Τεράστια υπόθεση να σε θεωρούν ρηξικέλευθη αιχμή της λογοτεχνίας κορυφαίοι και απαιτητικοί εκπρόσωποί της, όπως ο Τόμας Μαν και ο Χέρμαν Μπροχ, αλλά και ο Μίλαν Κούντερα ή ο Τόμας Μπέρνχαρντ αργότερα. Ο ευρωπαϊκός μοντερνισμός, ιδίως αυτός που μνημείωσε την ιδιαίτερη πολιτισμική ταυτότητα της Μεσευρώπης (Mitteleuropa), διαθέτει πολλά πετράδια και ένα από αυτά, από τα πλέον εκτυφλωτικά, παραμένει ο Αυστριακός Ρόμπερτ Μούζιλ (1880-1942), ο δημιουργός του ακατάτακτου αριστουργήματος Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες, αλλά και, πρωτύτερα, των Αναστατώσεων του οικοτρόφου Ταίρλες.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τους Αντίποδες μια καινούργια μετάφραση (μια προσεγμένη, λαμπρή μετάφραση της Μαρίνας Αγαθαγγελίδου από τα γερμανικά) ενός ενδιάμεσου έργου του Μούζιλ (χρονολογικά μιλώντας, ως προς το συνολικό corpus). Πρόκειται για τις Τρεις γυναίκες (Drei Frauen, 1924) που αποτελούνται μάλλον από δύο μεγάλα διηγήματα και από μία εκτεταμένη νουβέλα. Οι ιστορίες, ως προς την πλοκή τους, είναι αυτόνομες (διαβάζονται και έτσι, δηλαδή), αλλά ολόκληρο το βιβλίο αποκαλύπτεται ως σπονδυλωτή και ενιαία σύνθεση. Διαπερνάται δηλαδή από επαναλαμβανόμενα μοτίβα, υπαρξιακά και φιλοσοφικά, τα οποία σμιλεύουν μια διακριτή σύλληψη για τα ανθρώπινα, έμπλεη τραγικότητας, σφοδρής αμφισημίας και λεπταίσθητης ειρωνείας.

Και στα τρία κείμενα του Μούζιλ πρωταγωνιστούν, αντιστοίχως, γυναίκες ή, για να είμαστε ακριβέστεροι, κυριαρχεί η ματιά των ανδρών πάνω στις συγκεκριμένες γυναίκες, γυναίκες «απλές» υποτίθεται, μια ματιά διεξοδική και καλειδοσκοπική και έκθαμβη την ίδια στιγμή. Μία από τις απολαύσεις διαβάζοντας Μούζιλ έγκειται στην πλαστικότητα του ύφους που αλλάζει συνεχώς την εστίαση και που, επίσης, εξεικονίζει με διάφανο τρόπο την κίνηση της σκέψης καθώς αυτή ξετυλίγεται με λέξεις μπροστά στα μάτια μας.

Πλην, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η σκέψη του Μούζιλ είναι εύκολα προσπελάσιμη, κάθε άλλο, είναι μια σκέψη ανησυχαστική που διακλαδώνεται και που διαρκώς μας εξωθεί να αμφισβητούμε ό,τι συμβαίνει, όχι μόνο στην επιφάνεια αλλά και στο βάθος των καταστάσεων, κοντολογίς απαιτεί μια ενεργητικότητα περισσότερο πνευματική παρά συναισθηματική. Δύσκολα ταυτιζόμαστε εδώ με τις ηρωίδες και τους ήρωες του Μούζιλ, με την πλοκή των δραμάτων τους, διότι και στις Τρεις γυναίκες η αναγνωστική εργασία προσλαμβάνει τον εξονυχιστικό χαρακτήρα μιας καθηλωτικής εξιχνίασης συμβόλων και αντινομιών. Με πυκνές ανάπαυλες ομορφιάς ασφαλώς (οι περιγραφές των δασών, λόγου χάριν, ή των ζώων).

Πάντως, η συγκίνηση στον Μούζιλ είναι κατ’εξοχήν διανοητική. Και αν όντως ο κεντρικός και συνεκτικός άξονας στις Τρεις γυναίκες είναι ο έρωτας για το ανοίκειο και το ξένο, ο έρωτας που αποδίδεται μέσα από ολοζώντανα ανθρώπινα πλάσματα, τότε ο έρωτας είναι εξίσου ακατανόητος, ανεξέλεγκτος και μυστηριώδης όσο ο θάνατος.

Στην «Γκρίτζα», ο Χόμο, ένας γεωλόγος, ένας «μορφωμένος άνθρωπος», του οποίου η ζωή ήταν «τόσο μπερδεμένη», μεταβαίνει κάποιο καλοκαίρι σε μια ορεινή κοιλάδα και εκεί επαναπροσδιορίζει την αγάπη μέσα από την ευκαιριακή σχέση του με μια χωριατοπούλα. Μετά από κάμποσα σμιξίματα σε αχυρώνες, η ιστορία κορυφώνεται (ανατρεπτικά και αλληγορικά και κρυπτικά) μέσα σε μια σπηλιά. Στην «Πορτογαλίδα» παρακολουθούμε μια ατμοσφαιρική αφήγηση μεταξύ ιπποτικού παραμυθιού και γοτθικού θρίλερ, μεταξύ τρυφερότητας και βίας, με φόντο τη μακροχρόνια διαμάχη αριστοκρατών και επισκόπων.

Εν προκειμένω, έχει ήδη συντελεστεί ένας γάμος και, κυρίως, εξελίσσεται μια αρρώστια (έχει πλήξει τον στρατηλάτη σύζυγο) η οποία τον απειλεί και τον κλονίζει (με τη μορφή μιας γάτας ή ενός επισκέπτη). Στην «Τόνκα», στο πλέον δεξιοτεχνικό κείμενο του τόμου, μια «ταλάντευση ανάμεσα στο συναίσθημα και στη θεωρία», μια σπουδή πάνω στη «φύση της καλοσύνης», ο ανώνυμος αφηγητής, χημικός και εφευρέτης, στοιχειώνεται από την απρόσμενη εγκυμοσύνη της Τόνκας (τσεχικής καταγωγής) και τη «φρικτή» ασθένειά της. Η φοβερή αυτή νουβέλα, ας επισημάνουμε, έχει αυτοβιογραφική βάση και υφή.

INFO: Ρόμπερτ Μούζιλ, «Τρεις γυναίκες», μτφρ. Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, εκδόσεις Αντίποδες, 2024, σελ. 146, τιμή 14,40 ευρώ