Εως πριν από λίγες εβδομάδες ουδείς στο Μέγαρο Μαξίμου και το υπουργείο Εξωτερικών εκτιμούσε ότι μια συνάντηση μεταξύ του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Ταγίπ Ερντογάν θα λειτουργούσε προς όφελος της Αθήνας. Η δε συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας – εδώ και τουλάχιστον έναν χρόνο μετατιθέμενη από μήνα σε μήνα – έμοιαζε με ξεχασμένη υπόθεση. Αλλωστε, καθώς κατά γενική ομολογία ο ελληνοτουρκικός διάλογος έχει ατονήσει, εξέλιπε το βασικό συστατικό στοιχείο: μια ουσιαστική ατζέντα θεμάτων προς συζήτηση.
Παραλλήλως, η δημόσια παραδοχή των υπουργών Εξωτερικών, κ.κ. Γιώργου Γεραπετρίτη και Χακάν Φιντάν (Νοέμβριος 2024), ότι δεν εντοπίζεται κοινό πλαίσιο κατανόησης όσον αφορά τη διευθέτηση της μείζονος διαφοράς – δηλαδή τη χάραξη θαλασσίων ζωνών – οδήγησε στην περιθωριοποίηση και των πολιτικών διαβουλεύσεων, ως εναλλακτικής των διερευνητικών επαφών. Η διπλωματικά απρεπής ακύρωση, από την τουρκική πλευρά, του τετ α τετ κορυφής στη Νέα Υόρκη τον περασμένο Σεπτέμβριο, σε συνδυασμό με την πρωτοβουλία της Αθήνας για την αποτύπωση σε χάρτη των απώτατων δυνητικών ορίων της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) και κυρίως με τη συμμετοχή της αμερικανικής Chevron στα οικόπεδα νότια της Κρήτης έφεραν ξανά στην επιφάνεια το χάσμα μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου. Τι άλλαξε όμως ξαφνικά και ο Κυριάκος Μητσοτάκης χαρακτήρισε κατά τη διάρκεια της συζήτησής του με τον Γιάννη Πρετεντέρη (στο συνέδριο του «Βήματος») «ώριμες» τις συνθήκες για να διεξαχθεί εντός του πρώτου τριμήνου του 2026 το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας (ΑΣΣ);
«Κανονικότητα» και ανησυχία έξωθεν παρέμβασης
«Αυτή είναι η λογική της κανονικότητας μεταξύ δύο γειτονικών κρατών παρά τις διαφορές, δεν πρέπει να υπάρχει κάποιος εξαιρετικός λόγος για να διεξάγονται συνομιλίες ακόμα και στο ανώτατο επίπεδο» λένε στο «Βήμα» διπλωματικές πηγές, αφενός απορρίπτοντας το σκεπτικό ότι η ατμόσφαιρα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις έχει αλλάξει, αφετέρου όμως διευκρινίζοντας ότι αν πράγματι συγκληθεί το ΑΣΣ δεν πρόκειται να προκύψει κάτι «θεαματικό». «Ενδεχομένως να προωθηθούν ορισμένες “χαμηλής πολιτικής” συμφωνίες. Το κυριότερο όμως είναι να μεταδοθεί το μήνυμα ότι συνεχίζεται ο δομημένος διάλογος» προσθέτουν οι ίδιες πηγές.
Ο Πρωθυπουργός, βεβαίως, ανέδειξε ως πρώτιστο στόχο τη διατήρηση ανοικτών διαύλων επικοινωνίας, χωρίς υποχωρήσεις, ώστε και σε περίπτωση που συμβεί κάτι «απρόοπτο, πρέπει κάποιοι άνθρωποι να μπορούν να σηκώσουν ένα τηλέφωνο, να επικοινωνούν και να εκτονώνουν την όποια κρίση μπορεί να πάει να εξελιχθεί». Ανάμεσα όμως από τις γραμμές όσων είπε ο κ. Μητσοτάκης υφέρπει η ανησυχία της Αθήνας για τα εξής δύο ενδεχόμενα: Πρώτον, την επιστροφή στην εποχή των ανεξέλεγκτων εντάσεων. Δεύτερον, το ενδεχόμενο μιας έξωθεν παρέμβασης – προφανώς από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών – προς διευθέτηση των διαφορών, διμερών ή πολυμερών, στην Ανατολική Μεσόγειο όχι προφανώς υπό τους όρους του Διεθνούς Δικαίου, αλλά στη λογική του ισχυρού που επιχειρεί να επιβάλει παγκοσμίως ο Ντόναλντ Τραμπ.
«Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι στην κυβέρνηση δεν θα ήθελαν να έρθουν αντιμέτωποι με μια αμερικανική πρωτοβουλία» λέει στο «Βήμα» κοινοβουλευτικός με μακρά εμπειρία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, προσθέτοντας όμως ότι «κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να προκύψει αύριο το πρωί». Προφανώς, η κατάσταση στην περιοχή είναι παραπάνω από πολύπλοκη, οι διαφορές έχουν αιωνόβιες ιστορικές ρίζες, άρα προσεγγίσεις όπως αυτές που κυριαρχούν τελευταία στη δημόσια σφαίρα (βλ. Τομ Μπάρακ, αμερικανού πρεσβευτή στην Αγκυρα) μοιάζουν έως και απλοϊκές. Η θέση της Αθήνας περί εμπλοκής τρίτων έχει εκφραστεί επανειλημμένως και συμπυκνώνεται στην αποστροφή ότι «Ελλάδα και Τουρκία αντιμετωπίζουν διμερώς τα μεταξύ τους ζητήματα». Οπως, δε, υπενθυμίζει παλαιός διπλωμάτης «και οι Τούρκοι προτιμούν τον απευθείας διάλογο». Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι στην Αγκυρα ουδέποτε άρεσε η προσπάθεια διεθνοποίησης των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Για τη διατήρηση της ισορροπίας
Αν πάντως η Αθήνα πράγματι ανησυχεί περί παρέμβασης τρίτων, τότε η επιχειρούμενη αναβίωση του διαλόγου με την Αγκυρα, όπως και η πρωτοβουλία για τη δημιουργία του σχήματος 5Χ5 στην Ανατολική Μεσόγειο, που όμως παραμένει εν υπνώσει, λειτουργούν θετικά ως προς την εκπομπή ενός εν γένει διαλεκτικού μηνύματος. Σύμφωνα δε με ασφαλείς πληροφορίες, στο Μέγαρο Μαξίμου θεωρούν ότι καθώς πλέον έχει κλείσει ένας ευρύς κύκλος πρωτοβουλιών και εκκρεμοτήτων, σχετικά ανέφελα, τότε οι συνομιλίες με την Τουρκία δύναται να αναβιώσουν. Ο Θαλάσσιος Χωροταξικός Σχεδιασμός και η οριοθέτηση του πάρκου στις Νότιες Κυκλάδες σε πρώτη φάση ολοκληρώθηκαν, η Αγκυρα φαίνεται να μένει σε πρώτη φάση εκτός του προγράμματος SAFE, το αμερικανικό ενδιαφέρον για τη μετατροπή της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο πλαισιώθηκε με δύο συμφωνίες, η ελληνική μέση γραμμή στα νότια της Κρήτης υιοθετήθηκε από τη Chevron, το καλώδιο «πάγωσε» έως την εύρεση νέων επενδυτών, οι εξελίξεις στο Κυπριακό εξαρτώνται από το πώς θα διαμορφωθεί το ισοζύγιο των σχέσεων ανάμεσα στην Αγκυρα και τον νέο τουρκοκύπριο ηγέτη, με δεδομένη πάντως την τουρκική αδιαλλαξία.
Εναντι κάθε ενός εξ αυτών των ζητημάτων η Τουρκία εξέφρασε τις πάγιες αναθεωρητικές θέσεις της, χωρίς να ανεβάσει την ένταση, πολλώ δε μάλλον να τη μεταφέρει επί του πεδίου. Στην Αθήνα, λοιπόν, θέλουν να διατηρηθεί αυτή η ισορροπία, αφενός διότι γνωρίζουν ότι εν μέσω της γενικότερης ρευστότητας πάντα υποκρύπτονται πιθανότητες ανεξέλεγκτης κλιμάκωσης, αφετέρου και κυριότερο καθώς ο έλληνας πρωθυπουργός έχει να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό σειρά ανοικτών μετώπων και το τελευταίο που θα ήθελε είναι ακόμα ένα κυνηγητό με την Αγκυρα. Το 2026, άλλωστε, είναι εκ των πραγμάτων μια προεκλογική χρονιά, με το κυβερνών κόμμα να ταλανίζεται διαρκώς από την εσωστρέφεια που προκαλούν υποθέσεις όπως αυτή του ΟΠΕΚΕΠΕ, αδυνατώντας να ανέλθει ξανά δημοσκοπικά έστω κοντά στα όρια της αυτοδυναμίας.
Δεσμεύσεις και για το «casus belli»
Οσον αφορά πάντως την ουσία των νομικών-διπλωματικών ζητημάτων, τίποτα δεν υποδεικνύει ότι θα μπορούσε να καταγραφεί έστω η ελάχιστη πρόοδος, παρά μόνο ακόμα μία παραδοχή – αυτή τη φορά σε επίπεδο ηγετών – τύπου «συμφωνούμε ότι διαφωνούμε». Αυτό αποδείχθηκε άλλωστε κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ομιλίας του κ. Φιντάν στην τουρκική Εθνοσυνέλευση όπου και αναπτύχθηκε η θέση της Αγκυρας περί «συνολικής λύσης των διαφορών» στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, σε μια συνάντηση κορυφής είναι αδύνατο να αποφευχθούν οι αναφορές στα μείζονα διά των οποίων διακυβεύεται η διατήρηση των «ήρεμων νερών».
Ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης έχει δεσμευτεί, τουλάχιστον τρεις φορές δημοσίως, ότι θα θέσει στον τούρκο πρόεδρο θέμα άρσης του casus belli, το οποίο συνδέεται άμεσα με την ευρύτερη συμμετοχή της Αγκυρας στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής αμυντικής αυτονομίας. Ο δε Ταγίπ Ερντογάν αποκλείεται να μην αναφερθεί στις προσπάθειες της Αθήνας και της Λευκωσίας (διά της απειλής του βέτο) «να παρεμποδίσουν με ίδια κριτήρια» τον επανασχεδιασμό της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας άρα και τη μεγέθυνση του γεωπολιτικού αποτυπώματος της Τουρκίας. Εξίσου βέβαιο είναι ότι στο επίκεντρο των δημόσιων δηλώσεων θα βρεθούν τα ενεργειακά και οι προεκτάσεις τους στις θαλάσσιες ζώνες. Γνωστή θέση του κ. Ερντογάν είναι ότι «κανένα έργο δεν πρόκειται να προχωρήσει χωρίς την έγκρισή μας», με την Αθήνα να ανταπαντά ότι «δεν παίρνουμε άδεια από κανέναν για ζητήματα που άπτονται της άσκησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας».
Οπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, τόσο για τη διεξαγωγή του ΑΣΣ όσο και για τη «χορογραφία» της δημόσιας παρουσίας των δύο ηγετών απαιτείται διεξοδική και κυρίως προσεκτική προεργασία, διότι η συζήτηση είναι εύκολο να εκτραπεί επιφέροντας τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η πρόσκληση του κ. Ερντογάν στον κ. Μητσοτάκη παραμένει ανοικτή καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων μηνών. Αυτό υπονόησε λίγες ημέρες πριν ο κ. Φιντάν, το ίδιο είχε πει ανοικτά ο τούρκος πρεσβευτής στην Αθήνα, ανήμερα της επετείου ίδρυσης της Τουρκικής Δημοκρατίας. Αρα η μπάλα βρίσκεται στα ελληνικά πόδια.






