Καθώς οι προβλέψεις για την ανάπτυξη του AI δείχνουν ότι ως το 2030 οι τεχνικές δυνατότητες της θα έχουν εξελιχθεί ραγδαία σε μία σειρά από τομείς, η πορεία αυτή φέρνει επί τάπητος ζητήματα ισχύος και διαχείρισης της.

Η σύγχρονη τεχνητή νοημοσύνη και οι προοπτικές της τίθενται πλέον την πράξη ενώπιον των κοινωνιών, από τις απλές ερωτήσεις συμβουλών για θέματα σχέσεων ως τις δυνατότητες ανάλυσης ιατρικών θεμάτων όπως φάνηκε και από το βραβείο Νόμπελ Χημείας 2024, στον Hassabis για την ανακάλυψη δομών των πρωτεϊνών και την επίδραση στα αντιβιοτικά.
Βέβαια οι απαντήσεις βρίσκονται στη βάση ανάλυσης δεδομένων που προσφέρονται στην AI καθώς και στις μεθόδους αναζήτησης απαντήσεων όπου ο ευγενικός λόγος της ΑΙ γίνεται ουσιαστικότερος στη βάση ακριβώς αυτών των καταστάσεων.
Την ίδια ώρα που συμβαίνει η τεχνολογική επίδραση του φαινομένου, εξελίσσονται παράλληλα η οικονομική και διεθνής του διάσταση, στο πεδίο της διεθνούς πολιτικής οικονομίας και των διεθνών σχέσεων με τα ζητήματα των σπάνιων γαιών, των data centers, της ενέργειας αλλά και των talents του επιστημονικού δυναμικού να καθιστούν την AI ένα πολύπλοκο ζήτημα με πολλαπλές παραμέτρους πίσω από την οθόνη.
Στο πλαίσιο αυτό και με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου “Τεχνητή Νοημοσύνη – Ο αγώνας ΗΠΑ-Κίνας για την πρωτοκαθεδρία”, του Ομότιμου Καθηγητή Διεθνούς Πολιτικής Οικονομίας του Παντείου Πανεπιστημίου, κ. Παναγιώτη Ρουμελιώτη, διεξήχθη μία πολυδιάστατη συζήτηση και τα θέματα που τέθηκαν οφείλουν να απασχολήσουν περισσότερο το δημόσιο διάλογο καθώς και τις κρατικές αρχές, τα πολιτικά κόμματα και σε μεγάλο βαθμό όλους μας, διότι η θέση της χώρας μας είναι μάλλον απομακρυσμένη από τις εξελίξεις.
Σημειωτέον ότι το βιβλίο είναι κατανοητό για τον κάθε αναγνώστη και προσεγγίζει το θέμα μέσα από τη χρήση πολλών διαγραμμάτων στην κατεύθυνση παρουσίασης των οικονομικών παραμέτρων και προοπτικών.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία η Ελλάδα ναι μεν βρίσκεται στην 41η θέση παγκοσμίως στην κατάταξη του Δείκτη Προετοιμασίας για την AI που έχει θεσπίσει το ΔΝΤ, αλλά η απόσταση στα ποιοτικά δεδομένα είναι μάλλον τεράστια σε σχέση με τις χώρες που βρίσκονται στην πρωτοπορία όπου εκεί διεξάγεται ένας πολυδιάστατος ανταγωνισμός, ενώ και εντός της ΕΕ η χώρα μας βρίσκεται σε απόσταση από το μέσο όρο.
Όμως η Τεχνητή Νοημοσύνη επαναχαράσει τον ανταγωνισμό στις διεθνείς σχέσεις και στην διεθνή πολιτική οικονομία καθότι το μέγεθος των σπάνιων γαιών που απαιτεί σε συνδυασμό με τις επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη και το αναγκαίο επιστημονικό δυναμικό σε συνάρτηση με τις δυνατότητες των συστημάτων σε θέματα πολέμου, έχουν θέσει τις ΗΠΑ και την Κίνα σε έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό με την ΕΕ και τη Ρωσία να βρίσκονται σε απόσταση.
![]()
Στην πράξη oι ΗΠΑ ηγούνται σε τομείς όπως η θεμελιώδης τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης, οι ιδιωτικές επενδύσεις και οι βασικές καινοτομίες (ιδίως τα απαραίτητα chips), ενώ η Κίνα υπερέχει σε κλίμακα εφαρμογής, στον κυβερνητικό συντονισμό και στην ταχεία υιοθέτηση εφαρμογών, ενώ τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και οι δημοσιεύσεις είναι ένας τομέας όπου η Κίνα φαίνεται να υπερέχει.
Στο μοτίβο αυτό υφίσταται μία προσπάθεια από τις ΗΠΑ για επιβολή ελέγχων στις εξαγωγές chips με την Κίνα να αντιδρά και σε συνδυασμό με τις εφαρμογές της ΑΙ σε θέματα πολεμικών τεχνολογιών και ασφάλειας ο κόσμος παρακολουθεί έναν ιδιότυπο ανταγωνισμό.
Η λειτουργία της Τεχνητής Νοημοσύνης επαναπροσδιορίζει τις διεθνείς σχέσεις και τα θέματα ισχύος, συνεργασιών, επιστημονικής εφαρμογής και επενδύσεων, καθώς και ασφάλειας ξεκινώντας από τα απαιτούμενα υλικά και ενέργεια ως τις διαδικασίες διαχείρισης και αξιοποίησης δεδομένων όπου εταιρικοί κολοσσοί αξίας δισεκατομμυρίων επιδιώκουν την κυριαρχία στο πεδίο σε συνάρτηση με τις διεθνείς σχέσεις.
Ταυτόχρονα οι υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες επιδιώκουν να βρίσκονται κοντά στις εξελίξεις αλλά τα μεγέθη των επενδύσεων και των πόρων που απαιτούνται καθιστούν μέχρι στιγμής την διαδικασία συγκεντρωμένη ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα και για αυτό είναι κρίσιμο χώρες όπως η Ελλάδα να μπορέσουν σε επιμέρους τομείς να προσεγγίσουν τις απαιτήσεις, ιδίως σε θέματα όπως το ανθρώπινο κεφάλαιο, η διαχείριση δεδομένων και οι συνεργασίες.
Μπορεί ειδικά η χώρα μας να αντιμετωπίζει ζητήματα λειτουργίας του κράτους, και να έχει τις οικονομικές δυσκολίες με την χαμηλή αγοραστική δύναμη των πολιτών, αλλά οι εξελίξεις στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης δεν πρέπει να την αφήσουν πίσω, μιας και η διεθνής κατάσταση αυτή τη στιγμή ξεπερνάει κατά πολύ τις χρήσεις έτοιμων εργαλείων όπως το chatGPT, το Gemini και το DeepSeek.
![]()
Και αυτό είναι ένα ακόμα θέμα που χρειάζεται μία ευρεία πολιτική συναίνεση και κατανόηση γιατί υπάρχουν δυνατότητες συνεργασιών, επενδύσεων και σε συνδυασμό με τη θέση της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις σχετικές χρηματοδοτήσεις η ευκαιρία για εξέλιξη δεν είναι μακριά.
*Σταύρος Τασιόπουλος, Δικηγόρος Παρ’ Αρείω Πάγω LLM/MSc, Περιβαλλοντικής Διακυβέρνησης & Βιώσιμης Ανάπτυξης, Δημοσίου Δικαίου & Πολιτικής Επιστήμης





