Η Δημόσια Διπλωματία αφορά την προβολή της εθνικής εικόνας και την οικοδόμηση της φήμης ενός κράτους στο εξωτερικό· είναι η χρήση του στοιχείου του πολιτισμού στη διάδοση των αξιών ενός λαού. Στόχος της εν λόγω πολιτικής είναι η ισχυροποίηση ενός αφηγήματος και η άντληση πολιτικής νομιμοποίησης για τις θέσεις που λαμβάνει η κυβέρνηση μιας χώρας στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής.
Πρόκειται για μια πολιτική η οποία ξεκινά από κυβερνήσεις και απευθύνεται προς κυβερνήσεις. Εσχάτως, έχει εισαχθεί στη βιβλιογραφία και ο όρος «Νέα Δημόσια Διπλωματία» η οποία διευρύνει την εν λόγω πολιτική πέρα από τις κυβερνήσεις απευθυνόμενη και προς τους λαούς. Η Δημόσια Διπλωματία, η Πολιτιστική Διπλωματία και οι Πολιτιστικές Σχέσεις αποτελούν τρείς διακριτές μεταξύ τους πρακτικές οι οποίες όμως συμβάλλουν καθοριστικά, η κάθε μια εξ αυτών με διαφορετικές στοχοθεσίες, μεθόδους, αλλά και πηγές, στη μεγέθυνση της ήπιας ισχύος μιας χώρας.
Η εργασιακή μου εμπειρία με την κυβερνητική πολιτική της χώρας στην άσκηση Δημόσιας Διπλωματίας, ξεκίνησε το 2021, όταν και υπηρέτησα στο Υπουργείο Εξωτερικών, ως επιστημονικός συνεργάτης του Γενικού Γραμματέα Απόδημου Ελληνισμού και Δημόσιας Διπλωματίας. Κλήθηκα να συμβάλλω στην καλύτερη οργάνωση της νεοσύστατης τότε υπηρεσίας και μου ζητήθηκε να καταθέσω τις ιδέες μου προκειμένου να ισχυροποιηθούν οι δεσμοί μεταξύ του μητροπολιτικού κέντρου και της ομογένειας, αλλά και να επιστρατεύσω τα εργαλεία της επιστήμης προκειμένου να δημιουργήσω νέες δομές που θα πολλαπλασίαζαν την ισχύ της ελληνικής δημόσιας διπλωματίας στο εξωτερικό, κατά το πρότυπο του δικτύου που έχει δημιουργηθεί στο εξωτερικό από το Ελληνικό Ινστιτούτο Πολιτιστικής Διπλωματίας.
Ανέλαβα με μεγάλη ανυπομονησία, τόση, που ακόμα και στο σπίτι, σκεφτόμουν μόνο τη δουλειά. Όμως, δεν υπολόγισα πως στη χώρα μου, πριν και από το αποτέλεσμα, μετρούν οι ισορροπίες μεταξύ των υπαλλήλων και η διαχείριση των εντυπώσεων εκ μέρους των ιθυνόντων. Άντεξα μόλις τρεις μέρες. Τρεις μέρες μιλούσα σε ώτα μη ακουόντων. Αντί της εργασίας προείχε η ίντριγκα, ο φθόνος και τα πισωπαχαιρόματα. Το ομολογώ, ηττήθηκα. Και αυτό είναι ίσως το μεγαλύτερο μου παράσημο.
Πράξη Ι: Αδιαφορία
Το πρώτο πράγμα που ξεκίνησα να κάνω προκειμένου να δημιουργήσω τη δομή, ήταν να ξεκινήσω από τα πολύ βασικά και να αναζητήσω την ύπαρξη ενός αρχείου όπου θα αναγράφονταν όλοι οι ελληνικοί φορείς (πολυεθνικές και μη κυβερνητικές εταιρείες, φυσικά πρόσωπα με επιρροή κ.ο.κ). Ήθελα πριν ξεκινήσω να σχεδιάζω την οποιαδήποτε πολιτική, να μάθω ποιοι είναι οι σύμμαχοι μας στο εξωτερικό.
Δίχως βεβαίως να πέφτω από τα σύννεφα, παραπέμφθηκα κατά τα ειωθότα από το ένα γραφείο στο άλλο δίχως αποτέλεσμα –συνδέθηκα μέχρι και με υπάλληλο που είχε αποβιώσει- ενώ οι υπάλληλοι της διεύθυνσης με αντιμετώπιζαν σαν εξωγήινο και με ύφος παρεξηγημένο που τολμούσα από την πρώτη κιόλας ώρα που ανέλαβα την εργασία μου να σκαλίζω τα πράγματα αντί να κάθομαι στην ησυχία μου.
Ύστερα από περίπου δέκα συναντήσεις με υπαλλήλους και είκοσι τηλέφωνα σε άλλες διευθύνσεις, αρχείο τελικά δεν βρέθηκε ποτέ, γιατί δεν υπήρξε ποτέ. Πρότεινα στη διοίκηση να μου δώσει 15 μέρες για να δημιουργήσω εξυπαρχής ένα πλήρες αρχείο με λεπτομερή και έγκυρα στοιχεία. Έλαβα πλήρη αδιαφορία την οποία δίχως σκέψη παρέκαμψα και μετουσίωσα σε παράλληλη δράση κινητοποιώντας 15 ερευνητές.
Πράξη ΙΙ: Εσωστρέφεια
Δημόσια Διπλωματία δεν μπορείς να κάνεις δίχως τη συνεργασία άλλων εγχώριων φορέων, όπως είναι επί παραδείγματι το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού αλλά και πλείστοι άλλοι. Δεν πρόκειται εδώ για ατομικά γιούρια της κάθε υπηρεσίας. Έλαβα την απάντηση πως «εμείς με αυτούς του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού δεν μιλάμε και δεν θέλουμε σχέσεις».
Εξέφρασα αμέσως την αντίθεσή μου και πρότεινα να δημιουργηθεί μια συνάντηση με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς προκειμένου να συζητηθεί η ιδέα σύστασης ενός «εθνικού συμβουλίου branding» στο οποίο θα συμμετείχαν όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς για τον πολιτισμό, συν εξειδικευμένοι ιδιώτες και ιδρύματα, υπό την προεδρία του Γενικού Γραμματέα Δημόσιας Διπλωματίας. Ένα ακόμα εμπόδιο είναι ότι με οργανισμούς που ανοίγουν και κλείνουν ή αλλάζουν το σήμα, το όνομα ή τους επικεφαλείς τους ανά τέσσερα χρόνια, πώς μπορείς να χαράξεις τέτοιες μακρόβιες πολιτικές; Γιατί οι εικόνες των κρατών θέλουν συνοχή και συνέχεια.
Ρώτησα αν τουλάχιστον οι ελληνικές κοινότητες στο εξωτερικό υποστηρίζονται από το Υπουργείο. Μου δόθηκε να καταλάβω πως λαμβάνουν κάποια χρήματα για τις εκδηλώσεις τους σε ετήσιο επίπεδο, δίχως όμως να αξιολογούνται για αυτές με κάποιο ελάχιστο κριτήριο. Συνεπώς, καταλάβαινα πως δεν ενδιέφερε αν οι ελληνικές κοινότητες παρήγαγαν εσωστρέφεια κάνοντας εκδηλώσεις που αφορούσαν μόνο τους Έλληνες, αλλά επίσης, δεν ενδιέφερε, ούτε κατ’ ελάχιστον, να στρέψουμε την όποια δράση τους και προς τους ξένους.
Πράξη ΙΙΙ: Υποβάθμιση
Ως προς το γενικό πλαίσιο, δεν μπορείς να ασκείς κανενός είδους πολιτιστική πολιτική, όταν το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού κλείνει και ανοίγει ή συγχωνεύεται κάθε 10 χρόνια. Ειδικότερα, δεν μπορείς να δημιουργήσεις εικόνα κράτους, όταν αγνοούνται στοιχειώδη ζητήματα περί των πρακτικών της Δημόσιας Διπλωματίας ή όταν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής συγχαίουν τις εν λόγω πρακτικές με αυτές της Πολιτιστικής Διπλωματίας και των Πολιτιστικών Σχέσεων.
Τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα, όταν οι ακόλουθοι Τύπου εκτελούν χρέη μορφωτικού ακολουθού στις κατά τόπους πρεσβείες μας στο εξωτερικό. Η δε κατάργηση της θέσης του μορφωτικού ακολούθου στη δημόσια διοίκηση χρονολογείται από τις αρχές της δεκαετίας του ΄90. Δεν είναι βεβαίως παράξενο ότι στη Διπλωματική Ακαδημία το μάθημα της Πολιτιστικής Διπλωματίας ή της Δημόσιας Διπλωματίας δεν διδάσκονται στους διπλωματικούς ακολούθους. Το ίδιο συμβαίνει και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.
Δεν θα πρέπει δε να παροραθεί το γεγονός, ότι στη Ε1 διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών δεν υπήρχε ένας υπάλληλος (από τους 3 εν συνόλω – για όλον τον παγκόσμιο χάρτη) που να γνωρίζει αυτά τα θέματα ή που να έχει σχετικές σπουδές στο επιστημονικό αντικείμενο.
Πράξη ΙV: Η σύγκριση με την Τουρκία
Η έλλειψη συνεργασίας και η καχυποψία που υπάρχει από το κράτος έναντι του ιδιωτικού τομέα, είναι ένα ακόμα πρόβλημα στην άσκηση ήπιας ισχύος και συγκεκριμένα στην άσκηση δημόσιας διπλωματίας της χώρας. Το στοιχείο του πολιτισμού απουσιάζει παντελώς από την ελληνική διπλωματική ατζέντα, όσο και από την πρακτική των ελληνικών πολυεθνικών εταιρειών που εδρεύουν στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην επικοινωνία και την πολιτιστική αλληλόδραση με τους υπόλοιπους λαούς.
Το ίδιο μπορεί κανείς να παρατηρήσει και σε σχέση με τη εφαρμογή του ελληνικού σχεδίου ΕΣΟΑΒ για την οικονομική ανασυγκρότηση των Βαλκανίων. Ένα σχέδιο από το οποίο ο πολιτισμός απείχε πλήρως.
Από την άλλη μεριά, η Τουρκία, προσπαθεί να εδραιώσει τη θέση της μέσω και με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Ευρώπη χρησιμοποιώντας κατεξοχήν το στοιχείο του πολιτισμού στην ατζέντα της εξωτερικής της πολιτικής[1].
Η οικονομία ή οι επενδύσεις και η δημιουργία θέσεων εργασίας σε ένα άλλο κράτος, δεν αρκεί για να επιτευχθεί η επιρροή ενός κράτους προς ένα άλλο. Χρειάζεται και κάτι παραπάνω, που να στοχεύει στο δέσιμο των ψυχών, και αυτό είναι υπόθεση του πολιτισμού.
[1] Muharrem Ε. (2017). Turkey’s Cultural Diplomacy and Soft Power Policy Toward the Balkans. Research gate. Διαθέσιμοστο:https://www.researchgate.net/publication/329029606_Turkey’s_Cultural_Diplomacy_and_Soft_Power_Policy_Towards_the_Balkans
O κ. Πέτρος Δ. Καψάσκης είναι Διδάκτορας Πολιτιστικής Διπλωματίας και Πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Πολιτιστικής Διπλωματίας.








