Στις αρχές του 18ου αιώνα ο Γκέοργκ Φρίντριχ Χέντελ (1685-1759) εγκαταλείπει τη γενέτειρά του, τη Γερμανία, και μεταβαίνει στην Ιταλία αναζητώντας νέες ευκαιρίες. Εκεί ο μαρκήσιος Φραντσέσκο Μαρία Ρούσπολι του αναθέτει τη σύνθεση ενός ορατορίου για την περίοδο του Πάσχα.

«Η Ανάσταση» (La Resurrezione) – έργο που αποτυπώνει τη σύγκρουση Παραδείσου και Κόλασης και περιγράφει τα γεγονότα που ακολουθούν τη Σταύρωση του Χριστού εστιάζοντας στις αντιδράσεις βιβλικών προσώπων όπως η Μαρία Μαγδαληνή, ο Αγιος Ιωάννης και η Μαρία του Κλωπά – κάνει πρεμιέρα στην Αιώνια Πόλη Κυριακή του Πάσχα του 1708. Για να χαρακτηριστεί στα χρόνια που ήρθαν ως ένα από τα πρώιμα αριστουργήματα του συνθέτη.

Ο Γιώργος Πέτρου, μαέστρος που διατηρεί ιδιαίτερη και πολύ δημιουργική σχέση με το μπαρόκ ρεπερτόριο, είχε παρουσιάσει το έργο στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη το 2010. Δεκαπέντε χρόνια μετά διευθύνει εκ νέου την «Ανάσταση», αυτή τη φορά από το πόντιουμ της Καμεράτας – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, απόψε, Μεγάλη Δευτέρα 14 Απριλίου, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.

Ποια είναι, αλήθεια, η αίσθηση που έχει ο μαέστρος όταν πιάνει ξανά ένα έργο με το οποίο είχε ασχοληθεί παλαιότερα;

«Είμαι, εννοείται, άλλος άνθρωπος σε σχέση με εκείνον που ήμουν το 2010. Βλέπω διαφορετικά τα πράγματα, βλέπω διαφορετικά και τη μουσική. Οι εμπειρίες που έχω συλλέξει σίγουρα επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο πλησιάζω το έργο, το οποίο θα διευθύνω και το καλοκαίρι, σκηνοθετημένο, σε σειρά παραστάσεων στη Ρώμη. Δεν είναι ο μοναδικός Χέντελ στον οποίο επιστρέφω. Το 2005 είχα ηχογραφήσει τον “Ταμερλάνο”, και αυτή η ηχογράφηση είναι μία από τις πιο πολυβραβευμένες μου. Δεν ασχολήθηκα ξανά με το έργο.

Τώρα, το ερχόμενο καλοκαίρι, θα το παρουσιάσω στο Διεθνές Φεστιβάλ Χέντελ του Γκέτινγκεν. Επιστρέφοντας λοιπόν στην παρτιτούρα του “Ταμερλάνου”, όπως και στην παρτιτούρα της “Ανάστασης”, μου έκανε εντύπωση πώς κάποια πράγματα που δεν τα είχα καν προσέξει, που δεν τα είχα σκεφτεί τότε, τα επισημαίνω και τα επεξεργάζομαι σήμερα. Η εμπειρία σε κάνει να λειτουργείς αλλιώς, αν και αυτό δεν είναι πάντα απολύτως θετικό».

Τι εννοείτε;

«Οταν δεν έχεις την εμπειρία αλλά έχεις την αίσθηση της ευθύνης, κάνεις πιθανώς μια εργασία πολύ λεπτομερή και ενδελεχή. Οταν είσαι έμπειρος, κάποια πράγματα γίνονται πιο αυτόματα, με κίνδυνο να μη βλέπεις με την ίδια προσοχή, να μη φθάνεις στο βάθος που θα μπορούσες να φτάσεις. Οπότε έχει και η απειρία τα καλά της (σ.σ.: γελάει). Εννοώ πως δεν πρέπει να βασίζεσαι μόνο στην εμπειρία: Οσα χρόνια και αν περάσουν, παραμένεις πάντα ένας μαθητής που σκύβει πάνω από το κάθε έργο για να το μελετήσει και για να αποκομίσει γνώση».

Πώς ήταν λοιπόν «Η Ανάσταση» που μελετήσατε εκ νέου σε σχέση με το έργο που θυμόσασταν;

«Για άλλη μία φορά επιβεβαίωσα πως πρόκειται για έργο δύσκολο, τεχνικά δύσκολο, και απαιτητικό για τους τραγουδιστές και για την ορχήστρα. Εργο σπουδαίο την ίδια στιγμή. Πολλοί μελετητές του Χέντελ χαρακτηρίζουν την περίοδο της Ρώμης ως την καλύτερη περίοδο για το συνθετικό έργο του. Βρίσκω κάπως υπερβολικό να λέμε κάτι τέτοιο, σίγουρα όμως ακούγοντας έργα όπως “Η Ανάσταση” επιβεβαιώνεις πως ο νεαρός εκείνος συνθέτης είχε τρομερή τόλμη! Αυτά που έγραφε ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του».

Υπάρχει πάντα το θέμα της επανεκτέλεσης των συνθέσεών του: Εκείνο που ακούμε, με τον τρόπο που το ερμηνεύουμε σήμερα, είναι ό,τι άκουγαν οι πρώτοι ακροατές ή διαφέρει;

«Δεν ξέρω πώς ακούγονταν αυτά τα έργα τη μακρινή εποχή που γράφτηκαν, αλλά αυτό που ακούγεται σήμερα είναι εξαιρετικά δυνατό και σύγχρονο. Ειδικά ο Χέντελ έχει μία μελωδική ευρηματικότητα που συχνά θυμίζει σύγχρονη μελωδία».

Τελικά πρέπει αυτό το ρεπερτόριο να παίζεται από ορχήστρες με όργανα εποχής ή από μεγάλες συμφωνικές ορχήστρες; Υπάρχει σωστός και λάθος τρόπος για το μπαρόκ;

«Η μουσική είναι εδώ και μπορεί καθένας να την πλησιάζει με τον δικό του τρόπο. Γιατί να στερήσουμε από μία ορχήστρα με σύγχρονα όργανα τη χαρά να παίξει Βιβάλντι, Μπαχ ή Μότσαρτ; Απλώς θα έχουμε άλλον ήχο. Ομως, ένας μουσικός που παίζει σύγχρονο όργανο αλλά έχει γνώσεις των ιστορικών πρακτικών ερμηνείας μπορεί να πλησιάσει αρκετά το ύφος και τον χαρακτήρα του έργου. Εξάλλου, το ζητούμενο τελικά δεν είναι να αναπαραστήσουμε εκείνο που έκανε ο Μπετόβεν. Αυτό δεν γίνεται, είναι πρακτικά ανέφικτο.

Πώς μπορούμε να ξέρουμε πώς ακούστηκε η 5η Συμφωνία όταν παίχτηκε πρώτη φορά; Πώς μπορούμε να συνυπολογίσουμε παράγοντες καταλυτικούς, όπως π.χ. πώς ακουγόταν η ορχήστρα μέσα στην αίθουσα, πόσο κρύο έκανε (γιατί και η θερμοκρασία επηρεάζει την απόδοση), πόσο τηρήθηκαν αυτά που έγραφε ο συνθέτης στην παρτιτούρα και πόσο ταλαντούχοι ήταν οι μουσικοί; Και ας πούμε ότι όλα αυτά τα βρίσκουμε με έναν τρόπο. Τι νόημα έχει; Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθούμε να αναπαράγουμε με ακρίβεια ένα έργο, δεν είναι σωστό ούτε για τον καλλιτέχνη ούτε για το κοινό. Σεβόμενοι αυτό που διαβάζουμε, τις πληροφορίες που μας δίνει η παρτιτούρα, εμείς θέλουμε να επικοινωνήσουμε με τα συναισθήματα του ανθρώπου του 21ου αιώνα, όχι με τα συναισθήματα του ανθρώπου του 18ου αιώνα».

Προσφάτως σκηνοθετήσατε και διευθύνατε ένα μιούζικαλ, τον «Sweeney Todd». Δεν είναι η πρώτη φορά που καταπιάνεστε με το μουσικό θέατρο, όπως και με πολλά άλλα είδη πέραν του μπαρόκ. Να υποθέσω πως επιζητείτε την ποικιλία, πως πιθανώς βαριέστε εύκολα να ασχολείστε με το ίδιο είδος;

«Δεν θα έλεγα ότι βαριέμαι εύκολα, γιατί αυτό λίγο-πολύ είναι δείγμα κακομαθημένου ανθρώπου. Είμαι όμως χαρούμενος που μου δίνεται η δυνατότητα να διευθύνω μερικά από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα στην ιστορία της μουσικής, από όπερες, μουσική δωματίου και συμφωνικά έργα έως μιούζικαλ – η αλήθεια είναι πως τα μιούζικαλ που έχω κάνει σχεδόν ακουμπάνε την όπερα, έχουν απαιτήσεις παρόμοιες με εκείνες του λυρικού θεάτρου. Δεν αισθάνομαι ότι κάνω διαφορετικά και ετερόκλητα πράγματα, το ζητούμενο εξάλλου είναι πάντα η καλή μουσική, χωρίς ταμπέλες».

Διευθύνετε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ηχογραφείτε, σκηνοθετείτε, παραμένετε από το 2021-2022 καλλιτεχνικός διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Χέντελ του Γκέτινγκεν, του μακροβιότερου φεστιβάλ μπαρόκ μουσικής διεθνώς, είστε και ο επικεφαλής της Καμεράτας. Πόσες ώρες έχει το εικοσιτετράωρό σας;

«Σημασία έχει η δουλειά να είναι αποδοτική. Με την Καμεράτα είχαμε μια πολύ επιτυχημένη σεζόν φέτος. Η αγάπη που παίρνει η ορχήστρα από τον κόσμο και η εμπιστοσύνη που της δείχνουν είναι συγκινητική. Νομίζω ότι μετά τα προβλήματα που είχε περάσει είναι πλέον ασφαλής χάρη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το υπουργείο Πολιτισμού και τον προσωπικό μόχθο του Νίκου Πιμπλή ως προέδρου του ΔΣ του ΟΜΜΑ.

Είναι ασφαλής και μπορεί να συνεχίσει να εξελίσσεται και να προσφέρει τις όμορφες μουσικές της στο κοινό ως ένας θεσμός που σίγουρα θα παραδοθεί στην επόμενη γενιά. Εμένα αυτό με ενδιέφερε πάντα, η συνέχεια, η προοπτική, και όχι μόνο το τώρα. Και μόνο η σκέψη πως θα μπορούσε ένα θεσμός ιστορικός, όπως η Καμεράτα, να σιωπήσει ήταν τρομακτική. Αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι όσοι βρίσκονται σε πόστα καθοριστικά για το μέλλον και για το παρόν του πολιτισμού. Οσο για το Γκέτινγκεν, πάει και αυτό πάρα πολύ καλά, ανανέωσα μάλιστα τη θητεία μου για πέντε ακόμη χρόνια».

INFO«Η Ανάσταση» του Χέντελ θα παρουσιαστεί τη Μεγάλη Δευτέρα, ώρα 20.30, στην Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. Την Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής σε όργανα εποχής διευθύνει ο Γιώργος Πέτρου. Ερμηνεύουν οι: Νικολό Μπαλντούτσι (Αγγελος), Μαίρη-Ελεν Νέζη (Μαρία Μαγδαληνή), Λένα Σουτόρ-Βέρνιχ (Μαρία του Κλωπά), Σρέτεν Μανόλοβιτς (Εωσφόρος) και Κρίστιαν Ανταμ (Ευαγγελιστής Ιωάννης). Κατά τη διάρκεια της συναυλίας ο Γιώργος Τέλλος θα παρουσιάζει μια μοναδική βίντεο εγκατάσταση ειδικά σχεδιασμένη για την Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης».