρο της εργασίας για το 2023. Ωστόσο ως «επιστροφή των μισθών» δεν θα πρέπει να θεωρείται η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, για τον οποίο «διαγκωνίζονται» κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά η επαναφορά και των υπολοίπων αμοιβών, στις οποίες έως τώρα δεν «περνούν» οι αυξήσεις.

Καλή είναι η επαναφορά του κατώτατου μισθού πάνω από τα προ της κρίσης επίπεδα, αλλά χωρίς την επιστροφή των κλαδικών συμβάσεων εργασίας και την αποκατάσταση των κανόνων του συλλογικού δικαίου που καταργήθηκαν κατά την περίοδο των μνημονίων, η επίτευξη του πρωθυπουργικού στόχου για «καλύτερους μισθούς» είναι αμφίβολη.