Σκέφτομαι μια φράση του Harold Bloom στο δοκίμιό του για τον Wallace Stevens («Κυριακή πρωί», εκδόσεις Άγρα) που θα συνόψιζε την περίπτωση Χειμωνά, αυτού του διάττοντα που πέρασε και παραμένει στη ζωή μου, αλλά και στις ζωές πολλών ακόμη της δικής μου παραξενιάς.
«Ο Θεός και οι θεοί είναι νεκροί, τελεσίδικα νεκροί, όμως το Υψηλό ούτως ή άλλως επιζεί, και μια από τις μορφές που παίρνει είναι η συμπάθεια, ιδιαίτερα η αυτό-συμπάθεια».
Μια από τις μορφές που πήρε το Υψηλό στον Χειμωνά ήταν η συμπάθεια. Κυρίως όμως, η ολέθρια αυτοσυμπάθεια, που συνοψίζει όλον τον παθηματικό ψυχισμό του και ό,τι ο ίδιος «είναι» (το ρήμα ακόμη στον ενεστώτα), και τον κάνει να παρουσιάζεται στα δικά μου μάτια ως ο τελευταίος άνθρωπος απέναντι στους πολεμοχαρείς υπανθρώπους που μας φοβερίζουν, λες και δεν μπορούμε να πεθάνουμε μόνοι.
Σε ό,τι αποκαλούμε «ένδον γένεσις», για πολλούς από εμάς ο Χειμωνάς είναι «ο μάρτυρας για τον οποίον ουδείς μαρτυρά», ένας άγιος στην μετα-εκκοσμικευμένη εποχή μας.
Ένα φάντασμα, η συχνότητα ορατότητας του οποίου αποδεικνύεται συνεχής.
Ακούστε όμως τη φωνή του στο συλλεκτικό ντοκουμέντο και διαβάστε τον.
Ολόκληρο το κείμενο
Έτσι θέλω να υπερασπιστώ αυτή την ξαφνική αφύπνιση με ένα συνταραχτικό βίωμα, όχι με τις ήμερες αργές αυτοματικές χειρονομίες ενός πολιτισμού που κουράστηκε πια να βλέπει τον εαυτό του στον καθρέφτη και κλείνει τα μάτια του από νύστα. Η μουσική γεννήθηκε από τον κρότο και προς αυτόν τείνει διαρκώς. Και έτσι θέλω να υπερασπιστώ την ξαφνική γλώσσα, μια νέα χρήση οργάνου, αφού η χρήση είναι το όργανο.
Ύστερα από αυτήν την ηθελημένης έστω αισιοδοξίας πρότασή μου, η νέα πεζογραφία δεν φαίνεται πια να αποτελεί έναν πρωτοποριακό λόγο. Να μια λέξη που μου φαινόταν πάντα ύποπτη!
Αντίθετα πιστεύω πως η νέα πεζογραφία ανταποκρίνεται στο βασικό αίτημα του νέου διαφωτισμού, να μιλήσει ο άνθρωπος επιτέλους τη φυσική του λαλιά. Γιατί η ολόκληρη παλιά πεζογραφία, με τις μετρημένες εξαιρέσεις κάποιων μεγάλων, είναι υπόλογη για πράξεις και ενώ για γλώσσα ψεύδους, πλαστότητας. Γιατί ποτέ ο άνθρωπος, πιστεύω, δεν έζησε, δεν έπραξε, δεν μίλησε με τους τρόπους που έζησαν, έπραξαν και μίλησαν τα πρόσωπα του παλιού μυθιστορήματος.
Γιατί αυτό το τελευταίο, δεν μας αφηγήθηκε παρά συμβατικές, επιφανειακές – κάτι χειρότερο – στημένες εκ των προτέρων περιστασιακές καταστάσεις ενός δεδομένου ανθρώπινου ήθους. Αλλά ο πραγματικός λόγος της τέχνης, σκοπεύει στο βαθύ καθόλου δεδομένο ήθος της ανθρώπινης ύπαρξης.
Από την άλλη μεριά, υπάρχει μια πιεστική πρόκληση του καιρού μας. Μιλώ για τους νέους ανθρώπους που απαιτούν τον λόγο τους. Γιατί δεν έχετε παρά να κοιτάξετε γύρω σας! Έληξε η αμφισβήτηση. Αποφανατίστηκαν οι επαναστάσεις. Καταγγέλθηκε η απάτη κάθε πρωτοπορίας. Κοιτάξτε αυτούς τους νεαρούς, αγόρια και κορίτσια, των 12, 15, 16 χρονών.
Κοιτάξτε τους καλά. Προσέξτε την κατήφειά τους, την νευρική τους απάθεια, τη σιωπή τους, την δύσαρθρη ομιλία τους, την δύσθημη σκληρότητά τους. Προσέξτε πόσο ακίνητος είναι αυτός ο νέος άνθρωπος, πόση αμίλητη πράξη κουβαλάει μέσα του. Για αυτούς προρίζεται νέος λόγος, ο αιφνίδιος λόγος.
Η γλώσσα της τέχνης, η κατεξοχήν ανθρώπινη λαλιά, εξυδρωμένη από ανθρώπινες ύλες, καμωμένη σαν ανθρώπινη ομιλία. Αυτή λοιπόν, η γλώσσα, απαραίτητα κατακυρούμενη από τον ανθρώπινο δέκτη της, τον διαπερνά για να εκβάλει πέρα από το ανθρώπινο. Εκεί θα αποτεθεί! Από εκεί θα εγκυρώνει αναδρομικά, επαναδραστικά τις ενδοανθρώπινες ιδεοθημικές διεργασίες που την παρήγαγαν. Αυτό συνιστά την τελολογία της. Η αποανθρωποποίηση της. Σας παρακαλώ ακούστε αυτή τη λέξη χωρίς καμιάν ηθική ή συναισθηματική προκατάληψη.
Αυτή η αποανθρωποποίηση που λέω σημαίνει μεγέθυνση ανθρώπου, όχι απανθρωπιά. Να φανταστούμε πώς περίπου μπορεί να είναι αυτός ο μη ανθρώπινος δέκτης της γλώσσας της τέχνης. Λογικά δηλαδή, τυφλά. Το σχήμα του θα πρέπει να ανιχνευθεί στις εγκύτερες περιανθρώπινες ζώνες, εκεί όπου μόλις εκπνέουν όλες οι προθεσμίες του ανθρώπου. Δηλαδή, τα αισθητηριά του, αυτού του μη ανθρώπινου δέκτη, λειτουργούν με ακανόνιστους δυσαρμονικούς ρυθμούς.
Η ευρεθιστότις του θα έχει υψηλό ουδό και πρέπει να φωνάζεις, να φωνάξεις μικρά, αλλά τρομερά νοήματα. Έχει μιαν υπερφυσική λειτουργία χώρου. Είναι ο χώρος. Δεν έχει λειτουργία χρόνου. Είναι χρόνος. Το συναίσθημά του είναι πρωτογενές και ανακυκλούμενο. Δεν ισχύουν γι’ αυτό οι κανόνες μιας εγκατεστημένης αντιδρασιακής ψυχολογίας. Είναι πολυθυμικό, μετέωρο και ατελείωτο. Η σκέψη του το ίδιο. Είναι πρωτογενής και γενική.
Αμελεί τις συντεταγμένες του λογικού συμπεράσματος. Αγνοεί τις κατηγορίες και είναι μάταιο να τις διδαχθεί. Συχνά συγχαίει τους ανθρώπους με τα έντομα και τα ζώα, το πένθος με δύο γυναίκες, το θάνατο με τα υφάσματα. Είναι αντιφατικός και ασυνάρτητος, ηλίθιος, αλωτός και αλήτης, αφαντός ή διαλύποντας, ανήθικος και αθάνατος, άθεος, αθώος. Δεν είναι ευμενής ή δυσμενής προς τους ανθρώπους, όμως κυρίως ακατάπαυστα τους προσέχει. Εντυπωσιάζεται και ταράζεται από τους ανθρώπους. Εκπληκτός.
ΥΓ.
Σε μια τόσο α-συμπαθή εποχή, όπου στην Ουάσιγκτον ο Ρονάλντο συμποσιάζεται με τον Τραμπ και στους δρόμους της Αθήνας οι οδηγοί σκοτώνουν ο ένας τον άλλον παραδειγματιζόμενοι από τους «οδηγούς» μας στον πολιτικό μονόδρομο, υπάρχει ευτυχώς εκτός από την φθίνουσα καθημερινότητά και η ακμαία λογοτεχνία. Θέλω να πω, εκτός από τον εκκωφαντικό θόρυβο για την «Ιθάκη» του Τσίπρα, υπάρχει και η καθαγιασμένη σιωπή του «Αδελφού» του Χειμωνά που κυκλοφόρησε πριν 50 χρόνια στον «Κέδρο».
Το έχω ξαναπεί.
Ο Χειμωνάς εξοστρακίστηκε. Σαν τον ξυλοκόπο του Χάιντεγκερ στο δάσος των συμβόλων γνώριζε τα μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά. Ούτε στη λύτρωση ούτε στην καταδίκη. Αν εξαιρέσεις τους λίγους αναγνώστες, δεν διαβάστηκε όπως θα έπρεπε.
Ο Χειμωνάς ήταν πολύ περισσότερο από αυτό που τον έκανε η καλλιέργειά του, το πάθος και η ομορφιά του. Ανέδειξε το κενό μέσα στο οποίο μπορεί κανείς πλέον να σκεφτεί. Κενό από την αλληλοαναίρεση δύο εαυτών και δύο νοοτροπιών: του νευρολόγου και του συγγραφέα, του νάρκισσου και του ταπεινωμένου, του λαϊκού και του αριστοκράτη. Δείχνοντας έτσι, το τέλος του ανθρώπου όπως τον ξέρουμε και την εμφάνιση ενός άλλου, μεγεθυμένου και «εκτός χρόνου»( zeit-loss) ανθρώπου; Αλλά θα μπορούσε σήμερα, μέσα στη συνθήκη του ελάχιστου, να επιβιώσει ένα τέτοιο πλάσμα;
«Ήξερα κάποτε έναν παροπλισμένο κλέφτη που φύλαγε για χρόνια το βαλιτσάκι με τα σύνεργα κάτω απ’ το κρεβάτι. Έκαναν δουλειά. Βοηθούσαν όπως έλεγε, να το σκάει από το σώμα του όποτε του έκανε κέφι», διαβάζω στο ποίημα που έλαβα χθες στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μου.
Εμένα όμως, άλλα μου έλεγε ο κλέφτης : «ότι ούτε από το σώμα του μπορούσε να βγει, ούτε και από την Ελλάδα». Ένας παλιός συνάδελφος του Χειμωνά, ο ψυχαναλυτής, ποιητής Μάριος Μαρκίδης, τον είχε αποκαλέσει «ο κλέφτης που δίνει».






