«Ο κόσμος βρίσκεται σε τροχιά ειρήνευσης, ας φροντίσουμε αυτό να παραμείνει ως έχει». Αυτά τα λόγια αποτελούν κομμάτι της απάντηση του Ντόναλντ Τραμπ στην αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal.
Είχε προηγηθεί δημοσίευμα που αποκάλυπτε το περιεχόμενο τηλεφωνικής επικοινωνίας μεταξύ της πρωθυπουργού της Ιαπωνίας Σανάε Τακαΐτσι και του αμερικανού προέδρου, στο πλαίσιο της οποίας ο δεύτερος παρότρυνε την πρώτη να μην προκαλεί το Πεκίνο στο ζήτημα της κυριαρχίας της Ταϊβάν.
Η είδηση διαψεύστηκε από το πρωθυπουργικό γραφείο της Τακαΐτσι να αρνείται ότι η ίδια έγινε δέκτης οποιαδήποτε προτροπής. Αποτελεί όμως κοινό μυστικό ότι η όξυνση, που είχε ως αφορμή την στάση της Ιαπωνίας σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης μεταξύ Πεκίνου και Ταϊπέι, έρχεται μετά από μια απαιτητική «στροφή» στις σινοαμερικανικές σχέσεις.
Αρνητική συγκυρία
Η εικόνα που αποκομίζει κανείς από το δημοσίευμα έρχεται εκ πρώτης όψεως σε πλήρη αντίθεση με τα όσα δήλωνε πριν λίγα 24ωρα δημόσια ο αμερικανός πρόεδρος για την επικεφαλής της ιαπωνικής κυβέρνησης. Τότε, ο πρώτος χαρακτήριζε τη δεύτερη «πολύ δυνατή», προβλέποντας πως θα γίνει «σπουδαία ηγέτης», ενώ περιέγραφε τη σχέση των δύο τους ως «εξαιρετική». Αλλά και από την πλευρά της, η Τακαΐτσι έδινε την εντύπωση ανθρώπου που χαίρει της εμπιστοσύνης του Λευκού Οίκου, ισχυριζόμενη μάλιστα πως ο Τραμπ της έδωσε το ελεύθερο να επικοινωνήσει όποτε επιθυμεί μαζί του.
Είχε προηγηθεί άλλωστε πριν την ανάληψη των καθηκόντων της συνάντηση τους στο αμερικανικό αεροπλανοφόρο USS George Washington, όπου ο Τραμπ εξήρε τη σχέση των δύο εθνών.
Πέρα από την ακρίβεια όσων διημείφθησαν κρίσιμο είναι να υπενθυμιστεί η διπλωματική συγκυρία, εντός της οποίας και έλαβε χώρα το τηλεφωνικό τετ α τετ. Και ειδικότερα, τις τρείς τελευταίες εβδομάδες, με την ένταση ανάμεσα σε Κίνα και Ιαπωνία να κορυφώνεται μετά τις δηλώσεις της ιαπωνέζας πρωθυπουργού ότι «μια πολεμική σύγκρουση στην Ταϊβάν σημαίνει υπαρξιακή απειλή για την Ιαπωνία», μη αποκλείοντας μάλιστα στρατιωτική εμπλοκή της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου.
Η αναφορά ερμηνεύτηκε από το Πεκίνο ως επιθετική ενέργεια που ανατρέπει την πολιτική δεκαετιών του Τόκιο, σύμφωνα με την οποία η Ταϊβάν είναι αναπόσπαστο μέρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.
Ερμηνείες
Το πρόβλημα όμως για την Ουάσιγκτον δεν έγκειται στη διένεξη αυτή καθαυτή μεταξύ των δύο άσπονδων ασιατικών γειτόνων αλλά περισσότερο στον χρόνο κατά τον οποίο αυτή εκδηλώνεται.
Η πρόσφατη συμφωνία του αμερικανού προέδρου με τον κινέζο ομόλογό του για αποκλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ των χωρών τους –κίνηση που ακουμπά στις ανησυχίες μεγάλου μέρους του αμερικανικού αγροτικού κόσμου- δεν επιτρέπει πολλά περιθώρια στον Τραμπ να ασκήσει την όποια πίεση στο Πεκίνο.
Μια επιστροφή στην προαναφερθείσα τοποθέτηση του αμερικανού προέδρου είναι αποκαλυπτική: «Η σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με την Κίνα είναι πολύ καλή, πράγμα πολύ καλό και για την Ιαπωνία, αγαπημένο και στενό σύμμαχο μας. […] Κατά τη γνώμη μου, ο πρόεδρος Σι θα αυξήσει σημαντικά τις αγορές αμερικανικής σόγιας κι άλλων γεωργικών προϊόντων. Και οτιδήποτε καλό για τους αγρότες μας είναι καλό και για μένα». Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι πηγή που επικαλέστηκε στο ρεπορτάζ της η WSJ ανέφερε πως η Ουάσιγκτον ανησυχεί κυρίως για την εμπορική της σχέση με την Κίνα.
Την ίδια στιγμή το Πεκίνο, δια στόματος του εκπροσώπου Τύπου του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας Τζιάνγκ Μπιν, κατέστησε σαφή τα όρια του: ««Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός διαθέτει ισχυρές δυνατότητες και αξιόπιστα μέσα για να νικήσει κάθε εισβολέα. Αν η ιαπωνική πλευρά τολμήσει να υπερβεί τη γραμμή έστω και μισό βήμα και προκαλέσει μπελάδες στον εαυτό της, αναπόφευκτα θα πληρώσει ένα επώδυνο τίμημα», ανέφερε ο Μπιν, σχολιάζοντας την απόφαση του Τόκιο για ανάπτυξη πυραύλων σε στρατιωτική βάση στο νησί Γιοναγκούνι, νησί που βρίσκεται περίπου 110 χλμ. από τις ανατολικές ακτές της Ταϊβάν. Όλα αυτά, ενώ η στάση της Τακαΐτσι επικροτείται σύμφωνα με τα τελευταία δημοσκοπικά ευρήματα, που δείχνουν ότι το 56% της κοινής γνώμης στηρίζει απόλυτα τους χειρισμούς της σε σχέση με την Κίνα.





