Οταν η καθημερινότητά της περιπλέκεται, η Ερση Σωτηροπούλου επιστρατεύει τις «λευκές νύχτες» της, προσπαθεί να εξασφαλίσει χρόνο για τη γραφή κατά τις άγρυπνες ώρες. Τα μάτια της ήταν κουρασμένα αλλά το βλέμμα της παρέμενε κοφτερό, πανέτοιμο να συλλάβει την παραμικρή «αόρατη ρωγμή» που θα μπορούσε να μεταμορφώσει γύρω της τα πράγματα.

Η συγγραφέας, λεπτοκαμωμένη και, θαρρείς, μονίμως οιστρηλατημένη από κάτι μυστηριώδες, εμφανίστηκε μαυροντυμένη ως συνήθως. Συναντηθήκαμε με αφορμή το νέο της βιβλίο Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα (εκδ. Πατάκη). Το ενδιαφέρον του τίτλου έγκειται στο ότι και συμπυκνώνει τρόπον τινά την περίοδο που διανύουμε (ας τη χαρακτηρίσουμε, έστω και καταχρηστικά, μια περίοδο ατομικής και συλλογικής «απάθειας») αλλά και την υποσκάπτει με μελαγχολικό σαρκασμό.

Στην πραγματικότητα, το να γίνεις αναίσθητος είναι δύσκολο και επίπονο και, σε τελική ανάλυση, μάλλον ακατόρθωτο, διότι «ο καιάδας των αισθημάτων» χάσκει παντού, ακόμη και στις πιο ανύποπτες στιγμές. Η Σωτηροπούλου, ίσως η πλέον weird ελληνίδα συγγραφέας θα ισχυριζόταν κανείς, και μάλιστα πολύ προτού εδραιωθεί η αισθητική του αλλόκοτου ως καινούργια καλλιτεχνική τάση στα καθ’ ημάς, ενσωματώνει σε τούτο το βιβλίο και την οικονομική κρίση και την πανδημία και τις συνέπειές τους.

Η ασπίδα της λογοτεχνίας

H Ερση Σωτηροπούλου στο «Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα» αποκαλεί τη λογοτεχνία «ασπίδα» και αποκαλύπτει πόσο θεμελιώδης αποδείχθηκε (αυτή και η λεγόμενη «έλξη του αλλού») για την ατομική της ταυτότητα. Κυριολεκτικώς, τα βιβλία τη διέσωσαν ως άνθρωπο και την έπλασαν «αναπόφευκτα, αναπόδραστα» και ως συγγραφέα.

«Κόντρα σε όλους και όλα, στην οικογένεια, στο σχολείο, στην πόλη, στη συντηρητική και κλειστή νοοτροπία, κόντρα σε καθετί που ήταν ιδεοληπτικό και αποπνικτικό στη μουντή Πάτρα της δικτατορίας, αυτά που διάβαζα δικαίωναν την εξέγερση μέσα μου. Διάβαζα από μικρή με αληθινό πάθος, με βουλιμία. Τα βιβλία, η ποίηση, μου άνοιγαν τον δρόμο. Οντας ακόμα αφελής αναγνώστρια, ένιωθα ότι μου έδιναν το ελεύθερο για οποιαδήποτε τρέλα μου κατέβαινε. Και με αναπτέρωναν, να συγκρουστώ, να ανατρέψω, να φύγω. Από πολύ νωρίς, λοιπόν, με ακολουθούν η αχόρταγη περιέργειά μου για το τι συμβαίνει έξω από το ατομικό μου σύμπαν αλλά, κυρίως, το δίπολο ζωής και τέχνης. Το τελευταίο, με μια ένταση οριακή και απροσμέτρητη, τολμώ να πω. Είναι μια αντίκρουση και μια συνέργεια, παράλληλα, ταυτόχρονα, ένα πινγκ πονγκ ανάμεσα στο ζωτικό εγώ και στην εξουθενωτική κοινωνία» εξήγησε.

Μυθοπλασία και αυτοβιογραφία

Ολα αυτά όμως λειτουργούν μονάχα σαν φόντο προκειμένου να διερευνήσει, έχοντας αφομοιώσει το αποτύπωμα της τρέχουσας εποχής, τα ζητήματα που την απασχολούν διαχρονικά, τις ανθρώπινες σχέσεις, τον έρωτα, το ίδιο το γράψιμο. Εν προκειμένω, στο Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα, ένα ποικιλοτρόπως απολαυστικό και μεικτό βιβλίο, συνταιριάζει τη μυθοπλασία και (για πρώτη φορά τόσο αδιαμεσολάβητα, τόσο απροκάλυπτα) την αυτοβιογραφία.

Από τη μια μεριά, έχουμε διηγήματα, καθαρόαιμες ιστορίες και, από την άλλη, τη σκιαγράφηση όσων τη διαμόρφωσαν, ως άνθρωπο και ως λογοτέχνιδα, δηλαδή ποιητές, πεζογράφους και κείμενα (από τους στίχους του Κάμινγκς που φώτισαν την γκρίζα εφηβεία της μέχρι τον Ιταλο Καλβίνο και το Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης, μια επιτομή της μεταμοντέρνας ευαισθησίας).

Σε ηλικία σχεδόν δεκαπέντε χρόνων, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’60, η Ερση Σωτηροπούλου είχε ταξιδέψει στο εξωτερικό. Ενα βράδυ, την παραμονή της επιστροφής της στην Αθήνα, στη χουντική Ελλάδα τότε, «ξήλωσα τη φόδρα του παλτού μου, έκρυψα μέσα τρία βιβλία και την ξανάραψα. Ηταν το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο, τα γραπτά για την τέχνη των Μαρξ και Ενγκελς και η «Πορνογραφία» του Βίτολντ Γκομπρόβιτς», τον οποίο άλλωστε εκθειάζει στο υπέροχο κομμάτι «Μια εκλεκτική συγγένεια».

Ενα μειδίαμα σχηματίστηκε στα χείλη της, ένας συνδυασμός νοσταλγίας και αυτοκριτικής, καθώς το αναφέραμε αυτό. Τώρα, δεκαετίες αργότερα, επιχειρεί μέσα από αυτό το βιβλίο να δει, εκτός των άλλων, πώς είναι ως γυναίκα, ως άτομο «μετά από δύο παιδιά, δύο συζύγους, τρία κατοικίδια και δεκαέξι βιβλία».

Η ελευθερία του συνειρμού

Επειτα η συγγραφέας άναψε τσιγάρο και ξεκίνησε μια περιπλάνηση ανάμεσα στα ερωτήματα που της έθεσε «Το Βήμα». Για την ίδια, όπως και για πολλές ηρωίδες της, η ελευθερία φωλιάζει όχι μόνο στη φαντασία αλλά και στις απρόβλεπτες διαδρομές του συνειρμού.

«Ελευθερία σημαίνει να είμαστε ελεύθεροι ακόμα κι από τον εαυτό μας, από τις μικρές μας συνήθειες κι εκείνες τις βολικές πεποιθήσεις που με τον καιρό γίνονται τα δεκανίκια μας. Ζούμε σε μια παράξενη εποχή, η επικοινωνία είναι ασταμάτητη ενώ απομακρυνόμαστε. Η τέχνη να μην αισθάνεσαι τίποτα μοιάζει να απλώνεται σαν τον λεκέ που δεν σβήνει. Δεν υπάρχει εντελώς αδιάφορος άνθρωπος, υπάρχουν εκείνοι που βάζουν έναν στόχο και στον βωμό αυτού του στόχου απωθούν οποιαδήποτε συγκίνηση. Ή κάποιοι άλλοι που τους κόβονται τα γόνατα στη θέα ενός αδέσποτου σκυλιού ενώ δίπλα τους αδέσποτα παιδιά και πεινασμένα περνάνε σαν φιγούρες από θέατρο σκιών. Τα χρόνια της κρίσης μάς σημάδεψαν. Πέρα από τη φτώχεια, την ανεργία και τη διάλυση, πιστεύω προκάλεσε μια βαθιά ρωγμή στη συνείδησή μας, στην ταυτότητά μας ως χώρα. Μια ταυτότητα βέβαια που κάπου χώλαινε, που έμπαζε νερά γιατί είμαστε έλληνες καταφερτζήδες και ταυτόχρονα η κοιτίδα του πολιτισμού» εκτίμησε.

Κολοβωμένη επιθυμία

Κατόπιν, η κουβέντα μας κινήθηκε σε πιο μύχια μονοπάτια. Κάπου περιγράφει το κινητό τηλέφωνο «σαν ταφόπλακα» που κρατά κανείς στο χέρι. «Είναι αυτές οι φρικτές ώρες που δεν περνάνε με τίποτα, που περιμένεις το κινητό σου να χτυπήσει ή να σου στείλει μήνυμα ο άλλος. Χρόνος άχρηστος, άχαρος. Ξέρεις ότι παιδεύεσαι και συνεχίζεις. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι αξίζει. Η ερωτική «κατάσταση» είναι μαθητεία, μια μύηση. Το ζήτημα είναι ότι σήμερα το σεξ δεν είναι πια ταμπού, ταμπού είναι το συναίσθημα, ταμπού είναι να πεις «σ’ αγαπώ». Πολύ πάθος ξοδεύεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πολλή ενέργεια χάνεται, εκ του ασφαλούς. Εκτονώνεσαι, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι συμμετέχεις σ’ ένα ζωντανό γίγνεσθαι, το οποίο λίγο αργότερα εξαφανίζεται κάτω από το επόμενο γίγνεσθαι – το αποτύπωμα που αφήνεις είναι αβέβαιο, συχνά μηδενικό, το ποστ κάποιου άλλου έρχεται να σε καταβροχθίσει – και στην ουσία όλο αυτό το αλισβερίσι, αυτό το αράδιασμα προσωπικών στιγμών, συμπαθειών και εχθροτήτων, αποτελεί πηγή κέρδους για τις εταιρείες που έχουν τις πλατφόρμες. Η ερωτική επιθυμία έχει διαμελιστεί, είναι κολοβωμένη. Σαν να έχει συμβεί μια ρήξη στο επίπεδο της αντίληψης, στον τρόπο που προσλαμβάνουμε τον εαυτό μας και το σώμα μας. Ενα σώμα που παύει να είναι φυσικό πια, γίνεται ένα προϊόν πολιτιστικό σαν όλα τα άλλα. Χωρίς επιθυμία δεν υπάρχει ζωή. Πιστεύω ότι κι έναν βλάκα, έναν εντελώς χάλια να ερωτευτείς, αξίζει επίσης. Κάποτε είχα ερωτευτεί σφοδρά έναν μεγαλύτερό μου άντρα. Τα βράδια πηγαίναμε μ’ έναν φίλο μου κάτω από το σπίτι του κι αράζαμε. Το σπίτι ήταν σ’ ένα ύψωμα, έξω από την πόλη. Τρώγαμε μια πίτσα ή σουβλάκια και μετά εγώ άρχιζα να γαβγίζω. Είχα εξασκηθεί τρομερά στο γάβγισμα, σ’ όλη την γκάμα από τη σκυλίσια χαρά, στο παράπονο του πονεμένου σκυλιού, στο αλύχτισμα. Την άλλη μέρα ο άλλος με τιμωρούσε: «Δεν θα συναντηθούμε για μια βδομάδα επειδή γάβγισες». Δεν το έχω μετανιώσει, άσχετα ποιος ήταν εκείνος και πώς κατέληξε η ιστορία» θυμήθηκε η Ερση Σωτηροπούλου. «Κοιτάξτε, ξέρω ότι κατά καιρούς έχουν γράψει διάφορα άστοχα με αφορμή κάποιο βιβλίο μου. Ομως, δεν είχα ποτέ πρόθεση να γράψω κάτι ακραίο ή προκλητικό. Αλλωστε μου φαίνεται εντελώς ανιαρό. Γράφω όσο πιο κοντά στην αλήθεια μπορώ, μια αλήθεια κουβαριασμένη, υπόκωφη, παραπλανητική, μισή στο φως, μισή στο σκοτάδι. Η αλήθεια αλλάζει, μας παγιδεύει. Τρέχω πίσω της. Σκάβω. Αυτό μ’ αρέσει να κάνω. Και το κάνω με πολύ κόπο. Είτε περιγράφω ένα μελαγχολικό αιδοίο είτε ένα πιάτο τραγανές πατάτες τηγανητές, η διαδικασία είναι η ίδια. Ποια η διαφορά;» διερωτήθηκε γελώντας δυνατά.

Γυναικοκτονίες, φεμινισμός, #MeToo

Προς το τέλος, στραφήκαμε στις γυναικοκτονίες και στον φεμινισμό. «Δεν ξέρω αν αυξήθηκαν στατιστικά οι γυναικοκτονίες ή αν απλώς τώρα δημοσιοποιούνται και συζητιούνται περισσότερο. Πάντως, τρομακτική ενδοοικογενειακή βία υπήρχε ανέκαθεν, ιδίως στις μεσογειακές χώρες. Το πιο φοβερό είναι ότι το ξύλο, η κακοποίηση δεν εθεωρείτο ακριβώς “δικαίωμα” των αντρών αλλά, σε κάθε περίπτωση, εγγραφόταν σε κάτι “φυσικό” ή “αναμενόμενο” ή “κανονικό”. Πολλές γυναίκες ακόμη ντρέπονται και να μιλήσουν και να καταγγείλουν, εγκλωβίζονται ως θύματα μέσα στη σιωπή» σχολίασε. «Τέλος πάντων διαπιστώνω ότι, αφενός, έχουν ξεχαστεί οι αγώνες των παλιών φεμινιστριών και, αφετέρου, επικρατεί μια σκληροπυρηνική στεγνότητα στις συλλογικότητες που δυστυχώς τρώγονται και μεταξύ τους ενίοτε. Για να μην αναφερθώ στις γυναίκες-αφεντικά που συχνά είναι αμείλικτα αφεντικά. Δεν δείχνουν ούτε συμπαράσταση ούτε αλληλεγγύη στις άλλες. To κίνημα #MeToo είναι πολύ σημαντικό. Φοβάμαι ωστόσο μήπως εκτραπεί σε έναν πολιτικά ορθό νεοπουριτανισμό, στο πλαίσιο του οποίου δεν θα τολμά κανείς να ανοίξει το στόμα του για το οτιδήποτε».

Σε μια ακόμη πιο εξομολογητική στιγμή της, υπογράμμισε: «Οταν κάνεις παιδιά, χάνεις την ελευθερία σου. Δεν είναι τόσο η φροντίδα, η έγνοια, ο χρόνος που αφιερώνεις. Αλλά δεν μπορείς πια να αφεθείς. Δεν μπορείς να βγεις στο μπαλκόνι και να πηδήξεις. Χάνεις την ελευθερία να τρελαθείς. Πρέπει με νύχια και με δόντια να κρατήσεις την ισορροπία».

* Ευχαριστούμε το καφέ Nathan’s Saloon (Αλέξη Παυλή 44, Αθήνα) για τη φιλοξενία.