Σήμερα, 9 Νοεμβρίου 2025, συμπληρώνονται 36 χρόνια από τότε που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου. Οι νεότεροι δύσκολα μπορούν να φανταστούν πως υπήρξε εποχή που η πολύβουη, πολυπολιτισμική γερμανική πρωτεύουσα ήταν κομμένη στα δύο, χωρισμένη από ένα μουντό, τσιμεντένιο τείχος, το οποίο όριζε τα σύνορα δύο διαφορετικών κρατών, της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.
Ίσως να μπορούν να νιώσουν κάτι από εκείνη την ιστορική περίοδο, αν σταθούν μπροστά στα απομεινάρια του Τείχους στην East Side Gallery, δίπλα στον ποταμό Σπρέε, εκεί όπου κάποτε υπήρχαν σκοπιές και σήμερα τα γκράφιτι των καλλιτεχνών έχουν μετατρέψει το σήμείο, στη μεγαλύτερη υπαίθρια γκαλερί στον κόσμο.

Το Τείχος του Βερολίνου πέφτει και ο Χέλμουτ Νιούτον κάνει φωτογράφιση για το Zeit Magazin το 1990. ©Helmut_Newton Foundation
Τα χρόνια εκείνα μας τα θυμίζουν ίσης οι μαρτυρίες εκείνων που έζησαν από κοντά τον διχασμό. Όπως εκείνη της Γκαμπριέλ Παϊσσόνι, η οποία διηγήθηκε στην εφημερίδα The Guardian, πώς κατόρθωσε, με μία παράτολμη κίνηση να δραπετεύσει από την Ανατολική Γερμανία, αποφασίζοντας να εμπιστευτεί τη ζωή της σε δύο αγνώστους.
«Απόψε ή ποτέ»
Η ιστορία της ξεκινά το 1965, όταν ήταν 19 ετών. Τότε, ως νεαρή με ολόκληρη τη ζωή μπροστά της, το όνειρό της ήταν να περάσει στη Δύση, εκεί όπου, όπως λέει, «είχαν τα πάντα, ενώ εμείς σχεδόν τίποτα». Θυμάται χαρακτηριστικά τις δύο φορές τον χρόνο που έφερναν στην ανατολική πλευρά του Τείχους μπανάνες, τις ουρές που σχηματίζονταν. Ήταν κάτι που δεν είχε ξαναδεί ποτέ.
Διηγείται επίσης πώς η ίδια και τα αδέρφια της συνήθιζαν να περνούν ώρες ολόκληρες γύρω από τα σημεία ελέγχου, ελπίζοντας να πλευρίσουν κάποιον από τη Δύση που ίσως τους βοηθούσε να περάσουν απέναντι.

Φυλάκιο Ανατολικογερμανών στο Τείχος του Βερολίνου
Κάποιες φορές αυτοί οι Δυτικοί με τους οποίους μιλούσαν τους έστελναν πακέτα, όμως η διαφυγή ήταν κάτι σχεδόν ακατόρθωτο και ακριβό, καθώς όσοι τα είχαν καταφέρει είχαν πληρώσει χιλιάδες μάρκα.
Εκείνη τη χρονιά εργαζόταν σε βιβλιοπωλείο όπου σύχναζαν τουρίστες, αφού όποιος επισκεπτόταν την Ανατολική πλευρά έπρεπε υποχρεωτικά να ξοδέψει τουλάχιστον 15 μάρκα. Με ελάχιστα πράγματα να αγοράσουν, πολλοί προτιμούσαν βιβλία και δίσκους.
Ένα απόγευμα του Μαρτίου, μπήκαν στο μαγαζί δύο Γάλλοι αξιωματικοί. Αφού μίλησαν λίγο μαζί της και ένιωσε ότι την συμπαθήσαν, τους είπε συνωμοτικά μία φράση: «Μπορείτε να με βοηθήσετε;». Εκείνοι την κοίταξαν, είπαν «κανένα πρόβλημα» κι έφυγαν.
Η Γκαμπριέλ διηγείται πως εκείνη τη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί σκεπτόμενη ότι οι δύο άνδρες, όσο καλοσυνάτοι και να της είχαν φανεί, θα την ξεχνούσαν και δεν τους ξαναέβλεπε ποτέ.

Η διαιρεμένη Γερμανία. Με γκρι η Δυτική, με πράσινο η Ανατολική. Εντός της Ανατολικής διακρίνεται και το διαιρεμένο Βερολίνο.
Όμως, την επόμενη μέρα εκείνοι επέστρεψαν, πλησίασαν τον πάγκο και ψιθύρισαν «Απόψε ή ποτέ. Στις οκτώ και μισή, στο στενό πίσω από το μαγαζί».
«Κράτα την αναπνοή σου»
Όταν έφυγαν οι πελάτες, κλείδωσε το κατάστημα και έτρεξε στο σπίτι. Η καρδιά της, περιγράφει στην εφημερίδα, χτυπούσε τόσο δυνατά που ένιωθε πως θα αποκαλυπτόταν το σχέδιό της.
Ανέβηκε στη σοφίτα, πήρε το διαβατήριο και λίγα κοσμήματα με συναισθηματική αξία. Στους γονείς της είπε πως θα πήγαινε σινεμά με μια φίλη.
Περιγράφει πως πριν περάσει την πόρτα του πατρικού της, γύρισε και τους κοίταξε να κάθονται στο τραπέζι για φαγητό, γνωρίζοντας πως ίσως αυτή να ήταν η τελευταία φορά που τους έβλεπε.
«Ένιωθα διαλυμένη από θλίψη, ενοχή, φόβο» περιγράφει. Ταυτόχρονα όμως ένιωθε και ένα παράξενο μούδιασμα. Ήξερε ότι έπρεπε να μπλοκάρει όλα της τα συναισθήματα.
Όταν έφτασε στο στενό, οι αξιωματικοί την περίμεναν. Της έδειξαν το πορτ μπαγκάζ, όπου θα έμπαινε για να περάσει τα σημεία ελέγχου χωρίς να εντοπιστεί.

Πολίτες από την Ανατολική και τη Δυτική Γερμανία πανηγυρίζουν καθώς σκαρφαλώνουν στο Τείχος του Βερολίνου, μπροστά από την Πύλη του Βρανδεμβούργου, μετά την ανακοίνωση του ανοίγματος των συνόρων της Ανατολικής Γερμανίας, σε αυτή τη φωτογραφία αρχείου της 9ης Νοεμβρίου 1989. Η 10η επέτειος της «πτώσης» του Τείχους του Βερολίνου πλησιάζει, στις 9 Νοεμβρίου 1999. (ΜΟΝΟ Α/Μ)
Φωτογραφία: Fabrizio Bensch / REUTERS
Πριν χωθεί μέσα, τους είπε να την πάνε στο σπίτι του θείου της, εκείνου που είχε προλάβει να διαφύγει πριν υψωθεί το Τείχος.
Από εκεί και πέρα η περιγραφή συγκλονίζει: «Μπήκα μέσα, μαζεύοντας τα πόδια μου στο στήθος. Αναρωτήθηκα αν ο αδελφός μου θα μπορούσε να χωρέσει εκεί μαζί μου.
Ένιωθα κάθε λακκούβα του δρόμου, κάθε χτύπημα σαν δόνηση. Τα μάτια μου δεν κατάφεραν ούτε στιγμή να συνηθίσουν στο απόλυτο σκοτάδι.
Η μυρωδιά του καουτσούκ και των καυσαερίων γέμιζε τα ρουθούνια μου. Μπορούσα μετά βίας να ξεχωρίσω κάποιες πνιχτές φωνές από το μπροστινό κάθισμα. Ύστερα το αυτοκίνητο σταμάτησε.

Άνθρωποι στέκονται μπροστά σε μια προβολή πάνω στην East Side Gallery, το μεγαλύτερο σωζόμενο τμήμα του πρώην Τείχους του Βερολίνου, στο Βερολίνο. Στις 9 Νοεμβρίου, η Γερμανία θα τιμήσει την 36ή επέτειο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου (Berliner Mauer) το 1989.
Φωτογραφία: Fabrizio Bensch / REUTERS
Περισσότερες πνιχτές φωνές. Διέκρινα μερικές λέξεις: “Πρώτο σημείο ελέγχου, κράτα την αναπνοή σου”. Φαντάστηκα τους στρατιώτες να τους αφήνουν να περάσουν καθώς το αυτοκίνητο συνέχιζε την πορεία του. “Δεύτερο σημείο ελέγχου, κράτα την αναπνοή σου”. Και πάλι: “Τρίτο σημείο ελέγχου, κράτα την αναπνοή σου”. Ύστερα το αυτοκίνητο ξαναπήρε μπρος».
«Τους φανταζόμουν όλους μαζί στο τραπέζι»
Αυτά ήταν, σύμφωνα με την Γκαμπριέλε, τα 15 λεπτά, που άλλαξαν τη ζωή της. Όταν έφτασε στο σπίτι του θείου της, η σύζυγός του της άνοιξε την πόρτα και πάγωσε. Την αγκάλιασε σφιχτά και της είπε: «Ξέρεις τι θα μπορούσε να σου είχε συμβεί; Θα μπορούσες να έχεις καταλήξει σε φυλακή ασφαλείας». Ήξερε πως είχε δίκιο. Όσοι πιάνονταν, βασανίζονταν ή εκτελούνταν.

Τουρίστες ποζάρουν μπροστά σε γκράφιτι που απεικονίζει τον πρώην Σοβιετικό ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ να φιλά τον Ανατολικογερμανό ομόλογό του Έριχ Χόνεκερ, κατά μήκος της East Side Gallery, του μεγαλύτερου σωζόμενου τμήματος του πρώην Τείχους του Βερολίνου, στο Βερολίνο. Φωτογραφία τραβηγμένη στις 23 Αυγούστου 2019. Fabrizio Bensch / REUTERS
Την επόμενη μέρα έστειλε στους γονείς της ένα τηλεγράφημα με μία μόνο λέξη: «Συγγνώμη». Ήθελε να τους πει πόσο τους αγαπούσε, πόσο της έλειπαν, μα δεν μπορούσε να γράψει τίποτα περισσότερο. Ήξερε πως η αστυνομία παρακολουθούσε τα πάντα.
Για τα επόμενα 24 χρόνια δεν θα έβλεπε κανέναν από την οικογένειά της. Μιλούσαν καμιά φορά στο τηλέφωνο, μα ποτέ δεν ήταν το ίδιο. Οι γιορτές και τα Χριστούγεννα ήταν τα χειρότερα, λέει: «Τους φανταζόμουν όλους μαζί στο τραπέζι, κι εγώ ήμουν μόνη σ’ έναν νέο κόσμο». «Η νοσταλγία δεν έφυγε ποτέ».
Όταν το Τείχος έπεσε, η Γκαμπριέλε ζούσε πια στο Λονδίνο. Είχε φτάσει εκεί λίγους μήνες μετά την απόδραση. Παντρεύτηκε, έκανε δύο παιδιά, έφτιαξε τη ζωή της από την αρχή.
Αγόρασε ένα μικρό σπίτι στο Χάμερσμιθ, όπου ζει μέχρι σήμερα. Είναι πια συνταξιούχος, περνά χρόνο με τα εγγόνια της και απολαμβάνει πράγματα που κάποτε μπορούσε μόνο να ονειρεύεται.

Φωτογραφία αρχείου, τραβηγμένη στις 11 Νοεμβρίου 1989, δείχνει ανθρώπους να πανηγυρίζουν το άνοιγμα των συνόρων μεταξύ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας, πάνω στο Τείχος του Βερολίνου, στο Βερολίνο, Γερμανία. Μετά το άνοιγμα των συνόρων, εκατομμύρια Ανατολικογερμανοί πέρασαν προς τη Δυτική πλευρά της πόλης. Η 25η επέτειος από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου θα γιορταστεί στο Βερολίνο στις 9 Νοεμβρίου 2014. Φωτογραφία: EPA/STR
Ο αδελφός της δεν κατάφερε ποτέ να δραπετεύσει. Έμεινε στην Ανατολική πλευρά, έγινε γιατρός και έζησε εκεί μέχρι τον θάνατό του, τον περασμένο Αύγουστο.
Οι αδελφές της ήταν από τις πρώτες που ταξίδεψαν νόμιμα στο Λονδίνο, τον Νοέμβριο του 1989, λίγες εβδομάδες μετά την πτώση του Τείχους. Όταν τις είδε να βγαίνουν από το αεροπλάνο, κατέρρευσε από τα δάκρυα. «Ήταν σαν να μου επέστρεφαν ένα κομμάτι του εαυτού μου», καταλήγει με την ίδια συγκίνηση, 36 χρόνια αργότερα η Γκαμπριέλ Παϊσσόνι.






