Ακόμη και στα πρόθυρα των Χριστουγέννων, όπου κυριαρχεί, και σαν κοινωνική ανάγκη, μια ατμόσφαιρα αγάπης και ζεστασιάς, ανάμεσα στη λάμψη από τα χιλιάδες λαμπιόνια, βρίσκουν τον χώρο να εκδηλωθούν ανείπωτες, οικογενειακές τραγωδίες, ίσως και για να μας φέρουν ακόμα πιο ξεκάθαρα, μέσα σε αυτό το αντιθετικό σχήμα, αντιμέτωπους με τις ατομικές και διαγενεακές μας ευθύνες.
Το ημερολόγιο έγραφε 14 Δεκέμβρη, όταν ο γνωστός σκηνοθέτης Rob Reiner και η σύζυγός του Michele Singer βρέθηκαν δολοφονημένοι, μέσα στο σπίτι τους στην Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Μάλιστα, οι έρευνες των αστυνομικών αρχών, στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν τον δράστη, στρέφονται κυρίως, στο δεύτερο από τα τρία παιδιά του ζευγαριού, στον γιο τους Nick.
Ακόμα συνεπώς και εάν δεν έχει επιβεβαιωθεί αναδύεται δυστυχώς, για ακόμα μια φορά, το βαθύ και πολυδιάστατο κεφάλαιο της Πατροκτονίας και της Μητροκτονίας, που, παρότι προέρχεται από το μυθολογικό παρελθόν, στον σύγχρονο κόσμο τείνει να ερμηνεύεται, μονοδιάστατα, απλά και γρήγορα ως «ηθική κατάρρευση» ή «στυγερή αγριότητα».
Μέσα σε αυτό το θολό τοπίο, ακριβώς λόγω της φόρτισης που το διέπει οικογενειακά και κοινωνικά, έρχεται ο ευρυγώνιος φακός της συνθετικής – συστημικής προσέγγισης και φιλοδοξεί να ρίξει φως στις αθέατες, με την πρώτη ματιά, διαστάσεις του. Σε κάθε περίπτωση, ο φόνος ενός γονέα, πατροκτονία ή μητροκτονία, αποτελεί μια ακραία και καθολική ρήξη της γενεαλογικής αλληλουχίας και συνέχειας.
Το παιδί, συνθλίβοντας με τρόπο τραγικό και ανεπανόρθωτο τον οικογενειακό νόμο, κατακρημνίζει μαζί του τα πρόσωπα εκείνα που συμβολίζουν την προέλευση, το όριο, τη συνέχεια, το νόημα και την ίδια τη ζωή.
Η γονεοκτονία, σύμφωνα με τα ερευνητικά δεδομένα, λαμβάνει συχνά χώρα σε ένα περιβάλλον συννοσηρότητας που οικοδομείται από φαινόμενα συναισθηματικής ή φυσικής απουσίας, βίας αλλά και διαγενεακής ψυχοπαθολογίας, το οποίο, όχι σπάνια, ενισχύεται από χρήση ουσιών, όπως προκύπτει και στην περίπτωσή μας, μάλλον, αφού ο Nick ήταν από την εφηβεία του χρήστης.
Ασχέτως από το εάν είναι ή δεν είναι ο δράστης του εγκλήματος, η ταραχώδης εφηβεία του Nick, κατά την οποία κατέληξε να μείνει έως και άστεγος, σημαδεύτηκε από μια βαθιά και γνωστή, διαγενεακή πληγή, αυτή της πατρικής απουσίας. Από τις διαθέσιμες, στη δημοσιότητα, εξομολογήσεις της οικογένειας πηγάζει η πεποίθηση πως πατέρας και γιος «δεν είχαν δεθεί πολύ», δυσκολευόμενοι να βρουν κοινά πεδία επικοινωνίας, με τα ενδιαφέροντά τους, συχνά, να διαφέρουν.
Σημαντική, συνεπώς, και ανεπιτυχής φαίνεται πως ήταν η ανάγκη του γιου να φανεί αντάξιος του πατέρα του αλλά και άξιος προσοχής από εκείνον. Μια ανάγκη που εκδηλώθηκε άρρητα μέσα από την απόπειρα συνάντησης των δύο στο πεδίο εργασίας του πατέρα, τον κινηματογράφο, με όχημα την ταινία «Being Charlie» (2015), σε σενάριο του εικοσιδυάχρονου, τότε, γιού Nick και σκηνοθεσία του πατέρα Rob.
Μια συνάντηση που παράλληλα υποδηλώνει τη βαριά, πολλές φορές στην κοινωνία των ανδρών, σκιά της πατρικής κληρονομιάς, που ο πατέρας Rob είχε τιμήσει ακολουθώντας τα χνάρια του δικού του πατέρα, ηθοποιού, σκηνοθέτη και σεναριογράφου, Carl Reiner, και ασυνείδητα είχε, σαν σκυτάλη διαδοχής, μεταβιβάσει στα δικά του παιδιά. Σκυτάλη, που εκείνα, σε μεγάλο ποσοστό, αναγκάστηκαν και έσπευσαν να παραλάβουν, όπως αποδεικνύει η ενασχόλησή τους με τον κόσμο του θεάματος.
Εστιάζοντας στην περίπτωση του Nick διαπιστώνουμε πως τρεις γενιές ανδρών κλήθηκαν να συναντηθούν μέσα στον εξωστρεφή, ανδρικό κοινό αυτόν τόπο της εργασίας και συνάμα μέσα από το εκφραστικό «καταφύγιο» της τέχνης. Να συναντηθούν δηλαδή σε ένα περιβάλλον χρέους και επιταγής, ικανοποιώντας τις διαχρονικές για τον ανδρισμό διδαχές.
Την ίδια στιγμή, η έννοια αυτή της πατρικής/ανδρικής διαδοχής, με φόντο την αξιοσύνη, την εξουσία και την ισχύ, μάς θυμίζει αβίαστα το μυθολογικό τρίπτυχο «Ουρανός – Κρόνος – Δίας» και υποκρύπτει έντονα πλαίσια τυραννίας αλλά και φόβους ευνουχισμού, κατά την αναμέτρηση πατέρα – γιου, όπως επισημαίνει ο Freud (1928), στο «Ο Ντοστογιέφσκι και Η Πατροκτονία».
Η σκιά του πατέρα λοιπόν παραμορφωμένη μέσα από την αποστασιοποιημένη, συναισθηματικά απόμακρη σχέση που έχει θεμελιωθεί, ανάμεσα σε πατέρα και γιο μπορεί να καταδιώκει σταθερά τον τελευταίο, να τον καταναλώνει, όπως ο Κρόνος τα παιδιά του, και να τον ταπεινώνει.
Η αμφιθυμική αποστολή του γιου, κατ’ επέκταση, από τη μία να δικαιώσει το φάντασμα του πατέρα και από την άλλη να απαλλαγεί από αυτό μπορεί να τον αποδιοργανώσει πλήρως μέσα από το διττό της μήνυμα και να τον εξωθήσει, ύστερα από αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, ως και τον πραγματικό φόνο του πατέρα.
Για τη μητροκτονία, εφόσον στη συγκεκριμένη περίπτωση βέβαια ισχύει, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ως υπόστρωμα της πράξης το διάχυτο αίσθημα ματαίωσης που φαίνεται πως εκφράζει ο γιος, αφ’ ενός ίσως εξαιτίας της αδυναμίας της μητέρας να λειτουργήσει ως μια γέφυρα σύνδεσης για τη σχέση πατέρα – γιου και αφ’ ετέρου, και πολύ περισσότερο, λόγω της αδυναμίας τόσο του πατέρα, όσο και της μητέρας, εν προκειμένω, όπως διαφαίνεται και από τις δηλώσεις τους, να αφουγκραστούν τις ανάγκες του παιδιού τους, επηρεαζόμενοι από τοποθετήσεις «ειδικών».
Η πυρηνική αυτή αδυναμία των γονιών και ιδιαίτερα της μητέρας, που αποτελεί στην ενδομήτριο ζωή τον πρώτο κόσμο για το παιδί, μπορεί να εκλάβει στον ψυχισμό του ατόμου διαστάσεις απόρριψης και προδοσίας, με απρόβλεπτες συνέπειες.
Πέραν της συγκεκριμένης πιθανής περίπτωσης μητροκτονίας, ένα ακόμα σενάριο, που επιβαρύνει επιπρόσθετα τις σχέσεις μητέρας – παιδιού, είναι το καλπάζον, στη σύγχρονη εποχή, φαινόμενο της μητρικής απουσίας, σχηματοποιημένο σε ένα ψυχοκοινωνικό πλαίσιο όπου η νομοθετική χειραφέτηση μετέβαλε ραγδαία, χωρίς επεξεργασία ή επαρκείς υποστηρικτικές δομές (ψυχοεκπαίδευση για τον ρόλο των φύλων, δίκτυα φροντίδας, κοινοτική στήριξη κ.α.), τις οικογενειακές και εργασιακές δυναμικές.
Η νεότευκτη συνεπώς μητρική απουσία ήρθε να συμπληρώσει τον καμβά του κενού, που παραδοσιακά συνθέτει η πατρική, αφήνοντας τα παιδιά των τελευταίων δεκαετιών, χωρίς γονεϊκή πυξίδα και συναισθηματικό καθρέφτη, χωρίς κανένα απολύτως ασφαλές λιμάνι, να ταξιδεύουν αβοήθητα σαν ναυαγοί, απειλούμενα από ένα σχεσιακό και υπαρξιακό «τρίγωνο των βερμούδων».
Συμπληρωματικές επίσης όψεις για το φαινόμενο της μητροκτονίας, ιδίως από έναν γιο, θα μπορούσαν παραδοσιακά να προκύψουν από τη συγχωνευμένη σχέση αντικατάστασης, με την οποία συχνά η μητέρα, αποδίδοντας ρόλους στα παιδιά της και ιδιαίτερα στα αγόρια, προσπαθεί να καλύψει το κενό της συζυγικής απουσίας από το εσωτερικό του σπιτιού. Μια τάση που ενισχύει το βάρος του χρέους στους ώμους του παιδιού και παρεμποδίζει τη συναισθηματική του αυτονόμηση, ναρκοθετώντας δυνητικά και μακροπρόθεσμα τις διαπροσωπικές του σχέσεις.
Από όλο αυτό το παραπάνω συνδυαστικό σχήμα των ελλειμμάτων και των ανασφαλών, τραυματικών σχέσεων με τους γονείς αναδύεται ένα πνιγηρό κλίμα υπαρξιακής αγωνίας και εν τέλει ασφυξίας. Κλίμα το οποίο μπορεί, όπως βλέπουμε γύρω μας καθημερινά, να γεννήσει, κατ’ αρχήν, κύματα νεανικής βίας, προερχόμενα από ανέκφραστους θυμούς για την αδυναμία των γονιών να σταθούν δίπλα στα παιδιά τους και να τα συναισθανθούν. Θυμοί που γίνονται σταδιακά μίσος και μπορούν να οδηγήσουν τα παιδιά στην απώλεια της ατομικής τους συγκρότησης με αποκορύφωμα τον φόνο του γονέα.
Το παρόν κείμενο δεν έχει φυσικά σκοπό να δικαιολογήσει ένα ανάλογο έγκλημα. Επιδιώκει απλώς να αναδείξει την εσωτερική ευθύνη και συνάμα την πρόκληση που έχουμε όλοι μας, ως γονείς ή ειδικοί, να εντοπίσουμε και να αποκωδικοποιήσουμε τα τραύματα που αφήνουν πίσω τους, αθέατα πολλές φορές, οι σχέσεις και οι δεσμοί που σφυρηλατούμε με τα ίδια μας τα παιδιά.
Διότι, ακόμα και ένα τέτοιο θλιβερό και αποτρόπαιο γεγονός, που μοιάζει με χτύπημα στον κοινωνικό και οικογενειακό ιστό, μπορεί να μας θυμίσει, εφόσον το αξιοποιήσουμε σωστά, ότι τέτοια συμβάντα δεν είναι στην πραγματικότητα παρά κραυγές απόγνωσης και εφιαλτικοί κρότοι μέσα στο κοινωνικό στερέωμα. Μηνύματα που μας καλούν να τα ακούσουμε και τα οποία, λειτουργώντας ως κίνητρο για να επικοινωνήσουμε ανοιχτά και ουσιαστικά με τα παιδιά μας, μάς παρέχουν, τελικά, μια ευκαιρία επαναπροσδιορισµoύ των οικογενειακών και των κοινωνικών μας σχέσεων.





