Η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε ένα από τα μεγαλύτερα πακέτα πωλήσεων όπλων στην ιστορία των σχέσεων ΗΠΑΤαϊβάν, συνολικής αξίας άνω των 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων, προκαλώντας την έντονη αντίδραση της Κίνας.

Το πακέτο περιλαμβάνει πυραυλικά συστήματα μεσαίου βεληνεκούς, αυτοκινούμενα οβιδοβόλα, αντιαρματικούς πυραύλους, μη επανδρωμένα αεροσκάφη, στρατιωτικό λογισμικό και άλλο εξοπλισμό, με στόχο την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας του νησιού έναντι μιας ενδεχόμενης κινεζικής εισβολής.

Οι πωλήσεις ανακοινώθηκαν αργά την Τετάρτη από το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών, κατά τη διάρκεια εθνικής τηλεοπτικής ομιλίας του προέδρου Τραμπ, ο οποίος ωστόσο έκανε ελάχιστη αναφορά σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και δεν αναφέρθηκε άμεσα ούτε στην Κίνα ούτε στην Ταϊβάν.

Η συμφωνία αποτελεί τη δεύτερη σχετικά με πώληση όπλων προς την Ταϊβάν από την επιστροφή του Τραμπ στην εξουσία τον περασμένο Ιανουάριο – η πρώτη αφορούσε την πώληση ανταλλακτικών και εξαρτημάτων ύψους 330 εκατομμυρίων δολαρίων τον Νοέμβριο.

Τι περιλαμβάνει το πακέτο των $11,15 δισ.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις, οι οκτώ επιμέρους συμφωνίες περιλαμβάνουν 82 συστήματα πυραύλων πυροβολικού υψηλής κινητικότητας HIMARS και 420 τακτικούς πυραύλους ATACMS, αξίας άνω των 4 δισ. δολαρίων, παρόμοιους με αυτούς που είχαν παρασχεθεί στην Ουκρανία κατά την διακυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν.

Το πακέτο περιλαμβάνει επίσης 60 αυτοκινούμενα συστήματα οβιδοβόλων και σχετικό εξοπλισμό αξίας άνω των 4 δισ. δολαρίων, μη επανδρωμένα αεροσκάφη αξίας άνω του 1 δισ. δολαρίων, στρατιωτικό λογισμικό αξίας άνω του 1 δισ. δολαρίων, πυραύλους Javelin και TOW άνω των 700 εκατ. δολαρίων, ανταλλακτικά ελικοπτέρων ύψους 96 εκατ. δολαρίων και κιτ για πυραύλους Harpoon αξίας 91 εκατ. δολαρίων.

Πρόκειται για το μεγαλύτερο πακέτο όπλων που έχουν πουλήσει ποτέ οι ΗΠΑ στην Ταϊβάν. Ενδεικτικά, κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, οι ΗΠΑ είχαν εγκρίνει πωλήσεις όπλων ύψους 10 δισ. δολαρίων προς την Ταϊβάν, επί προεδρίας Μπάιντεν 8.4 δισ., ενώ το μεγαλύτερο ποσό ήταν επί προεδρίας Τζορτζ Μπους το 2001 και άγγιζε τα 18 δισ. δολάρια τα οποία μειώθηκαν αργότερα, με τις συνολικές πωλήσεις της οκταετίας του να φτάνουν τα 15,6 δισ. δολάρια.

Η αμερικανική θέση και η κινεζική αντίδραση

Το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών ανέφερε ότι οι πωλήσεις εξυπηρετούν «τα εθνικά και οικονομικά συμφέροντα και την ασφάλεια των ΗΠΑ» και υποστηρίζουν τις προσπάθειες της Ταϊβάν να εκσυγχρονίσει τις ένοπλες δυνάμεις της και να διατηρήσει αξιόπιστη αμυντική ικανότητα, συμβάλλοντας στη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας, της στρατιωτικής ισορροπίας και της οικονομικής προόδου στην περιοχή – κάτι που διαφαίνεται ως προτεραιότητα και στην Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας της δεύτερης κυβέρνησης Τραμπ, που δημοσιεύτηκε πριν από δυο εβδομάδες.

Αναμενόμενα, η Κίνα αντέδρασε έντονα, με το υπουργείο Εξωτερικών να δηλώνει ότι η πώληση παραβιάζει διπλωματικές συμφωνίες μεταξύ Πεκίνου και Ουάσιγκτον, πλήττει σοβαρά την κυριαρχία, την ασφάλεια και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και υπονομεύει την περιφερειακή σταθερότητα. Επιπλέον,

κατηγόρησε τις δυνάμεις της «ανεξαρτησίας της Ταϊβάν» ότι επιδιώκουν την ανεξαρτησία μέσω της βίας, μετατρέποντας το νησί σε «πυριτιδαποθήκη», και προειδοποίησε ότι η αμερικανική υποστήριξη μπορεί να προκαλέσει επικίνδυνη στρατιωτική αντιπαράθεση το Στενό της Ταϊβάν.

Οι ΗΠΑ, αν και δεν αναγνωρίζουν την Ταϊβάν ως κράτος, είναι ο βασικός της εταίρος της σε θέματα ασφάλειας εδώ και δεκαετίες, ενώ διατηρούν μια πολιτική «στρατηγικής ασάφειας» σχετικά με το εάν θα υπερασπίζονταν το νησί σε περίπτωση επίθεσης. Το ζήτημα αυτό καθίσταται ολοένα και πιο αμφιλεγόμενο, καθώς το Πεκίνο έχει δηλώσει ότι θα καταλάβει την Ταϊβάν με τη βία εάν χρειαστεί.

Κλιμάκωση της έντασης στο Στενό της Ταϊβάν

Η πώληση όπλων έρχεται σε μια περίοδο αυξημένων αμυντικών δαπανών από την Ταϊβάν, η οποία έχει δεσμευτεί να τις αυξήσει στο 3,3% του ΑΕΠ το επόμενο έτος και στο 5% έως το 2030, μετά από πιέσεις της Ουάσιγκτον. Ο πρόεδρος Λάι Τσινγκ-τε ανακοίνωσε ειδικό προϋπολογισμό 40 δισ. δολαρίων για αγορές όπλων, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής προηγμένου συστήματος αεράμυνας με την ονομασία Taiwan Dome, με ορίζοντα υλοποίησης από το 2026 έως το 2033.

Την ίδια ώρα, οι εντάσεις στο Στενό της Ταϊβάν παραμένουν αυξημένες. Την περασμένη Πέμπτη, το υπουργείο Άμυνας της Ταϊπέι ανακοίνωσε ότι μέσα σε 24 ώρες εντοπίστηκαν γύρω από το νησί 40 κινεζικά στρατιωτικά αεροσκάφη και οκτώ πολεμικά πλοία, στο πλαίσιο επιχειρήσεων «γκρίζας ζώνης» – τακτικές πίεσης που όμως δεν συνιστούν πράξη πολέμου. Επιπλέον, το νεότερο κινεζικό αεροπλανοφόρο Φουτζιάν διέσχισε πρόσφατα το Στενό της Ταϊβάν, η οποία απέχει μόλις 160 χλμ. από την κινεζική ακτή, υπογραμμίζοντας το εύθραυστο της περιφερειακής ασφάλειας.