Είναι η τρίτη φορά που μου δίνεται η ευκαιρία και η χαρά να εκφωνήσω έναν έπαινο, μια “laudatio” δηλαδή, που συντάσσεται για να τιμήσει ένα συγκεκριμένο πρόσωπο στη διάρκεια μιας επίσημης, ακαδημαϊκής, ως επί το πλείστον, τελετής. Την πρώτη φορά, επαίνεσα τον Κορνήλιο Καστοριάδη κατά την ανακήρυξή του ως επιτίμου διδάκτορα του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστήμιου. Τη δεύτερη φορά, είχα τη χαρά να εισηγηθώ στο Τμήμα την αναγόρευση του Ζακ Ντερριντά.

Σήμερα, η χαρά είναι ακόμη μεγαλύτερη, διότι καλούμαι από την Εταιρεία σας, με πρωτοβουλία του Προέδρου Στέλιου Λουκίδη, να παρουσιάσω σύντομα τον άνθρωπο και το έργο της Κατερίνας Σακελλαροπούλου με την ευκαιρία βράβευσής της για την εξαιρετική συμβολή της στην προαγωγή της πρόληψης υγείας στη χώρα μου και ιδιαίτερα, τη σκοτεινή περίοδο του covid όπου ρυθμιστής του Πολιτεύματος υπήρξε- όπως σκωπτικά είχα πει – ο κύριος Τσιόδρας.

Πριν όμως πω τα αυτονόητα για την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας ένα συναίσθημα που με διακατέχει τόσο στη σημερινή μου ομιλία όσο και στην ομιλία που έκανα στην Εταιρεία, πριν πολλά χρόνια, στο ανάλογο συνέδριο, στο ξενοδοχείο Χίλτον. Και τις δύο φορές, έφερα στη μνήμη μου την επίδειξή μου, στην τρυφερή ηλικία των πέντε ετών, σε ένα από τα αμφιθέατρα της Ιατρικής Σχολής ως μια από τις πρώτες περιπτώσεις της πολιομυελίτιδας, το 1949, λίγο πριν ανακαλυφθεί το εμβόλιο και πριν αποφασίσουν οι γιατροί ένα πρωτόκολλο θεραπείας εκτός από τη χρυσομυκίνη στη μαύρη αγορά και τις επικίνδυνες ακτινοβολίες στην ιδιωτική.

Ε, λοιπόν, ενώ εκείνη την επώδυνη -και το συνειδητοποιώ εκ των υστέρων- πρώτη φορά, υπήρξα το αντικείμενο της παρατήρησης των ιατρών, σήμερα, ξέρω τον τρόπο να αντιστρέφω την προοπτική και να ενεργοποιώ δυνάμεις σε μια κατάσταση αδυναμίας όπως η αντενεργός ασθένεια. Ξέρω να αντιστρέφω, όχι μόνον αποφεύγοντας τον ιατρικό πατερναλισμό ή την εξάρτηση του ασθενούς από αυτόν τον ισχυρό πατέρα, αλλά και εντάσσοντας στην έντρομη σκέψη του ασθενούς την ειρωνεία εμβληματικών ρήσεων όπως: “Η ζωή είναι αυτό που συμβαίνει λεπτό προς λεπτό στα νεύρα” (Τ. Ουίλιαμς).

Αυτό κατόρθωσε η Κατερίνα κατά την Προεδρία της: όχι μόνο να συμβάλλει στην πρόληψη της αντενεργού ασθένειας αλλά να αντιστρέψει την προοπτική μιας Προεδρίας προσηλωμένης -αν και όχι πάντα- στον τύπο και κυρίως, μιας άχαρης Προεδρίας με μειωμένη την ενσυναίσθησή της προς την κοινωνία. Διότι η Πρόεδρος, κατά την περίοδο 2020-2025, ακολούθησε δύο βασικές επιταγές: α) Παρέμεινε πιστή στις αρμοδιότητες και τις υποχρεώσεις της όπως διαγράφονται από το Σύνταγμα και β) άνοιξε το θεσμό της Προεδρίας στην κοινωνία. Ανέδειξε δηλαδή, με την παρουσία

της, κρίσιμα ζητήματα της νεοελληνικής κοινωνίας όπως την αναγνώριση του διαφορετικού ή του περιθωριοποιημένου ή του κακοποιημένου στις περιπτώσεις γυναικών αλλά κυρίως την κοστολογημένη αντιμετώπιση του νομοσχεδίου και μετέπειτα νόμου 5089/2024 όπου ρυθμίζονται ο πολιτικός γάμος μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις που ισχύουν για τα ετερόφυλα ζευγάρια. Με δυο λόγια, το μέλημα της συμπερίληψης που δεν είναι άλλο από την αναγνώριση του “διαφορετικού” σε σχέση με το κυρίαρχο “ίδιον”. Και το έργο της αυτό υπήρξε περισσότερο από πρόληψη, θεραπεία. Κι όπως είναι φυσικό, το δύσκολο αυτό εγχείρημα δεν υπήρξε απλώς το πολιτειακό ζητούμενο για το θεσμό της Προεδρίας αλλά και το ζητούμενο της “δικαιωματικής” αντίληψης, που συνέχει τη σκέψη της, ήδη από τη θητεία της στο ΣτΕ. Μας είναι γνωστές άλλωστε, οι πρωτοβουλίες της για την προστασία τού, εξίσου κακοποιημένου, περιβάλλοντος σε όλη την επικράτεια.

Όμως η απαρίθμηση αυτών των αρετών δεν θα συμπλήρωνε το μύχιο συναίσθημα που με διακατέχει απέναντι στον άνθρωπο που καθίσταται σύμβολο, δηλαδή μια επινοημένη αλληγορία, ένα σημαίνον απόμακρο και συγχρόνως τόσο κοντά μας. Θα έλεγα, μιλώντας τη γλώσσα της εποχής, ένας φυσικός λογάριθμος (και όχι αλγόριθμος με τη γνωστή “οικονομία της προσοχής” από την οποία πάσχουμε κι εμείς και πανταχού παρόντα κινητά μας). Λογάριθμος, δηλαδή ο εκθέτης εκείνος στον οποίο πρέπει να υψωθεί η βάση (της κοινωνίας) για να προκύψει αριθμός (κυβερνησιμότητα). Και η βάση δεν υψούται χωρίς την παιδεία ακόμη και αυτού που ονομάζουμε υλικό πολιτισμό (γαστρονομία, ανθοκομία κ.λπ.)

Ήδη το ωραίο βιβλίο που εκδόθηκε για την περίοδο της Προεδρίας της, μαρτυρά γι’ αυτόν τον πολιτισμό και για την ποιότητα του περιεχομένου και της μορφής του.

Όσο γνωρίζω και θυμάμαι κανένας άλλος Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, δεν ενσάρκωσε μια ιδέα με τον τρόπο του προσώπου και όχι της ιδέας. Για να το πω αλλιώς, κανένα άλλο πρόσωπο, δεν ενστάλαξε στο πλέγμα των κανόνων το συγκινησιακό φορτίο, ένα δηλαδή, ιδιαίτερο συναίσθημα, απαραίτητο στην πολιτική, όπως υποστηρίζει η Σαντάλ Μουφ.

Αυτές οι “αρετές” την φανέρωσαν, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, σαν ένα είδος εξιλαστήριου θύματος των πολιτικών, εκείνη τη δύσκολη εποχή της εκλογής της μετά τον Παυλόπουλο. Αλλά και πρόσφατα, όταν ο Πρωθυπουργός δεν πρότεινε την ανανέωση της θητείας της για να συσπειρώσει την Δεξιά, μου έδειξε με την διακριτική αποχώρησή της ποιο είναι το σταυροδρόμι εκείνο στο οποίο συναντάται το υποκείμενο της επιθυμίας της με το υποκείμενο του κοινωνικού μας δεσμού. Και σ’ αυτό το σταυροδρόμι, η Πρόεδρος έθεσε το αίνιγμα της Σφίγγας: τί πρέπει να είναι ο πολιτικός άνθρωπος εκτός από “ζώον”; Ο Πλάτων, σε έναν από τους ύστερους διαλόγους του, τον Πολιτικό, ορίζει τον “βασιλικό άνδρα”, όχι με βάση το αξίωμα αλλά με βάση μια συγκεκριμένη επιστήμη: την πολιτική τέχνη. Την Πρόεδρο δεν πρόλαβε να τη γνωρίσει ώστε να μιλήσει για “βασιλική γυνή”. Αυτή όμως η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος στην Ελλάδα, κατείχε την τέχνη της πολιτικής ως τέχνη της ύφανσης. Με τον μεταφορικό αυτό παραλληλισμό, ο Πλάτων δηλώνει ότι ο πολιτικός πρέπει να υφαίνει τα αντίθετα στοιχεία της Πόλης ώστε να δημιουργήσει έναν αρμονικό ιστό και όχι ένα κουρελόπανο.

Η Σακελαροπούλου ύφανε μια ελληνική σημαία απ’ άκρη σ’ άκρη, αντίστοιχη με το συμβολικό δώρο του συλλέκτη Σωτήρη Φέλιου προς την Προεδρία: μια πελώρια σημαία του Χρήστου Μποκόρου που μεταβάλει το “Ut pictura, poesis” του Ορατίου σε “Ut pictura, politica”.

Σκέφτομαι συχνά με το νομικό επιχείρημα της “θεωρίας της ενιαίας εκτελεστικής εξουσίας”, εάν και κατά πόσον ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θα έπρεπε να έχει περισσότερες αρμοδιότητες και αυξημένες εξουσίες, όντας, την ίδια στιγμή, ενοποιητικός παράγοντας πάνω από τις κομματικές διαμάχες και κυρίως, προστάτης της συνταγματικής τάξης και σταθερότητας. Έναν τέτοιο λαοπρόβλητο Πρόεδρο θα ήθελα να ενσαρκώσει η Σακελλαροπούλου και είμαι βέβαιος ότι θα το άξιζε.

Υπάρχει όμως, και μια άλλη ενότητα αυτής της σύντομης laudatio, που θα χρειαζόταν πολλές σελίδες για να κοινοποιηθεί: η φιλία. Με τη φιλία συμβαίνει το εξής: “Οφείλουμε να αρνηθούμε να αναγνωρίσουμε αυτούς με τους οποίους μας συνδέει κάτι το ουσιαστικό. Οφείλουμε να τους αποδεχθούμε μέσα στη σχέση μας με το άγνωστο στο οποίο και αυτοί μας αποδέχονται”, όπως επιμένει ο Μωρίς Μπλανσό. Μια διαδικασία εγγύτητας και απομάκρυνσης συγχρόνως. Αλλά αυτό προϋποθέτει μια εσωτερική ένταση η οποία είναι απόλυτα συμφυής με την εντατική παρουσία του φίλου.

Για να μπορέσουμε να ξαναβάλουμε τον χρόνο στους μεντεσέδες, για να μην υπάρξει το “out of joint” από την εποχή του Άμλετ, χρειάζονται και ξύλινα παράθυρα. Διότι, εάν και ο θεσμός της Προεδρίας αποδομείται αφ’ εαυτού, όπως ο θεσμός της ψυχανάλυσης, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί.

ΥΓ. Αλήθεια, θα με πληροφορήσει κανείς για το ποσοστό δημοφιλίας του κυρίου Τασούλα;

Διότι το ποσοστό φιλίας του με τον Πρωθυπουργό, το ξέρουμε: αυξάνει.

Μόνο που δεν προκύπτει από όλους τους Έλληνες αλλά από τους νεοδημοκράτες εν όψει μάλιστα και του άρθρου 86 του Συντάγματος για λεπτά θέματα που αφορούν την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία.