Σε φάση ανακατανομής εισέρχεται η ιταλική αγορά στο ελαιόλαδο, δημιουργώντας νέες ευκαιρίες και ανοίγοντας νέες προοπτικές για τους Έλληνες παραγωγούς και εξαγωγείς, καθώς η νέα χρονιά (2025-26) δείχνει να σταθεροποιείται μετά την ανάκαμψη του προηγούμενου έτους, σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση του Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων της Ελληνικής Πρεσβείας στη Ρώμη.
Σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα διατηρεί τη θέση της ανάμεσα στους κορυφαίους παραγωγούς ελαιολάδου παγκοσμίως, ενώ η Ιταλία παρουσιάζει ανοδική τάση στην παραγωγή.
Την ίδια στιγμή η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου προβλέπεται να κυμανθεί μεταξύ 3 και 3,1 εκατομμυρίων τόνων, σημειώνοντας μια μικρή μείωση που αποδίδεται στις συνεχιζόμενες κλιματικές πιέσεις.
Ισχυρή θέση για το ελληνικό ελαιόλαδο
Η Ελλάδα κατατάσσεται μεταξύ των κορυφαίων παραγωγών ελαιολάδου στον κόσμο, με περίπου 250.000 τόνους για την περίοδο 2024/25 – μια αξιοσημείωτη αύξηση από το προηγούμενο έτος.
Σημαντικό πλεονέκτημα είναι η παραγωγή εξαιρετικά ποιοτικών έξτρα παρθένων ελαιολάδων, ιδιαίτερα από περιοχές όπως η Κρήτη και η Πελοπόννησος, που διακρίνονται για την ποιότητα και την γαστρονομική τους φήμη.
Παρά το γεγονός ότι οι εξαγωγές ελληνικού ελαιολάδου αυξήθηκαν σημαντικά το 2023 λόγω παγκόσμιων ελλείψεων και υψηλών τιμών, το 2024 η αγορά επέστρεψε σε κανονικότητα — ωστόσο ο όγκος των εξαγωγών παρέμεινε ανθεκτικός, δείγμα αντοχής της ελληνικής παραγωγής.
Βασικός αγοραστής η Ιταλία
Η Ιταλία παραμένει ο βασικός προορισμός του ελληνικού ελαιολάδου. Το 2024, οι εισαγωγές στην ιταλική αγορά από την Ελλάδα άγγιξαν τα 497,8 εκατ. ευρώ για έλαια κατηγορίας 1509 και 37,4 εκατ. ευρώ για κατηγορία 1510, παρά τη σημαντική μείωση σε σύγκριση με το 2023, εξαιτίας των χαμηλότερων διεθνών τιμών και αλλαγών στις αγοραστικές στρατηγικές των Ιταλών.
Παρά τη μείωση στον όγκο, η εμπορική ισορροπία παραμένει εξαιρετικά ευνοϊκή για την Ελλάδα, καθώς οι εξαγωγές της προς την Ιταλία είναι 50 φορές μεγαλύτερες σε όγκο και αξία από τις εισαγωγές ιταλικού ελαιολάδου από την Ελλάδα — με το εμπορικό πλεόνασμα το 2024 να αγγίζει τα 524,8 εκατ. ευρώ.
Το «χύμα» ελαιόλαδο και η χαμένη αξία
Ωστόσο, μια χρόνια και δομική αδυναμία της ελληνικής παραγωγής παραμένει, καθώς η συντριπτική πλειοψηφία του ελαιολάδου εξάγεται ως «χύμα» και όχι ως τυποποιημένο με δική του ετικέτα και ταυτότητα. Σύμφωνα με την έκθεση, μόλις το 2–3% της παραγωγής εξάγεται υπό ελληνικά brand labels, σε αντίθεση με την Ιταλία όπου κοντά στο 100% είναι τυποποιημένο, και την Ισπανία με περίπου 70%.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το ελληνικό ελαιόλαδο να μεταφέρεται εν μέρει στην Ιταλία, να αναμειγνύεται με λάδια από άλλες χώρες, και να επανεξάγεται ως «Made in Italy» — συχνά με διπλάσια τιμή από την αρχική.
Η οικονομική ζημία είναι σημαντική, καθώς εκτιμάται απώλεια περίπου 1,3 ευρώ ανά κιλό ελαιολάδου για την ελληνική οικονομία, ή περίπου 200 εκατ. ευρώ ετησίως σε χαμένη προστιθέμενη αξία.
Η βιομηχανία τυποποίησης της Ιταλίας επεξεργάζεται 800.000–900.000 τόνους ελαιολάδου κάθε σεζόν — πολύ περισσότερο από την εγχώρια παραγωγή της (250.000–300.000 τόνους) — με την Ελλάδα, την Ισπανία, την Τυνησία και την Πορτογαλία να καλύπτουν τις ανάγκες της.
Στα ράφια ιταλικών σούπερ-μάρκετ, σχεδόν δεν υπάρχει ελληνικό ελαιόλαδο με ελληνική ετικέτα. Κυριαρχούν όμως, οι «ιταλικές» μίξεις, συχνά περιέχοντας ελληνικό λάδι χωρίς αναφορά προέλευσης.
Καταναλωτικές τάσεις
Οι τιμές των έξτρα παρθένων ελαιολάδων στην Ιταλία παραμένουν υψηλές: από περίπου 7,25 ευρώ/κιλό στην Απουλία, έως 9,65 ευρώ/κιλό στη Σικελία και έως 13,50 ευρώ/κιλό για ΠΟΠ ελαιόλαδα από περιοχές της βόρειας Ιταλίας.
Αυτή η άνοδος έχει οδηγήσει ορισμένους καταναλωτές είτε να μειώσουν την κατανάλωση είτε να στραφούν σε πιο φθηνά έλαια — π.χ. φυτικά — ειδικά όταν πρόκειται για καθημερινή χρήση.
Ωστόσο, η ζήτηση για προϊόντα υψηλής ποιότητας και με πιστοποίηση ΠΟΠ/ΠΓΕ παραμένει ισχυρή, παρουσιάζοντας ένα πιθανό άνοιγμα για την Ελλάδα εάν εντείνει τις προσπάθειες branding και τυποποίησης.
Οι προοπτικές
Η έκθεση υπογραμμίζει τον κρίσιμο ρόλο της Ιταλίας στην απορρόφηση του μεγαλύτερου μέρους των ελληνικών εξαγωγών και τονίζει το τεράστιο δυναμικό της Ελλάδας να δημιουργήσει μεγαλύτερη αξία μέσω επώνυμων προϊόντων που συνδέονται με την τουριστική της ταυτότητα.
Για τον τομέα της φιλοξενίας στην Ελλάδα, η προώθηση επώνυμων εγχώριων ελαιολάδων θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως βασικός παράγοντας διαφοροποίησης, προσελκύοντας ολοένα και πιο απαιτητικούς διεθνείς ταξιδιώτες που αναζητούν αυθεντικές εμπειρίες προσανατολισμένες στην προέλευση.
Πηγή: ot.gr





