«Οσο για τον Ελληνα της Αλεξανδρείας, αυτός είναι τέλεια διαφορετικός από τον Ελληνα της Ελλάδος, της Κύπρου, του Καΐρου κι όλων των άλλων αιγυπτιακών πόλεων. Το πνεύμα του είναι πολιτισμένο, ραφιναρισμένο και πιότερο ειρωνικό. Με το να έχει ιδεί πολλά πράγματα, δεν ξιπάζεται εύκολα. Είναι ετοιμασμένο για όλες τις εκπλήξεις. Είναι ολάνοιχτο σε όλες τις διανοητικές χαρές. Αισθάνεται την πρωτοτυπία κι έχει την ηδυπάθεια των ωραιοτήτων» σημείωνε το 1923 ο κριτικός Τίμος Μαλάνος προσδιορίζοντας τον τύπο του Αλεξανδρινού.

Μ’ αυτόν τον τύπο ταυτίστηκε κατά καιρούς η λογοτεχνία του αιγυπτιώτικου ελληνισμού, δεν περιορίζεται όμως εκεί. Σμυρνιοί και Πολίτες, Ναξιώτες, Συριανοί και Ηπειρώτες εγκαθίστανται ή περνούν από την Αλεξάνδρεια, το Κάιρο, το Ζαγκαζίγκ, το Πορτ Σάιντ ή τη Μανσούρα συμμετέχοντας στη ζωηρή αιγυπτιώτικη λογοτεχνική σκηνή, από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας.

Από τον Κεφαλλονίτη Παναγιώτη Πανά, ο οποίος στον μόλις έναν χρόνο που διέμεινε στην Αίγυπτο πρόλαβε να εκδώσει μια εφημερίδα και μια ποιητική συλλογή, τον δημοσιογράφο Νικόλαο Καραβία, εκδότη αρκετών εντύπων, μεταξύ άλλων της δυσεύρετης σήμερα (φιλοβασιλικής) εφημερίδας «Εφημερίς» της Αλεξάνδρειας, τον κουνιάδο της Πηνελόπης Δέλτα, ιατρό και λόγιο Κωνσταντίνο Δέλτα, από τους πρωτεργάτες του Εκπαιδευτικού Ομίλου Αιγύπτου, μέχρι τους νεότερους, την αλεξανδρινή βυζαντινολόγο και ακαδημαϊκό Χρύσα Μαλτέζου και τους γεννημένους στο Κάιρο, τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη Κώστα Φέρρη και τη μεταφράστρια και συγγραφέα Πέρσα Κουμούτση, ο αναγνώστης της πολυσέλιδης δίτομης Ανθολογίας αιγυπτιώτικης λογοτεχνίας και κριτικής (εκδ. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ιδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη]) του κύπριου νεοελληνιστή Λευτέρη Παπαλεοντίου, βυθίζεται γρήγορα σε αυτήν την ερεθιστική ατμόσφαιρα χάρη στις προσπάθειες του ανθολόγου, ο οποίος έχει αναζητήσει σε εφημερίδες και περιοδικά ή σπάνιες εκδόσεις του αιγυπτιώτικου ελληνισμού ποιητικά, πεζά και κριτικά κείμενα με λογοτεχνικό αλλά και με ιστορικό ενδιαφέρον για τα ελληνικά γράμματα.

Τη λογοτεχνική δραστηριότητα των Ελλήνων, με κορυφαίους τους Καβάφη και Τσίρκα, στην Αίγυπτο από τα μέσα του 19ου αιώνα ως τις μέρες μας, αλλά και την κοινωνική ζωή, αναδεικνύει η ανθολογία του κύπριου νεοελληνιστή Λευτέρη Παπαλεοντίου

Γύρω απ’ τον Καβάφη

Στο κέντρο αυτής της ανθολόγησης βρίσκουμε – αναπόδραστα – τον Καβάφη ως λογοτέχνη, με αρκετά ποιήματα και πεζά του, αλλά και ως σημείο αναφοράς της πνευματικής ζωής των Αιγυπτιωτών, ως θρυαλλίδα έντονων αντιπαραθέσεων. Στα σύντομα αλλά ουσιαστικά βιογραφικά των συγγραφέων, ο επιμελητής της Ανθολογίας φροντίζει πάντοτε να επισημάνει σε ποιο «στρατόπεδο» ανήκει ο καθένας τους.

Ο πολυσχιδής Σωκράτης Λαγουδάκης, ιατρός, μαραθωνοδρόμος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896, εκδότης και ιδρυτής λεπροκομείου στην Αλεξάνδρεια, ανθολογείται με ένα βουκολικό αφήγημα αλλά και μ’ ένα κείμενό του στην περίφημη αλεξανδρινή (βενιζελική) εφημερίδα Ταχυδρόμος για τον «ημιμαθή» Καβάφη που γράφει την Υόρκη με ψιλή και όχι με δασεία. Ο δημοσιογράφος και επιθεωρησιογράφος της ίδιας εφημερίδας Νίκος Γιοκαρίνης προσδιορίζεται ως αποδέκτης καβαφικών συλλογών, ο αργείος καλλιτέχνης Τάκης Καλμούχος ως ο ζωγράφος που φιλοτέχνησε πορτρέτα του ποιητή και εικονογράφησε την πρώτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του το 1935. Βρίσκουμε εδώ απόσπασμα της διάλεξης της Ρίκας Σεγκοπούλου, που επιμελήθηκε αυτή την πρώτη έκδοση, για τον Καβάφη και την ποιητική του, καθώς και εντυπώσεις του Γιάννη Α. Σαρεγιάννη από τον ίδιο και την οικία του.

Ο Μιχάλης Περίδης, συνεργάτης του εμβληματικού αλεξανδρινού λογοτεχνικού περιοδικού Γράμματα και μελλοντικός βιογράφος του ποιητή, γράφει πως ο Καβάφης «ξεχωρίζει από τους ερασιτεχνικά φιλολογούντας εδώ», ενώ ο Τίμος Μαλάνος, καίτοι κάποτε παραδέχτηκε ότι «σ’ αυτή την έρημο, η μορφή του Καβάφη εδέσποζε απ’ όλες τις απόψεις», σχολιάζοντας το άρθρο «Ο Καβάφης και η ρουτίνα» στα Γράμματα, που συζητήθηκε πολύ, δεν δέχεται τη θέση πως οτιδήποτε μη καβαφικό είναι, απαξιωτικά, «ρουτίνα». Κοντά σε όλους αυτούς, βεβαίως και ο Στρατής Τσίρκας με τα καβαφικά του αλλά και με αποσπάσματα από τις Ακυβέρνητες πολιτείες του.

Η εμπειρία της Αιγύπτου

Αυτό το καβαφικό νήμα, αν το ακολουθήσει ο αναγνώστης της Ανθολογίας από λήμμα σε λήμμα, γίνεται ένας αδιόρατος άξονας που οργανώνει τα αποσπάσματα που ανθολογούνται σε ένα αφήγημα για τη λογοτεχνική ζωή των Ελλήνων στην Αίγυπτο. Από τα κριτικά κείμενα φαίνεται πως ο ελληνισμός της Αιγύπτου είναι προσανατολισμένος προς το αθηναϊκό κέντρο, και συντονίζεται τόσο με τις συζητήσεις για το γλωσσικό ζήτημα, όσο και με την πολιτική πόλωση στα χρόνια του Διχασμού.

Αλλωστε, υπάρχει μεγάλη κινητικότητα από την Ελλάδα, τη Μικρασία και τον διασπορικό ελληνισμό προς την Αίγυπτο στο χρονικό διάστημα που καλύπτει η Ανθολογία, όπως μαρτυρεί η καταγωγή των λογοτεχνών που ανθολογούνται. Ανάμεσα σε αυτούς και ξεχωριστοί Ελλαδίτες, όπως ο Γιώργος Σεφέρης, που ακολούθησε ως διπλωμάτης την ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο στα χρόνια του πολέμου, γνωρίζοντας εκεί ντόπιους συγγραφείς και δίνοντας διαλέξεις. Τα αλεξανδρινά του ποιήματα από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄ που ανθολογεί ο Παπαλεοντίου υπογραμμίζουν την κίνηση ανθρώπων, τη ροή ιδεών και τις λογοτεχνικές αλληλεπιδράσεις.

Για πολλά χρόνια βασικές πηγές γνωριμίας του μεταπολιτευτικού αναγνωστικού κοινού με τη λογοτεχνία των Αιγυπτιωτών ήταν οι εργασίες των αιγυπτιωτών λογίων Μανώλη Γιαλουράκη και Ι. Μ. Χατζηφώτη. Ο Παπαλεοντίου δεν έχει το βίωμα της Αιγύπτου να μεταφέρει, επιλέγει όμως, συνειδητά, αποσπάσματα που παρουσιάζουν αυθεντικά και με ενάργεια την κοινωνική ζωή και την εμπειρία της Αιγύπτου.

Στο δημοσιογραφικό ρεπορτάζ «Το παζάρι της Μπαμπ-Σίδρας» του Γιάγκου Περίδη ακούμε τις φωνές του πλήθους και βλέπουμε τα καφάσια, τα κοφίνια, τους τενεκέδες και τα πουλερικά σ’ αυτή τη βουερή αγορά της Αλεξάνδρειας ενώ αλλού ακούγεται η φωνή του μουεζίνη και νιώθουμε τη μεταξωτή υφή της αμπάγιας του φελάχου («Οι σωτήρες»). Τη σύνδεση με τη γη και τον λαό της Αιγύπτου εκφράζουν οι στίχοι του νεαρού Γιώργου Βρισιμιτζάκη, ιδρυτή της λογοτεχνικής συντροφιάς των «Απουάνων» γύρω στο 1915: «Φελάχας, ναι, μ’ εβύζαξε το μελαψό βυζί / και ρούφηξα ‘πό κει τη δύναμή μου· / γι’ αυτό κάτ’ απ’ των μπανανιώ τον ίσκιο τον παχύ, / ξακολουθώ και πλάθω τ’ όνειρό μου».

Αυτή τη ζωή καταφέρνει να ανασυστήσει σε ένα δεύτερο αφήγημα ο Παπαλεοντίου, με τα πολύχρωμα πλήθη της, τις διαστρωματώσεις και τους ταξικούς διαχωρισμούς της. Απέναντι στην κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια των ξένων και του πλούτου, όπου «Τον πλούτο τον νιώθεις, τον μυρίζεις στην ατμόσφαιρα», υπάρχει η «κόλαση», που είναι «κρυμμένη πίσω από κει που είναι οι φτωχοί συγγενείς και τα άπλυτα της οικογένειας. Δηλαδή τα Αράπικα», καταγράφει με την οξυδερκή ματιά της στο μυθιστόρημα Σαν τα τρελά πουλιά η περαστική από την Αλεξάνδρεια, για τρία χρόνια, Μαρία Ιορδανίδου.

«Εβραίοι, ολίγοι Μαλτέζοι, άλλοι πτωχοί Ευρωπαίοι και πολλοί Αράπηδες», στα Απόκρυφα της Αιγύπτου του Ιωάννη Σ. Ζερβού ζουν «όλοι αναμίξ μέσα εις παλαιωμένα σπίτια με τοίχους παχείς και δυνατούς, με παράθυρα και θύρας και πατώματα σαπισμένα». Ο κυπριακής καταγωγής, μεγαλωμένος στο Κάιρο, Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης ταξιδεύει τον αναγνώστη με το τραμ που έκανε τη διαδρομή από τα προάστια του Ραμλιού στην Αλεξάνδρεια, κι ο καππαδόκης ηθοποιός και συγγραφέας Νίκος Κουκούλας-Γριμάλδης, κατοπινός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου μας, τον συντροφεύει σε παραστάσεις στο «τέλειο, ευρωπαϊκό θέατρο» «Ζιζίνια».

Εργο αναφοράς και θησαυρός

Χάρη σ’ αυτές τις θεματικές επιλογές, η Ανθολογία καταφέρνει να υπερβεί τον κατακερματισμό και την αποσπασματικότητα – εγγενή στοιχεία των ανθολογιών – και να ζωντανέψει έναν κόσμο που έχει χαθεί, στη λογοτεχνία του και στην καθημερινότητά του. Με μια σύντομη κατατοπιστική Εισαγωγή, και γλωσσικά και πραγματολογικά σχόλια στο αναλυτικό Γλωσσάρι, η Ανθολογία γίνεται εξόχως χρηστική ως έργο αναφοράς αλλά συγχρόνως προσφέρεται και ως θησαυρός αναγνωσμάτων που παρασύρουν ουκ ολίγες φορές, αναδεικνύοντας μια ρωμαλέα κι εκλεπτυσμένη λογοτεχνική σκηνή. Αξιοσημείωτη περίπτωση, λ.χ., το διήγημα «Φόνισσα» της Λουκίας Μάρβα, αντλημένο από το περιοδικό Παναιγύπτια, ένα αφήγημα λεπτών ψυχογραφικών αποχρώσεων που θυμίζει διηγήματα του Μοπασάν.