Κοιτώ τις ερωτήσεις μου και νιώθω σχεδόν περήφανη. «Μα πόσο πρόσφορο πεδίο για πολιτική συζήτηση αποτελεί “Η δίκη” του Κάφκα» σκέφτομαι, καθώς κατευθύνομαι προς το θέατρο ΑRK για να συναντήσω τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, ο οποίος φέτος αναμετριέται, μέσα από τη σκηνοθετική ματιά του Aρη Μπινιάρη, με τον Γιόζεφ Κ., τον ήρωα του Φραντς Κάφκα που συλλαμβάνεται χωρίς ποτέ να μάθει ποιο είναι το αδίκημά του, σε ένα κείμενο που η ενοχή μοιάζει να μην είναι αποτέλεσμα μιας πράξης, αλλά η ίδια η κατάσταση του ανθρώπου.

Κάπως έτσι έχω ήδη προαποφασίσει πως η κουβέντα μας θα κινηθεί γύρω από την αυθαιρεσία της εξουσίας, τους μηχανισμούς που συνθλίβουν το άτομο, τη γραφειοκρατική παράνοια, την ανύπαρκτη δικαιοσύνη κ.τ.λ. Oμως ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μου βάζει την «πρώτη τρικλοποδιά».

«Το κομμάτι που αφορά την πολιτική διάσταση της “Δίκης” είναι το λιγότερο που με ενδιαφέρει. Ούτως ή άλλως, η πολιτική διάσταση των κειμένων σχεδόν ποτέ δεν με συγκινεί. Νομίζω μάλιστα ότι μια αποκλειστικά πολιτική ανάγνωση των πράγματων είναι πάντα και η πιο εύκολη… Γιατί είναι βολικό να μιλάμε από τη θέση του θύματος για την εξουσία που μας καταδυναστεύει ή μας εμποδίζει. Αντίθετα, μια ανάγνωση που μας βάζει στο κέντρο των γεγονότων, όπου δεν είμαστε μόνο αυτοί που παθαίνουμε, αλλά κι αυτοί που κάνουμε στους άλλους ή και στον ίδιο μας τον εαυτό ακόμη, είναι, για τις δικές μου ανησυχίες, πιο ενδιαφέρουσα. Αλλωστε ο υπαρξιακός τρόπος να διαβάζει κανείς τα κείμενα είναι πάντοτε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, και πολιτικός».

Θα έπρεπε, μάλλον, να το περιμένω. Οπως θυμάμαι κι από παλαιότερες συναντήσεις μας, μια κουβέντα με τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο δεν κλωθογυρίζει γύρω από τα εύκολα κλισέ· είναι γεμάτη μικρές νάρκες, που βάζει κυρίως στον ίδιο του τον εαυτό, τον οποίο μοιάζει με έναν τρόπο να αμφισβητεί διαρκώς.

Sold out μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου

Και μιλώ με παραδείγματα. Ας πούμε, πέρα από τη «Δίκη», στην οποία πρωταγωνιστεί – η παράσταση είναι ήδη sold out μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου – παίζονται σε επανάληψη μετά από μεγάλη επιτυχία στην Αθήνα και τρεις παραστάσεις που φέρουν τη σκηνοθετική του υπογραφή: «Η μηχανή του Τούρινγκ» στο θέατρο Βασιλάκου, το «Festen» στο θέατρο Aλμα και «Το ακρωτήρι» στο θέατρο Ιλίσια. Κι όμως, ο ίδιος έχει έναν ιδιαίτερο ορισμό για την επιτυχία.

«Η επιτυχία είναι ένα πολύ προσωπικό πράγμα» λέει. «Κάτι που επιθύμησα να γίνει με έναν συγκεκριμένο τρόπο, όταν το κοιτάζω, να μου θυμίζει ότι πήγα εκεί που ήθελα να πάω. Είναι κάτι που λειτουργεί ανεξάρτητα από τη γνώμη των άλλων. Μπορεί να φτιάξω ένα τραπέζι, εσείς να το δείτε και να πείτε “τι υπέροχο”, αλλά εγώ να θεωρώ ότι απέτυχα. Δεν είναι το τραπέζι που επιθύμησα ξεκινώντας. Δεν εκφράζει την αρχική μου ανάγκη».

«Σας έχει συμβεί δηλαδή μια παράστασή σας να είναι sold out και εσείς να μην τη θεωρείτε επιτυχημένη;» τον ρωτώ. «Μα τι λέτε; Φυσικά και ναι» απαντά. «Τα sold ουt δεν σας συγκινούν λοιπόν;» επιμένω. «Θα ήμουν ψεύτης αν έλεγα ότι δεν με συγκινούν. Οχι απλώς με συγκινούν, μου επιτρέπουν και να κάνω τη δουλειά μου και να ζω καλά από αυτήν. Αλλά, από την άλλη μεριά, αν κάποιος μου εγγυόταν ότι θα μπορώ να παίζω με τα παιχνίδια μου στο θέατρο και να ζω απ’ αυτό, χωρίς να χρειάζεται να έχω επιτυχία, χωρίς να είμαι υπόλογος στο ταμείο, το οποίο καθόλου δεν υποτιμώ, δεν θα με απασχολούσε ποιος θα έρθει και τι θα πει» λέει. «Μα μη μου πείτε ότι δεν αναζητάτε το “μπράβο” του κοινού» επιμένω ξανά.

«Φυσικά και το θέλω όσο τίποτα και είμαι ευγνώμων όταν έρχεται. Αλλά δεν είναι αυτή η εκκίνησή μου. Δεν θα πάω ποτέ να ανεβάσω το τάδε έργο γιατί είναι “πιασάρικο” ή γιατί πιστεύω ότι θα αφορά τον κόσμο. Αν δεν με καίει προσωπικά δεν βρίσκω τον παραμικρό λόγο. Με ενδιαφέρει για κάποιον λόγο να πω μια ιστορία, γιατί αυτή με έχει στοιχειώσει και δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Σαν μαθητής που σηκώνει εμμονικά το χέρι του φωνάζοντας “κυρία, κυρία”. Θέλω απλώς να πάρω τον λόγο εκείνη τη στιγμή και δεν με νοιάζει πώς θα φανεί αυτό που θα πω. Μετά όμως μακάρι να έρθει και το “μπράβο”».

Ταπεινότητα και ναρκισσισμός

Δεν αντιστέκομαι και τον ρωτώ αν είναι πράγματι τόσο ταπεινός όσο ακούγεται. Αποστρέφεται το επίθετο με βδελυγμία· «Η αληθινή ταπεινότητα είναι πολύ δύσκολη ιστορία. Εύκολα μπορεί να θέλω να δείχνω ταπεινόφρων, ενώ αντίθετα είμαι βουτηγμένος στον ναρκισσισμό. Συχνά και η “ταπεινότητα” μια μορφή ναρκισσισμού είναι» θα πει. Ο τέλειος προβοκάτορας του εαυτού του, σκέφτομαι.

Επιστρέφω όμως στη «Δίκη» του Κάφκα. «Τα θέματα που με αγγίζουν σε αυτό το έργο συνοψίζονται σε έναν βαθιά υπαρξιακό πυρήνα που έχει να κάνει με μια ενοχή – όχι πραγματική, αλλά υπαρξιακή» επιμένει. «Το πώς δηλαδή ένας άνθρωπος ζει ενοχικά, εμπλέκει τον εαυτό του μέσω της ενοχής που κατοικεί μέσα του σε ιστορίες που θα δικαιολογήσουν αυτή την ενοχή, και καθρεπτίζεται σε έναν κόσμο που δικαιώνει αυτή την ενοχική προβολή. Αυτή η εσωτερική διαδρομή του ανθρώπου είναι κάτι που με απασχολεί και με βασανίζει χρόνια. Γιατί κι εγώ κουβαλώ μια υπαρξιακή ενοχή. Κατοικεί εντός μου, ασυνείδητα στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου και πιο συνειδητά τα τελευταία χρόνια. Προσπαθώ να συνδιαλέγομαι μαζί της. Να της δώσω χώρο και να την κατανοήσω. Και να τη συγχωρήσω φυσικά. Καθορίζει τις επιλογές μου, όμως πλέον προσπαθώ να έχω μια πιο διαυγή και ευθύβολη σχέση μαζί της, να μην της επιτρέπω να κάνει κουμάντο» αναφέρει.

Η κουβέντα μαζί του συνεχίζεται πάντα ανατρεπτικά. Μαθαίνω, για παράδειγμα, ότι δεν αντέχει να είναι παρών στις παραστάσεις που σκηνοθετεί, ούτε καν στην πρεμιέρα. «Η δουλειά μου τελειώνει στη γενική δοκιμή» λέει. «Δεν περηφανεύομαι για αυτό. Ισα-ίσα αντιλαμβάνομαι ως δυσκολία μου την άρνηση να είμαι παρών όταν βλέπουν οι άλλοι τις παραστάσεις μου» αναφέρει. «Είναι στα αλήθεια και αυτό μία ένδειξη του ναρκισσισμού μου. Μάλλον νομίζω ότι αυτό που θα δω, μέσα από τα μάτια τους, θα είναι πιο ωραίο από αυτό που βλέπω τελικά. Και ματαιώνομαι. Οπως το είδωλό μου στον καθρέφτη. Πάντα με προδίδει».

Η σκηνή ως πρόβα ζωής

Λίγο πριν κλείσουμε την κουβέντα μας τον ρωτώ αν προτιμά τη ζωή ή τη σκηνή. «Μου είναι πιο οικείος ο χώρος του πλαστού» ομολογεί. «Με την πραγματική ζωή δεν νιώθω πολύ εύκολα… Γιατί εγώ ως Οδυσσέας μπορεί να μη νιώθω άνετα σε μια ερωτική εξομολόγηση, ας πούμε, αλλά επάνω στη σκηνή να έχω τη δυνατότητα να βυθιστώ σε αυτήν και να μου είναι ό,τι πιο αναγκαίο και γνώριμο. Και αυτή η στιγμή θα αφήσει ένα αποτύπωμα και στην πραγματική ζωή. Θα πάρω ίσως ένα μικρό μάθημα. Ο,τι μπορώ. Ετσι μαθαίνω να ζω καλώς ή κακώς όλα τα χρόνια της ενήλικης ζωής μου. Βιώνω τα αισθήματα στο θέατρο για να τα μεταφέρω στη ζωή. Είναι σαν μια πρόβα ζωής για μένα…».

INFO

«Η δίκη» του Κάφκα

Σκηνοθεσία: Αρης Μπινιάρης

Από Τετάρτη έως Κυριακή στο θέατρο ΑRK (Δροσοπούλου 197).