Η συνάντηση και η Διακήρυξη της Αθήνας ανοίγουν ένα νέο αμοιβαία επωφελές κεφάλαιο στις σχέσεις μας, δηλώνει ο Ουνάλ Τσεβικόζ, πρώην σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP) στη συνέντευξή του στο «Βήμα».

Ο τούρκος πρώην διπλωμάτης και αντιπρόεδρος σήμερα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, ο οποίος αναμενόταν να γίνει υπουργός Εξωτερικών αν κέρδιζε τις εκλογές το CHP, επισημαίνει ότι οι δύο ηγέτες προχώρησαν σε εξαιρετικά σημαντικά θέματα για την οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης.

Ποια είναι η εκτίμησή σας για τον στόχο της Τουρκίας στον νέο γύρο προσέγγισης μεταξύ των δύο χωρών;

«Είναι αξιοσημείωτο ότι μετά από όλη την εμπρηστική ρητορική που χρησιμοποίησε ο πρόεδρος Ερντογάν εναντίον της Ελλάδας και του έλληνα πρωθυπουργού Μητσοτάκη, τώρα έχει στρίψει την αφήγησή του και έχει γίνει πολύ ανυπόμονος αναζητώντας μια θετική ατζέντα μεταξύ των δύο χωρών. Αυτό πρέπει να χαιρετιστεί ως μια ευχάριστη έκπληξη. Ωστόσο, πολλοί αναρωτιούνται γιατί συμβαίνει αυτό. Ολοκληρώθηκαν οι βουλευτικές και προεδρικές εκλογές στην Τουρκία. Ο Ερντογάν σημείωσε ακόμη μια νίκη. Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία έχει τοπικές εκλογές στα τέλη Μαρτίου 2024, αυτό είναι ένα εντελώς εσωτερικό ζήτημα και ο Ερντογάν δεν ανησυχεί ότι αυτές οι εκλογές θα επηρεάσουν την εξουσία του.

Ωστόσο, αισθάνεται ότι πρέπει να προσφέρει στο τουρκικό εκλογικό σώμα όσον αφορά τις εξωτερικές υποθέσεις της Τουρκίας και τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση γενικότερα και με την ΕΕ ειδικότερα. Αρα, υπάρχει σοβαρή ανάγκη αποκατάστασης των σχέσεων με τη Δύση. Πώς να γίνει; Είναι προφανές ότι η φιλική και θετική ατμόσφαιρα με την Ελλάδα είναι το κλειδί. Στην τελευταία έκθεση της ΕΕ και του Μπορέλ υπάρχουν πολλά θετικά σημάδια, αλλά όλα συνδέονται με ορισμένες προϋποθέσεις. Το Κυπριακό συνεχίζει να αναφέρεται ως εμπόδιο στην πρόοδο στις σχέσεις Τουρκίας – ΕΕ. Ακόμη και εκεί, για να αντιμετωπίσεις το Κυπριακό με θετικό τρόπο, πρέπει πρώτα να πετύχεις πρόοδο στις τουρκοελληνικές σχέσεις. Εξ ου και η θετική στάση και ως εκ τούτου αυτή η προσέγγιση».

Πόσο μακριά έφτασαν οι δύο ηγέτες στη συνάντησή τους και πόσο θα μπορούσαν να προχωρήσουν περαιτέρω;

«Η συνάντηση της Αθήνας και η Διακήρυξη της Αθήνας ανοίγουν μια νέα σελίδα στις διμερείς μας σχέσεις. Κατ’ αρχάς, οι δύο πλευρές συμφώνησαν τελικά να αντιμετωπίσουν τις διμερείς σχέσεις με λειτουργική προσέγγιση. Βλέποντας τα έγγραφα που υπογράφηκαν στην Αθήνα, οι δύο πλευρές φαίνεται ότι έχουν παρακάμψει επιδέξια και διπλωματικά τα πολύ αμφιλεγόμενα ζητήματα και προχώρησαν σε θέματα που θα γίνουν εξαιρετικά σημαντικά για την οικοδόμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί. Δεύτερον, η συμφωνία για τον τουρισμό που θα επιτρέψει στους δύο λαούς να έρθουν πιο κοντά στο Αιγαίο, εάν εφαρμοστεί αποτελεσματικά, θα γίνει ένα σημαντικό επίτευγμα. Τρίτον, κατέληξαν επίσης σε συμφωνία για την αποφυγή της εμπρηστικής ρητορικής ο ένας εναντίον του άλλου, που είναι επίσης ένα σημαντικό επίτευγμα. Εκαναν ό,τι μπορούσαν και πήγαν όσο μακριά τούς επέτρεπαν οι τρέχουσες συνθήκες».

Είναι ανθεκτική αυτή η détente και αποτελεί μια κατάσταση win-win όπως είπε ο τούρκος πρόεδρος πριν από λίγες μέρες;

«Προσωπικά πιστεύω στην αξία των διμερών σχέσεων καλής γειτονίας μεταξύ των χωρών μας. Ως εκ τούτου, συμφωνώ σθεναρά με την ιδέα ότι η συνάντηση της Αθήνας ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις μας, το οποίο θα είναι αμοιβαία επωφελές. Και, ναι, είναι μια κατάσταση win-win. Το αν θα είναι ανθεκτική ή όχι εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την καλή θέληση και τις καλές προθέσεις των δύο πλευρών και το πώς θα προχωρήσουν στη συνέχεια. Και στις δύο χώρες θα μπορούσαν να υπάρξουν κάποιες φωνές που να υπονομεύουν την επιτυχία που επιτεύχθηκε στην Αθήνα. Είναι καιρός να σταθούμε απέναντι σε τέτοιες κακοπροαίρετες απόπειρες».