Το βιογραφικό του είναι σίγουρα εντυπωσιακό. Ο Δημήτρης Σουκαράς, κιθαρίστας, ενορχηστρωτής και συνθέτης με έδρα τη βρετανική πρωτεύουσα, έχει άλλωστε, παρά το νεαρό της ηλικίας του, τιμηθεί ήδη με 20 διεθνή βραβεία, συμπεριλαμβανομένων του David Russell Guitar Prize και του Mottola International Guitar Competition.
Πρόκειται για τον μοναδικό κιθαρίστα που έχει βραβευθεί από την Ακαδημία Αθηνών και είναι κάτοχος του DipRAM (της υψηλότερης διάκρισης αριστείας στη μουσική από τη Βασιλική Ακαδημία του Λονδίνου). Πρόσφατα κυκλοφόρησε το νέο άλμπουμ του με τίτλο «Antithesis» («Αντιθέσεις»), ένα κολάζ νέων έργων που δημιουργήθηκαν σε συνεργασία με συνθέτες και ερμηνευτές όπως οι Λίο Μπράουερ, Σέργκιο Ασαντ, Μπελ Τσεν, Μάγδα Γιαννίκου, Opus Femina και Γιάννης Παπαδούλης.
Κάθε κομμάτι προσκαλεί τους ακροατές σε έναν διαφορετικό ηχητικό κόσμο. Το νήμα που συνδέει αυτά τα αντιθετικά έργα είναι η φωνή – είτε με ένα απλό μουρμουρητό είτε με τραγούδι. Οι αναφορές και εδώ είναι εκλεκτικές: έχουμε παραπομπές σε γλυπτά του Ροντέν αλλά και φόρο τιμής σε εμβληματικές δουλειές τεράστιων καλλιτεχνών όπως το άλμπουμ «Children’s Songs» του Τσικ Κορία.
Ο Δημήτρης Σουκαράς συγκέντρωσε μια ομάδα συντελεστών με τους οποίους είχε δουλέψει ξανά στο παρελθόν. Ανάμεσά τους, ο Διονύσης Κουταβάς, που τον καθοδήγησε σε όλη τη διαδικασία, συμβάλλοντας στον πειραματισμό με ήχους, μικρόφωνα και τεχνικές, με στόχο τη συνεχή βελτίωση της τελικής μορφής του έργου. Παράλληλα, ο Ιάσονας Μεϊντάνης αποτύπωσε το πνεύμα της δημιουργικής διαδικασίας μέσα από ένα ντοκιμαντέρ. Την ηχοληψία και τις μείξεις ανέλαβε ο Γιώργος Καρυώτης, ενώ το mastering επιμελήθηκε ο Πέτρος Κλαμπάνης, διασφαλίζοντας το άρτιο ηχητικό αποτέλεσμα.
Δημήτρη, πες μας λίγα λόγια για το background σου. Πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες και πώς μπήκε η μουσική στη ζωή σου;
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Κόρινθο. Ο πατέρας μου είναι καθηγητής κιθάρας και έχει ωδείο στην πόλη, οπότε στο σπίτι υπήρχαν συνεχώς μουσικά όργανα. Από μικρός με γοήτευε η κιθάρα – έβλεπα τον πατέρα μου να παίζει και ήθελα να γρατσουνίσω τις χορδές, να τον μιμηθώ ίσως. Η πρώτη μου σχέση με τη μουσική ήταν καθαρά βιωματική: έμαθα να παίζω χωρίς να ξέρω να διαβάζω νότες. Οταν άρχισα τις σπουδές, είχα μεγάλη δυσκολία με τη θεωρία. Ενιωθα πως όλοι οι υπόλοιποι ήταν πιο έξυπνοι και προχωρημένοι από μένα. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η βιωματική προσέγγιση με βοήθησε πολύ στη συνέχεια».
Ποιες μουσικές ακούγατε στο σπίτι;
«Ακούγαμε τα πάντα: από Χατζιδάκι και Θεοδωράκη ή Ξυλούρη, μέχρι Μπετόβεν, Μότσαρτ αλλά και σύγχρονους Ελληνες όπως ο Σωκράτης Μάλαμας και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, καθώς και διεθνείς καλλιτέχνες όπως η Σεζάρια Εβορα. Ολοι αυτοί οι ήχοι σμιλεύσανε την αισθητική μου και με βοήθησαν να διαμορφώσω τον δικό μου τρόπο να αντιλαμβάνομαι την κιθάρα και τι θέλω να κάνω με αυτό το όργανο.
Προφανώς υπήρχε στο όλο πλαίσιο και η κλασική κιθάρα με τις ηχογραφήσεις των σπουδαίων συνθετών και ερμηνευτών. Στα 15–16 αποφάσισα να ακολουθήσω αυτόν τον δρόμο. Παράλληλα έπαιζα και σε ροκ μπάντες, αλλά η κλασική κιθάρα ήταν πάντα το καταφύγιό μου. Σπούδασα στη Σχολή Μουσικής της Κέρκυρας, όπου ολοκλήρωσα το πενταετές πρόγραμμα σε τρία χρόνια, επειδή ήθελα όσο τίποτα να πάω στο Λονδίνο. Εκανα μεταπτυχιακό και, αμέσως μετά, διδακτορικό, το οποίο ολοκλήρωσα πριν από έναν χρόνο – συνολικά πάνω από δέκα χρόνια σπουδών. Ολη αυτή η διαδρομή ήταν πολύ δημιουργική και με βοήθησε να αποκτήσω και πάρα πολλούς φίλους».
Τι σε εντυπωσίασε περισσότερο στο Λονδίνο;
«Μόνο αποκαλυπτική θα μπορούσα να χαρακτηρίσω αυτή την εμπειρία: από την Κόρινθο και την Κέρκυρα βρέθηκα σε μια μεγαλούπολη πολλών εκατομμυρίων κατοίκων όπου συμβαίνουν τα πάντα συγχρόνως. Οι μουσικές επιλογές ήταν ατελείωτες: τζαζ, κλασική, ηλεκτρονική, world music… Κάθε συναυλία, κάθε γειτονιά, σου έδινε καινούργια ερεθίσματα».
Μίλησέ μου για τις συναυλιακές εμπειρίες σου στο Λονδίνο.
«Θα μπορούσα να μιλάω για ώρες, όμως θα ξεχωρίσω τον Πατ Μεθίνι ο οποίος είναι καταπληκτικός. Τον έχω δει δύο φορές να παίζει live. Ηταν ένα όνειρο της ζωής μου που έγινε πραγματικότητα».
Πώς προέκυψαν τα άλμπουμ σου «Roots» (που κυκλοφόρησε το 2021) και το νέο με τίτλο «Αντιθέσεις»;
«Και στα δύο άλμπουμ πρωταρχικό μου μέλημα ήταν να εξερευνήσω τον ρόλο του εκτελεστή και τη συνεργασία με συνθέτες. Ειδικά στο τελευταίο όλα σχεδόν τα κομμάτια γράφτηκαν μέτρο-μέτρο με τους δημιουργούς που κάθονταν δίπλα μου, μου έδιναν ένα concept ή ένα ερέθισμα (π.χ. “βροχή”) και μαζί το μεταφράζαμε σε μουσική για κιθάρα.
Στο “Roots” προσκάλεσα έλληνες συνθέτες να γράψουν για πρώτη φορά έργα για κιθάρα, ένα όργανο δύσκολο και συνυφασμένο με πολλά μουσικά είδη, και εκεί έχουμε διασκευές σε συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι, κύκλο τραγουδιών του Φίλιππου Τσαλαχούρη, κομμάτι του Πέτρου Κλαμπάνη και ένα έργο του Ιάσονα Μαρούλη εμπνευσμένο από τις ιδέες του Ιάννη Ξενάκη.
Στις “Αντιθέσεις” συνυπάρχουν η κλασική κιθάρα, η ηλεκτρική, οι λούπες, η τζαζ, η ατμόσφαιρα κινηματογραφικού σάουντρακ. Πρόκειται για μια προσωπική αναζήτηση, για έναν πειραματισμό με πολλά διαφορετικά είδη».
Ποιοι σύγχρονοι Ελληνες σε εμπνέουν;
«Πάντα θαυμάζω και εκτιμώ τον Πέτρο Κλαμπάνη για το όραμά του και την πορεία του. Θα αναφέρω επίσης τον Θόδωρο Κουρεντζή, τον Δημήτρη Παπαϊωάννου (πηγαίνοντας και πέρα από τη μουσική), αλλά και πολλούς νεότερους που πειραματίζονται πολύ δυναμικά. Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα και έτσι κάθε επιτυχία μας αφορά, οι κοινές καταβολές έχουν τη σημασία τους».



