Ένα από τα πιο κοινότοπα πράγματα που μαθαίνουμε στα σχολικά μας χρόνια είναι ότι η γνώση της ιστορίας μάς προσφέρει τη δυνατότητα (σε μας, την ανθρωπότητα, όχι στην Ειρήνη, τον Τάκη και τη Μαρία προσωπικά) να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος. Κι ένα από τα πιο κοινότοπα πράγματα που μας μαθαίνει η ενήλικη ζωή -φευ!- είναι ότι τα λάθη του παρελθόντος προετοιμάζουν τα αντίστοιχα του μέλλοντος.
Πολλές φορές δε η προσέγγιση ενός ιστορικού γεγονότος γίνεται μέσα από τον φακό του παρόντος, μετατρέποντας έτσι τη φρίκη του σε μια απλή συγκατάβαση. «Οκ, σιγά το πράγμα», σχολιάζουμε, «αφού μετά έγιναν τόσα και τόσα χειρότερα».
Κάνω αυτές τις σκέψεις διαβάζοντας ότι σαν σήμερα, στις 5 Νοεμβρίου του 1961, σημειώθηκε μια από τις πιο μεγάλες και τραγικές πλημμύρες στην Αθήνα. Ήταν βράδυ της Κυριακής όταν τα σύννεφα πύκνωσαν και οι πρώτες σταγόνες μετατράπηκαν σε μια πολύωρη καταιγίδα.
Η πρωτοφανής ροή της βροχής φούσκωσε τα ποτάμια της πόλης (ναι, τότε υπήρχαν ακόμα) τα οποία οδηγήθηκαν σε υπερχείλιση. Ο Κηφισός αναδείχθηκε στον πρωταγωνιστή της βραδιάς, καθώς τα νερά του έπνιξαν στο διάβα τους τις περισσότερες ισόγειες φτωχές κατοικίες των κατοίκων μεταξύ Μπουρναζίου και Ρέντη.
Η επόμενη μέρα βρήκε την Αθήνα να μετράει τις πληγές της. Χιλιάδες άστεγοι, εκατοντάδες αγνοούμενοι παρασυρμένοι από τα νερά, μια πόλη σε κατάρρευση. Και, κατά την κοινή και μετέπειτα παράδοση, ένας πρωθυπουργός, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επισκέπτεται τον τόπο της καταστροφής γεμάτος υποσχέσεις.
Εύκολα διακρίνει κανείς στις φονικές εκείνες πλημμύρες του 1961 την αποτύπωση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης της περιόδου. Το σύνολο των χαμόσπιτων, η πόλη στα πρόθυρα της ανοικοδόμησης, το ρήγμα του εμφυλίου που δεν έχει ακόμα κλείσει: μια κοινωνία υπό ανάπτυξη όπου τα φτωχότερα στρώματα είναι ανοχύρωτα μπροστά στη φυσική καταστροφή.
Δεκαετίες αργότερα, παρόμοιες πλημμύρες θα αναδείκνυαν κοινωνιολογικά την εξέλιξη των επόμενων δεκαετιών: το μπάζωμα των ποταμών, την κοινωνική κινητικότητα που συνοδεύτηκε από μια άναρχη οικιστική ανάπτυξη, την πύκνωση του αστικού ιστού στο Λεκανοπέδιο. Άλλες εποχές προκαλούν και άλλες τραγωδίες.
Σήμερα, πάλι, οι εικόνες των πλημμυρών έχουν ενταχθεί στην κανονικότητά μας. Σαν παβλοφιανοί σκύλοι τις περιμένουμε μετά τις φωτιές του καλοκαιριού, σαν ένα ιδιότυπο και νέο φυσικό φαινόμενο. Την εποχή που οι κακοκαιρίες έχουν το δικό τους όνομα, σε μια προσπάθεια μαγικού εξευγενισμού της φύσης, το σκληρό δεδομένο παραμένει: όσο ο 21ος αιώνας θα προχωρά, η ανθρώπινη δραστηριότητα, που παραμένει προσδεμένη στις ψευδαισθήσεις ανάπτυξης του προηγούμενου αιώνα, θα προκαλεί ακόμα περισσότερο τη φύση. Και αυτή -απολύτως φυσικά- θα αντιδρά με «μισάνθρωπο» μένος.
Γιατί ο ελέφαντας στο δωμάτιο έχει όνομα: κλιματική αλλαγή. Και αυτή δεν είναι ένα φυσικό φαινόμενο, αλλά το φυσικό επακόλουθο μιας συγκεκριμένης, παρατεταμένης κοινωνικής δραστηριότητας που επιμένει να ρυπαίνει και να κατασπαταλά τους φυσικούς πόρους.
Αντίστοιχα, ούτε η διαχείριση της καταστροφής είναι φυσικό φαινόμενο. Το αν θα αρκεστεί να μπαλώνει τις τρύπες μετά τη ζημιά ή αν θα δοθεί προτεραιότητα στην προσεκτική προετοιμασία ώστε να προληφθεί το «κακό», αυτό είναι το κομβικό πολιτικό ζήτημα του κοντινού μας μέλλοντος (εν μέρει, μάλιστα, του πολύ κοντινού, αν ληφθεί υπόψιν ότι σε λίγες ημέρες ξεκινά στη Βραζιλία η νέα διάσκεψη του ΟΗΕ για το κλίμα). Σε κάθε περίπτωση, «Το μέλλον μας έχει πολλή ξηρασία», έγραφε ο ποιητής, με την επικαιροποιημένη διευκρίνιση ότι αυτή δεν θα αφορά μόνο το νερό, ούτε μια μεταφορική ξηρασία, αλλά και τις προθέσεις μας να αντιμετωπίσουμε και τις δύο.



