Πρόσωπα που είχαν εμπλοκή στους μηχανισμούς παρακολούθησης στην υπόθεση των υποκλοπών, πρέπει να κληθούν να καταθέσουν, υποστήριξε καταθέτοντας στη δίκη ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης, που ανήκε στον σκληρό πυρήνα εκείνων που κατήγγειλαν υποκλοπή των προσωπικών τους συνδιαλέξεων.

Ο Θανάσης Κουκάκης κατά την κατάθεση του αιτιολόγησε, γιατί υπήρξε στόχος παρακολουθήσεων, καθώς όπως είπε, εργαζόταν σε ελληνικά και διεθνή μέσα για ρεπορτάζ που αφορούσε την Τράπεζα Πειραιώς και κατά τον ίδιο, αναφερόταν και σε πρόσωπα όπως ο Φελίξ Μπίτζιος και ο Γιάννης Λαβράνος. Η υπόθεση έφθασε στην Αρχή για Ξέπλυμα και εκδόθηκαν διατάξεις δεσμεύσεων περιουσιακών στοιχείων.

Οπως ανέφερε ο δημοσιογράφος, μετά από αυτή την εξέλιξη ακολούθησαν νομοθετικές ρυθμίσεις, που κατά τη γνώμη του διευκόλυναν οικονομικά αδικήματα και οι περισσότερες από αυτές που αφορούσαν σε τραπεζικά στελέχη μπήκαν στο αρχείο. Σε αυτό το χρονικό πλαίσιο, υποστήριξε ότι ξεκίνησε η παρακολούθησή του από την ΕΥΠ.

«Η πρώτη παρακολούθηση ξεκίνησε την 1η Ιουνίου 2020», ενώ όπως περιέγραψε, όταν παρατήρησε δυσλειτουργίες στο κινητό του και απευθύνθηκε σε πηγή του, έλαβε δύο φωτογραφίες με κείμενα απομαγνητοφώνησης συνομιλιών του. Ο Θανάσης Κουκάκης κατέθεσε ότι στις 12 Αυγούστου 2020 υπέβαλε καταγγελία στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου Επικοινωνιών και «την ίδια ημέρα διεκόπη η παρακολούθησή» του.

Πώς εντόπισε ο Θανάσης Κουκάκης το Predator;

Στην εξέλιξη της κατάθεσής του περιέγραψε την εμπλοκή του Predator. Σύμφωνα με τον ίδιο, μετά από επικοινωνία με τη Meta και το Citizen Lab, διαπιστώθηκε επιμόλυνση του κινητού του με το κακόβουλο λογισμικό. «Ουσιαστικά χρήστης Predator γίνεται χρήστης του κινητού σου. Δεν είχα αντιληφθεί τίποτα», ανέφερε, ενώ χαρακτήρισε ως βέβαια τρία μηνύματα επιμόλυνσης, το διάστημα Ιουλίου–Σεπτεμβρίου 2021.

Εξήγησε επίσης ότι εκείνη την περίοδο το Predator «δεν ήταν σε θέση να ενεργοποιηθεί εκ νέου χωρίς νέα αποστολή μηνύματος μετά από επανεκκίνηση του κινητού». Αναφορικά με τη λίστα προσώπων που φέρονταν να έχουν στοχοποιηθεί, σημείωσε ότι «επιβεβαιώθηκε με τεράστια ακρίβεια» και πρόσθεσε ότι αντίστοιχη πρόσβαση απέκτησε και ο ίδιος μαζί με άλλους δημοσιογράφους εκ των υστέρων.

Κατά την εκτίμησή του, «δεν έγινε σωστή έρευνα από τις δικαστικές αρχές», επισημαίνοντας ότι «η ορθή έρευνα για την ανεύρεση στόχων της ΕΥΠ θα έπρεπε να γίνει στους παρόχους».

Τόνισε ακόμη, ότι «το ενιαίο κέντρο» προκύπτει από τις διατάξεις που είχε λάβει ο τότε αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου που διεξήγαγε την έρευνα κ. Ζήσης. Σε ερώτηση του προέδρου για το πώς εξηγείται η «διπλή παρακολούθηση», ο μάρτυρας απάντησε ότι «όσοι παρακολουθήθηκαν από ΕΥΠ και Predator, παρακολουθήθηκαν πρώτα από ΕΥΠ ώστε να συλλεχθούν στοιχεία και στη συνέχεια από Predator».

Επίσης, αναφέρθηκε στον τρόπο εισόδου του Predator στην Ελλάδα, υποστηρίζοντας ότι η εγκατάσταση της Intellexa ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2020 και ότι η εκπαίδευση στελεχών είχε ξεκινήσει μετά το πρώτο τρίμηνο του έτους. Κατά την κατάθεσή του, κεντρικό ρόλο είχαν πρόσωπα με σχέση με το γραφείο του Πρωθυπουργού και την ΕΥΠ, αναφέροντας μεταξύ άλλων τον Γρηγόρη Δημητριάδη και τον τότε διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα. Η κατάθεση του δημοσιογράφου συνεχίζεται.