Νομική προστασία στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης του Σινά προσφέρει η κυβέρνηση, προχωρώντας στη σύσταση νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ελληνορθόδοξη Ιερά Βασιλική Αυτόνομη Μονή Αγίας Αικατερίνης του Αγίου και Θεοβαδίστου Ορους Σινά».

Σκοπός είναι να αποκτήσει η Μονή νομική υπόσταση στη χώρα μας, όπως αναφέρεται στο σχετικό νομοσχέδιο του υπουργείου Παιδείας που κατατέθηκε στη Βουλή, προκειμένου να μπορεί να διαχειρίζεται την κινητή και ακίνητη περιουσία της, τα ανεκτίμητα κειμήλια που διαθέτει και τη βιβλιοθήκη της.

Το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής έχει αμφισβητηθεί από την απόφαση του αιγυπτιακού δικαστηρίου και έχει ξεκινήσει γύρος διαβουλεύσεων ανάμεσα στην ελληνική και στην αιγυπτιακή κυβέρνηση.

Η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου της Ισμαηλίας (29/5/2025), που, μεταξύ άλλων, έκρινε ως ανυπόστατο το ιδιοκτησιακό καθεστώς της Μονής Σινά επί περιουσιακών της στοιχείων στην ευρύτερη περιοχή της, προκάλεσε εύλογες απορίες ως προς τη φύση και την πραγματική αξία των αμφισβητούμενων αυτών ιδιοκτησιών, αλλά και συζητήσεις σχετιζόμενες αναπόφευκτα με τις προσλαμβάνουσες της κοινωνίας μας γύρω από την έννοια της μοναστηριακής περιουσίας εν γένει. Οι γραμμές που ακολουθούν θα επιχειρήσουν να προσεγγίσουν το θέμα αναλύοντας τα δεδομένα του.

1 Μπορεί να κατανοηθεί η ιδιαιτερότητα των ιδιοκτησιών αυτών χωρίς γνώση του χώρου όπου βρίσκονται;

Για την κατανόηση του είδους και της μορφής των υπό εξέταση ιδιοκτησιών της Μονής είναι αναγκαία η γνώση της γεωμορφολογίας της χερσονήσου του Νοτίου Σινά. Η γενική αντίληψη που έχουμε συχνά περί της ερήμου ως εδάφους επίπεδου και αμμώδους είναι ανακριβής. Η έρημος του Νοτίου Σινά διαμορφώνεται από γρανιτώδεις ορεινούς όγκους με κορυφές ύψους άνω των 2.000 μέτρων, μεταξύ των οποίων αναπτύσσονται βαθιές κοιλάδες και μικρά ορεινά πλατώματα.

Οι βροχοπτώσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες και το νερό, είδος πολύτιμο, αντλείται από πηγάδια, αποθηκεύεται σε δεξαμενές και – σε περίπτωση βροχής – συγκρατείται πρόσκαιρα σε υποτυπώδη φράγματα. Για να γίνουν πιο κατανοητές αυτές οι συνθήκες, αξίζει να αναφερθεί ότι όταν στη δεκαετία του 1930 οικοδομήθηκε εκ νέου το παρεκκλήσιο στην Κορυφή του Δεκαλόγου, χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να αποταμιευτεί η απαιτούμενη ποσότητα νερού για το έργο.

Οι κοιλάδες και τα πλατώματα παρέχουν όρους ευνοϊκότερους αλλά πάντα δύσκολους για την ανθρώπινη εγκατάσταση και δραστηριότητα, και η ίδια η Μονή Σινά κτίστηκε στο βάθος μιας τέτοιας κοιλάδας, πολύ χαμηλότερα από την Κορυφή της Νομοδοσίας, από την οποία απέχει περίπου 2,5 ώρες πεζοπορίας.

2 Ποιες ανθρώπινες δραστηριότητες αναπτύχθηκαν διαχρονικά στο Νότιο Σινά;

Υπό τις δυσμενείς αυτές συνθήκες διαβίωσης, το Νότιο Σινά κατοικήθηκε ελάχιστα κατά τους ιστορικούς χρόνους και λειτούργησε περισσότερο ως γέφυρα για δευτερεύοντες εμπορικούς δρόμους. Η μόνη μικρή πόλη που μπόρεσε να συγκροτηθεί κατά την ακμή των ρωμαϊκών χρόνων υπήρξε η Φαράν, αρκετά βορειότερα της Μονής, η οποία όμως από τον 8ο αιώνα παρήκμασε και τελικά εγκαταλείφθηκε. Η έρημος επέστρεψε έκτοτε στην εσωστρέφειά της, κατοικούμενη από λίγους σκηνίτες Βεδουίνους και από τους ελληνορθόδοξους σιναΐτες μοναχούς, που αποτέλεσαν το σταθερότερο και πλέον ακμαίο στοιχείο της περιοχής.

Η μοναστική παρουσία στο Σινά υπήρξε κατά τους πρώτους αιώνες απροσδόκητα πυκνή. Η αρχαιολογική έρευνα έχει εντοπίσει στην ευρύτερη περιοχή περί τις 400 θέσεις που σχετίζονται με παρουσία μοναχών, είτε ερημιτών είτε μικρών μοναστικών ομάδων. Η ανάμνηση της πυκνότητας των μοναστικών εγκαταστάσεων αποτυπώνεται σε σιναϊτική παράδοση, σύμφωνα με την οποία στα χρόνια της μεγάλης ακμής του μοναχισμού, κατά τη νύχτα της Αναστάσεως, το πασχαλινό μήνυμα μεταδιδόταν από την Παλαιστίνη ως το Σινά με μια ηχητική σκυταλοδρομία, από τα σήμαντρα των ενδιάμεσων μοναστηριών και ασκητηρίων.

Ετσι δεν είναι τυχαίο ότι στο πλαίσιο των κοινωνιών της ερήμου η Μονή έγινε κατανοητή ως το κέντρο μιας τοπικής φυλής, αυτής των μοναχών, με τον δικό τους ζωτικό χώρο, χώρο που προσδιοριζόταν και σε επίσημα κρατικά έγγραφα ως έκταση «δρόμου μίας ημέρας». Η επικοινωνία με τον έξω κόσμο, εκτός από σπάνια καραβάνια προσκυνητών, γινόταν ως και τις αρχές του 20ού αιώνα μέσω του επινείου της Μονής στην Ερυθρά Θάλασσα, απ’ όπου έφθαναν στο μοναστήρι άνθρωποι, αγαθά και τρόφιμα ύστερα από δυόμισι ημερών πορεία στο λιοπύρι της ερήμου.

3 Τα εβδομήντα ένα επίμαχα αυτά περιουσιακά στοιχεία μπορούν να χαρακτηριστούν μεγάλη γαιοκτησία;

Οι ιδιοκτησίες αυτές, που έγιναν ευρύτερα γνωστές λόγω των πρόσφατων εξελίξεων, βρίσκονται όλες ανεξαιρέτως κοντά στη Μονή και εντός μιας ακτίνας 20 χλμ. σε ευθεία γραμμή από αυτή. Με βάση όσα αναφέρθηκαν παραπάνω για την πυκνή, συνεχή και εντατική μοναστική παρουσία επί χίλια πεντακόσια περίπου χρόνια στον χώρο, ο αριθμός αυτός δεν αποτυπώνει παρά τα υπολείμματα μιας ευρύτατης άλλοτε δραστηριότητας.

Θα πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι ο αριθμός 71 είναι το αποτέλεσμα καταγραφής σύμφωνα με τις αρχές και τις απαιτήσεις της κτηματολόγησης. Για παράδειγμα, το ίδιο το ιουστινιάνειο μοναστήρι με τον περιβάλλοντα χώρο του εμφανίζεται ως πέντε ξεχωριστές ιδιοκτησίες, προφανώς με βάση τις επιμέρους χρήσεις (κυρίως Μονή, κήποι, ξενώνας κ.λπ.).

Στην απομακρυσμένη περιοχή Ραμχάν ή Αρσελάου, τόπο με έντονη παρουσία μοναχών ήδη από τον 6ο αιώνα, καταγράφονται ως τέσσερις διαφορετικές ιδιοκτησίες το ερείπιο των βυζαντινών κελιών, ο νεότερος ναός, το σύγχρονο κελί και ο κήπος. Για τους ίδιους τεχνικούς λόγους, γειτονικοί, σχεδόν εφαπτόμενοι κήποι, που τους χωρίζει μια στενή λωρίδα βράχων αλλά διαθέτουν ο καθένας τη δική του περίφραξη, εγγράφονται ως διαφορετικές ιδιοκτησίες. Τα παραδείγματα είναι πολλά και αντιλαμβανόμαστε ότι ο αριθμός 71 μειώνεται σημαντικά αν αντιμετωπίσουμε τα περιουσιακά αυτά στοιχεία στην πραγματική τους μορφή, ως ιδιοκτησιακές ενότητες.

4 Για τι είδους ιδιοκτησίες πρόκειται, ποια τα μεγέθη, οι χρήσεις τους, τα έσοδα που επιφέρουν;

Αξιοποιώντας στοιχεία για τα μεγέθη των ιδιοκτησιών, όπως αυτά περιέχονται στην πρόσφατη δικογραφία και τα οποία (ακόμα και αν χρήζουν ενδεχομένως σημαντικών αναθεωρήσεων) είναι σε κάθε περίπτωση ενδεικτικά, μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

Δεκαπέντε από τις ιδιοκτησίες είναι μεμονωμένα ιστορικά παρεκκλήσια διάσπαρτα στην περιοχή, επιφάνειας 13 έως 350 τετραγωνικών μέτρων (στην περίπτωση που τους προσμετράται και κάποιος μικρός προαύλιος χώρος).

Δεκατρείς αποτελούν διάσπαρτα μεμονωμένα κτίρια, κελιά ή αποθήκες, εμβαδού 12-200 τ.μ.

Σε ό,τι αφορά τους ιστορικούς κήπους, οι επτά έχουν έκταση μικρότερη από 1 στρέμμα, δεκαεπτά αναπτύσσονται σε 1-4 στρέμματα, δώδεκα εκτείνονται σε 4-20 στρέμματα και μόνο ένας από τους κήπους είναι πραγματικά μεγάλος – περί τα 60 στρέμματα στην Κοιλάδα των Αγίων Τεσσαράκοντα.

Οι κήποι αυτοί αποτελούν εδάφη άνισης παραγωγικότητας, η οποία δεν είναι ευθέως ανάλογη της έκτασής τους. Η απόδοσή τους εξαρτάται από την ποιότητα του εδάφους, τη δυνατότητα ύδρευσης, την απόστασή τους από τη Μονή. Οι σημαντικότεροι από αυτούς βρίσκονται ακριβώς έξω από το μοναστήρι, αλλά και στις κοιλάδες των Αγίων Αποστόλων, των Αγίων Αναργύρων, της Παναγίας (Μποστάνι) και των Αγίων Τεσσαράκοντα.

Συνιστούν το αποτέλεσμα επίπονης προσπάθειας από γενιές μοναχών που τους δημιούργησαν εκ του μηδενός μεταφέροντας χώμα και που κυριολεκτικά τους υπερασπίστηκαν από τα στοιχεία της φύσης. Οι κήποι αυτοί παράγουν με πολύ κόπο λίγα προϊόντα, καλύπτοντας εν μέρει τις ανάγκες της Μονής, των εργαζομένων και των προσκυνητών. Προφανώς δεν αποτελούν επενδυτικά ακίνητα, ούτε αποφέρουν εισοδήματα, αλλά μόνο περιορισμένες σοδειές.

Εκτός από μικρούς λαχανόκηπους, που τροφοδοτούν σποραδικά το μαγειρείο με κηπευτικά, το κύριο βάρος της καλλιέργειας αποτελούν οι 1.700 περίπου ρίζες διάσπαρτα ξερικά ελαιόδεντρα, που καλύπτουν μέρος των διατροφικών και λειτουργικών αναγκών.

Καλλιέργειες άλλου είδους είναι σποραδικές και συχνά τυχαίες: πρόκειται για λίγες διάσπαρτες χουρμαδιές και αμυγδαλιές (οι ξηροί καρποί αποτελούσαν πάντα βασικό συμπλήρωμα διατροφής στην έρημο), κάποιες συκιές, μεμονωμένες βερικοκιές και αχλαδιές, οι καρποί των οποίων σπάνια ωριμάζουν και σπανιότερα καταναλώνονται, καθώς, πέρα από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες, οι καλλιεργητές έχουν διεκδικητικό ανταγωνιστή την πανίδα της ερήμου. Και το ανθρωπίνως σημαντικότερο: Στην κοιλάδα των Αγίων Τεσσαράκοντα βρίσκονται τα πηγάδια από τα οποία υδρεύεται μέσω αγωγών η Μονή.

5 Σε τι συνίσταται τελικά η σημασία των ιδιοκτησιών αυτών;

Για την πραγματική σημασία των περισσότερων από αυτές, που άλλωστε βρίσκονται πέρα από κάθε έννοια συμβατικής αξιολόγησης, δεν χρειάζεται τίποτε περισσότερο από την ίδια την ταυτότητά τους. Διότι στις εβδομήντα μία αυτές «ιδιοκτησίες» συμπεριλαμβάνονται η Αγία Κορυφή όπου δόθηκε ο Δεκάλογος στον Μωυσή⸱ το Σπήλαιο του Προφήτη Ηλία⸱ το ίδιο το μοναστήρι του Σινά με τα λείψανα της Αγίας Αικατερίνης, τα χειρόγραφα, τις εικόνες και τα λοιπά κειμήλιά του⸱ το ασκητήριο του Αγίου Ιωάννη της Κλίμακας⸱ το οστεοφυλάκιο με τα λείψανα των κεκοιμημένων μοναχών μιας αδελφότητας χιλίων πεντακοσίων ετών⸱ ασκητήρια, μοναστηράκια και περιβόλια γνωστά από μαρτυρίες προσκυνητών εδώ και πολλούς αιώνες: όλα τους κατ’ εξοχήν ιερά τοπόσημα του παγκόσμιου πνευματικού πολιτισμού. Οσο για τους ταπεινότερους κήπους, η συνεχής καλλιέργειά τους από την ίδια αδελφότητα επί δεκαπέντε αιώνες (υπάρχει άραγε κάποιο άλλο αντίστοιχο παράδειγμα παγκοσμίως;) προς το παρόν δεν κρίνεται αρκετή για να τεκμηριώσει τη χρησικτησία τους.

Δεν παύουν, όμως, να αποτελούν πολύτιμη μαρτυρία για τον κόσμο της ερήμου και τις ευαίσθητες ισορροπίες του, που από μόνος του αποτελεί ένα μνημείο Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

O κ. Νικόλαος Λ. Φύσσας είναι βυζαντινολόγος, αρχαιολόγος στο Ιδρυμα Ορους Σινά στην Αθήνα.