O Διονύσης Σαββόπουλος, ο τραγουδοποιός που επηρέασε όσο λίγοι την ελληνική μουσική του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα,αλλά και σε ευρύτερο επίπεδο μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων, τη γενιά του ’60, έφυγε από τη ζωή 21 Οκτωβρίου, την ίδια ημέρα που το 1969 κυκλοφόρησε ο εμβληματικός του δίκος “Το περιβόλι του τρελού”.

Επιστρέφουμε, εις μνήμην του, στο 1975 και στη συνέντευξη που είχε δώσει στον Γιώργο Πηλιχό και το περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» με την οποία έχοντας συμπληρώσει δέκα χρόνια παρουσίας στο ελληνικό τραγούδι επανασυστηνόταν στον κόσμο:

Μ’ έφερε ένα φορτηγό

«Εμένα όπως ἴσως ξέρεις μ’ έφερε ἐδῶ ἕνα φορτηγό, ἀπό ἕνα μέρος τόσο μακρινό πού μερικές φορές αμφιβάλλω ἂν ὑπάρχη κάν! Το μέρος λέγεται Θεσσαλονίκη καί ἐδῶ λέγεται  ̓Αθήνα καί εἶναι αἱσχος!

»Τί θά ἦταν ἡ  ̓Αθήνα χωρίς ὅλα αὐτά τά παιδιά που ἐντελώς ξαφνικά και χωρίς συγκεκριμένο λόγο φεύγουν από τους μικρόκοσμους που ἀνήκουν καί καταφτάνουν στην πρωτεύουσα καί τά δίνουν όλα καί τό περίσσευμά τους ἐπί πλέον;

»Το φορτηγό είναι μαγικό πράγμα. Ξέρεις εθνική οδός, πικροδάφνες, πλαστικά μπουκάλια στην άκρη, σιδεράδικα και τζούκ-μπόξ καὶ ἐν τέλει ἡ  ̔Ομόνοια, ὅπως ἀκριβῶς τήν εἶχε ἀγαπήσει πρίν 20 χρόνια ο Νίκος Κούνδουρος, σαν μια τεράστια τρύπα δηλαδή, που ὅμως δέν θέλει νά εἶναι τρύπα καί γι’ αὐτό φέγγει καί λίγο μετά, τό καλοκαίρι του ’65, αυτή ή Ομόνοια πού λές διαδήλωνε με τα καλύτερα παιδιά, που τώρα χωρίς καμμιά ἀπολύτως διάκριση τὰ ὀνομάζουν προβοκάτορες! Τί σύγχυση λεξιλογίου θεέ μου!

»Το 63, λοιπόν, που έφτασα ἐδῶ, δεν ήξερα κανένα. Είχα μόνο 100 δραχμές και πήγα τό πρῶτο βράδι κι’ ἔφαγα στου Τσιτσάνη ἀλλά καί κεῖνος μου εἶπε τήν «Αρχόντισσα» καί καθόμουνα στο τραπεζάκι μόνος και άκουγα. Μετά πήγα στο «Πάρκ» ἀπ’ τα παρασκήνια να πιάσω θέση στη χορωδία – θυμάσαι: Χατζιδάκις, Θεοδωράκης, «Μαγική πόλη» – καί ἀποτάθηκα σ’ ἕναν με μεγάλο κεφάλι που ήταν υπεύθυνος ἐκεῖ, τον Μάνο Λοΐζο.

Μάνος Χατζιδάκις, Διονύσης Σαββόπουλος

Μάνος Λοΐζος

»Δεν μπόρεσε νά μοῦ ἐξασφαλίση δουλειά αλλά τό πῆρε προσωπικά καί μέ φιλοξένησε για καιρό στο σπίτι του, στον Ταύρο, καί μοῦ ἔδειχνε μάλιστα και κιθάρα.

»Δυστυχώς παρεξήγησε την εφηβική μου άθυροστομία και σε κάποια περίπτωση θεώρησε ότι πρόσβαλα τή γυναίκα του καί μ’ έδιωξε. Μετά όμως διαλύθηκε ή παρεξήγηση κι’ ἔκτοτε είμαστε πολύ φίλοι ἀξιοπρεπέστατος κύριος! Δουλέψαμε μετά μαζί στη «Στοά» του Γιώργου Κούνδουρου. Ο Μάνος συνόδευε στην κιθάρα τή Μαρία τη Φαραντούρη. Εγώ δέν εἶχα καμμιά ἐπιτυχία, ἐκτός ἐκείνη τή φορά πού ήρθατε μαζί μέ τό Μίκη Θεοδωράκη και σᾶς ἄρεσε – τό θυμᾶσαι; Γενικά τραγουδούσα μή ἀκουόμενος καί ὅταν έβγαινα ὁ κόσμος ἔλεγε “ἄχ πάλι αὐτός;”

O πρώτος του δίσκος

»Με βοήθησε ὁ Νίκος Μαμαγκάκης. Αὐτός μοῦ εἶχε βρεῖ καί τό κέντρο πού σοῦ ἔλεγα πρίν – τή “Στοά”. Τόν ἐπισκεπτόμουν συχνά ἐκεῖ πού καθόταν σε κεῖνο τό καραβάν – σεράϊ στην πλατεία Δεξαμενῆς. Ἔφτιαχνε τότε τόν “Ερωτόκριτό” του καί μέ ἑτοίμαζε για να τραγουδήσω. Είχα πολύ ωραίο στύλ για παραμυθάς αλλά ή φωνή μου ἦταν ἀπό τότε χάλια κι’ ἔτσι δέν ἔγινε τίποτε. Μου βρήκε ὅμως δουλειά στη “Στοά” κι’ ἐπίσης μέ πήγε στη “Λύρα”, τήν ἑταιρία δίσκων τοῦ Πατσιφᾶ καί ἐπέμενε να γυρίσω δίσκο.

»Σε παρακαλῶ υπογράμμισε το “ἐπέμενε” γιατί ὁ Πατσιφάς δέν με ήθελε με κανένα τρόπο, επειδή κοτζάμ ἐκδότη τόν ἀποκαλοῦσα “κύριε ἐργοδότα” καί ἐπειδή στην άκρόαση είχα τραγουδήσει τόσο έκκωφαντικά καί ἐφιαλτικά τη “Μαϊμού” που σηκώθηκε ὅλη ἡ ὁδός Κριεζώτου στο πόδι καί ἦρθε ἡ αστυνομία μπάς καί γίνεται ἔγκλημα.

»Από τότε γινόταν ἔξαλλος ὅταν ἔμπαινα στο γραφείο του, πεταγόταν ἐπάνω πολύ θυμωμένος καί σχεδόν χτύπαγε τις γροθιές του στο ταβάνι, φωνάζοντας “Oχι, δέν ἔχω ἀπολύτως κανένα νέο για σας κύριε Σαββόπουλε”! Βέβαια, μέ τὴν ἐπιμονή του Νίκου Μαμαγκάκη γύρισα τελικά τόν πρώτο μου μικρό δίσκο.

»Ήταν τό Φεβρουάριο τοῦ ’65 κι’ ὁ δίσκος περιείχε τέσσερα τραγούδια: “Εγερτήριο”, “Μια θάλασσα μικρή”, “Τα πουλιά της δυστυχίας” καί “Μή μιλᾶς ἄλλο γι’ ἀγάπη”.

YouTube thumbnail

Γυμνό μοντέλo, άστεγος και νηστικός

»Έκανα διάφορες δουλειές. Οι πιο διασκεδαστικές ήταν, δημοσιογράφος στον “Ελεύθερο Τύπο” τοῦ Καβαφάκη, όπου μια φορά ἀντί νά τελειώνω το ρεπορτάζ μου έγραφα νότες σ’ ένα τεφτεράκι καί μπήκε ξαφνικά ὁ ἀρχισυντάκτης Μάνος καί μ’ έπιασε στα πράσα κι’ εγώ μπερδεύτηκα (επειδή μόλις είχα τελειώσει το γυμνάσιο) καί εἶπα «συγγνώμη κύριε γυμνασιάρχα»!

»Μετά, γυμνό μοντέλο στη Σχολή Καλών Τεχνών, στο μάθημα του καθηγητού Μαυροειδή. Συχνά όμως ξέμενα καί τότε με συμμάζευε πότε ὁ Λοΐζος, πότε ὁ Μαμαγκάκης, ἅ ναί καί ὁ Γιάννης Μαρκόπουλος. Συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του ’64 γύρναγα άστεγος καί νηστικός και κάθε βράδι διερρήγνυα τά γραφεία του «ΣυλλόγουΜπέρτραντ Ράσσελ γιά τήν εἰρήνη», έστρωνα κάτω αφίσσες που έγραφαν «περπάτα κι’ εσύ!» ἢ κάτι τέτοιο και κοιμόμουν κι’ ἔφευγα σκαστός τό πρωί.

Γιάννης Μαρκόπουλος

»Γιά καλή μου τύχη βρέθηκε ὁ Μαρκόπουλος καί μέ φιλοξένησε για μεγάλο διάστημα στο σπίτι του, στην Κυψέλη. Ως φιλοξενούμενος ὑπῆρξα φορτικώτατος καί ἐνοχλητικώτατος ώσπου εἶδε κι’ ἀπόειδε ὁ ἄνθρωπος και μούπε μιά μέρα ὅτι ἔρχεται ή μαμά του ἀπ’ τήν Κρήτη καί δυστυχῶς δέν μπορεῖ νά μέ φιλοξενήση άλλο. “Αν καί κατά βάθος μου φαίνεται ὅτι δέν μ’ έδιωξε τόσο επειδή ήμουν φορτικός, αλλά επειδή νόμιζε ότι ήμουν πιό έξυπνος καί πιό μορφωμένος ἀπ’ αὐτόν.

»Ολ’ αυτά συνέβαιναν γύρω στο ’64 όταν ὅλοι οἱ νέοι μουσικοί προσπαθούσαμε να αυτοσχεδιάσουμε πάνω στον τεράστιο χώρο που περίσσευε και δεν καλύπτονταν ἀπό Χατζιδάκι-Θεοδωράκη, άντε ἂς βάλουμε καί Ξαρχάκο.

Μίκης Θεοδωράκης, Μάνος Χατζιδάκις, Σταύρος Ξαρχάκος

Νέοι καλλιτέχνες

»Τρία χρόνια μετά, 19  ̓Απριλίου 1967 γινόταν μια μεγάλη συναυλία μέ Φαραντούρη, Λοίζο και μένα, ὅπου ἀγκαλιασμένοι μπροστά σε κατενθουσιασμένους φοιτητές τραγουδούσαμε: «Δεν θα περά, δεν θά περάση ὁ φασισμός» – τί κωμωδία! Δυό μέρες μετά ή χρυσή μποεμία 1962 – 67 τέλειωνε καί οἱ νέοι μουσικοί συνειδητοποιούσαμε πόσο δύσκολο επάγγελμα διαλέξαμε.

(…)

»Μᾶς ἔχεις δεῖ στις αρχές της δεκαετίας του ’60 να καταφθάνουμε στην  ̓Αθήνα ένας, ἕνας ἀπ’ τούς μακρι νούς μας γαλαξίες, με μουσικά δρο γανα υπομάλης, μέ τραίνα, αεροπλάνα και λεωφορεῖα – ὁ Λοΐζος ἀπ’ τήν Αἴγυπτο, ὁ Μαρκόπουλος κι’ ὁ Λεοντῆς ἀπ’ τήν Κρήτη, ὁ Μαυρουδῆς ἀπό τήν Καλλιθέα, ὁ Γλέζος δέν ξέρω ἀπὸ ποῦ, ὁ Μαμαγκάκης ἀπ’ τό Μόναχο, ἡ Φαραντούρη ἀπό τή Νέα Ιωνία; Δέν ἔχεις δεῖ τίποτε πιο άγγελικό στη ζωή σου! Α, πίστεψέ με ή Ιστορία δεν τέλειωσε μέ Χατζιδάκι – Θεοδωράκη (…).

»Θα γραφτούν πολλά ὡραῖα τραγούδια ακόμη. Εξ άλλου με βοήθησαν πάρα πολύ. Εγώ δέν εἶχα ἰδέα μουσικής – αὐτοί μ’ έμαθαν κιθάρα, ἁρμονία, ρυθμούς, τόσα πράγματα… Ωστόσο κι’ ἄλλοι πολλοί μέ βοήθησαν στη δουλειά μου. Γνωστοί καί ἄγνωστοι. Πολλές φορές χωρίς να το ξέρουν. Με βοήθησαν ἀκόμα κι’ αὐτοί πού μέ ταλαιπώρησαν. Εκείνος ὁ γελοῖος ὁ στρατιώτης πού μέ κυνηγοῦσε μ’ ένα μαχαίρι στην οδό Χέϋδεν, τόν Μάρτη του ’70, ακόμα κι’ ἐκεῖνα τά ζῶα πού μοῦ κάνανε τά πόδια νά, τόν Αὔγουστο του 67 στην “Ταράτσα”.

»Εἶμαι ἐκ φύσεως ἐπιπόλαιος καί χωρίς κάτι τέτοιους, ὁ προοδευτισμός μου δέν θάταν παρά μια νεανική μέθη.

YouTube thumbnail

Το «Φορτηγό»

Το «Φορτηγό» και κυκλοφόρησε το Νοέμβρη του ’66. Ήτανε δεκαεφτά τραγούδια αλλά ή λογοκρισία εἶχε κόψει ἐκεῖνα τά πέντε πού βγήκαν μετά μέ τό «Δέκα χρόνια κομμάτια». Η ἀξία ὅλης ἐκείνης τῆς σειράς ήταν νομίζω ή δύ- ναμη. Νά, αυτή ή ταχύτητα πού κόβει την αναπνοή σάν νά μήν ἐπαρκεῖ ὁ αέρας. Ημουν ἄλλος έφηβος έναντίον τῆς πραγματικότητας, αλλά αὐτό γινόταν πρώτη φορά μέ δίσκο.

(…)

»Μετά σχεδόν τα παράτησα. Παντρεύτηκα, τριγύρναγα μέ τή γυναίκα μου στο εξωτερικό μέχρι τό ’69. (…) Μάλιστα, έπαιζα αὐλό στους δρόμους. Συγκεκριμένα ἔξω ἀπό τό καφέ Σαίντ – Κλώντ, στο Παρίσι καί στήν Πιάτσα Ντουόμο, στο Μιλάνο. Πήγα επίσης στο Ισραήλ καί τούς τραγουδούσα τραγούδια του Λοΐζου. Τούς άρεσαν πάρα πολύ ἂν καί Αἰγύπτιου! Το «Περιβόλι του τρελλοῦ» τό ἔγραψα στην Ιταλία, ’68 – ’69. Τό στοιχείο που κυβερνά αὐτόν τον δίσκο εἶναι ἡ νοσταλγία. Νοσταλγία όμως για ποιο πράγμα; Γιά κανένα συγκεκριμένα. Έτσι γενικά, νοσταλγία. Όπως όταν είμαστε άρρωστοι πολύ καί νοσταλγούμε, όχι βέβαια τή ζωή πού εἴμασταν γεροί καί ἄλλο ἀπό ρουτίνα δεν ξέραμε, αλλά τή ζωή γενικά, στην πιο καθαρή καί ὑγιή της ἔννοια.

(…)

YouTube thumbnail

«Μπάλλος»

»Αὐτά τά δυό μοτίβα της δύναμης και τῆς νοσταλγίας επανέρχονται και στον “Μπάλλο” και στο “Βρώμικο ψωμί”. Στον “Μπάλλο” μάλιστα εἶχα Ιδιαίτερη επιτυχία, γιατί ή σύζευξη λειτουργούσε σ’ ένα μυθικό – συμβολικό ἐπίπεδο. Η δήλωσή μου μάλιστα ἐκεῖ μέσα ὅτι παίρνω την ευθύνη ἀπέναντι στο κοινό, ἀκούστηκε σαν πολύ δυνατό ερωτικό σλόγκαν και άρεσε πάρα πολύ, όπως καί ἡ αὐθεντικώτατη ερώτησή μου “τί τρέχει”. Γενικά εκείνη τη χρονιά στο “Ρονττέο” εἴχαμε πολλήν ἐπιτυχία.

«Βρώμικο ψωμί»

Το «Βρώμικο ψωμί» άρεσε λιγότερο γιατί ήταν πιο ρεαλιστικό. Οι θεοί τῆς νοσταλγίας καί τῆς δύναμης εἶχαν μεταμορφωθῆ ἐκεῖ σέ ξεναγούς τῆς νύχτας γύρω ἀπ’ τήν πλατεία Ομονοίας. Δυστυχῶς αὐτό δέν εἶναι τόσο άμεσο· ἐπίσης ἡ χρήση στοιxείων ρόκ ήταν περισσότερη ἀπ’ ὅσο μπορούσε ἴσως ν’ αντέξη τό κοινό. Ωστόσο, υπάρχουν ἐκεῖ μέσα στροφές όπως το «Δέν ἔχω ήχο» ή «Θά φανερωθῆ σ’ ὅποιον τοῦ παραδοθή» ἤ τό «Ζεϊμπέκικο», πού θά δυσκολευτῶ πολύ νά τίς ξεπεράσω ἢ καὶ νὰ τίς ἐπαναλάβω ἀκόμη. (…)

YouTube thumbnail

«Δἐν ἀνήκω σε κανένα κόμμα»!

»Μέχρι τώρα τα κατάφερα να μήν υπογράψω καμμιά δήλωση πολιτικών φρονημάτων, αλλά τώρα βρίσκω ὅτι θάταν ἀρκετά διασκεδαστικό νά τό κάνω ἐδῶ, σ’ αὐτή την κουβέντα μας. Πράγματι εἶμαι ένα περίεργο εἶδος ἀριστερού που γεννήθηκε μέ τόν ἐμφύλιο και πού δέν δέχεται νά ἐκλέξη μέ τούς ὅρους πού τοῦ θέτει αὐτός ὁ ἐμφύλιος.

»Στον καταναγκασμό μιας τέτοιας ἐκλογῆς κάνω τήν παλαβή, ὄχι ἐπειδή εἶμαι οὐδέτερος – ουδετερότητα δέν ὑπάρχει – αλλά επειδή δέν ἔχω ἀνάγκη αὐτῆς τῆς διαμάχης, δεν μου λείπει αὐτή ἡ διαμάχη, ἀλλ ̓ οὔτε κι’ αὐτή ἔχει όφελος από μένα ἔτσι που εἶμαι, γι’ αὐτό θέλει νά μέ καταστήση “ὠφέλιμο”.

»Ωφέλιμο γιά τήν μία ή τήν ἄλλη παράταξη ἑπομένως. Αλλά ἐγώ θέλω νά τίς ἀντέξω καί τίς δύο. Αὐτό ἀκριβῶς λέγεται «κάνω τήν παλαβή». Αν ὁ Καραγκιόζης κουραστή να φορτώνεται τήν ἀθλιότητα στη καμπούρα του καί παραιτηθῆ, τότε ποιός θά τήν ἀναλάβη; Μ’ αυτό το ἐρώτημα αρχίζει κανείς να γίνεται τραγουδιστής.

»Το 1962 σε ηλικία 18 ἐτῶν ἔγινα στέλεχος του κόμματος τῆς  ̓Αριστερᾶς. Δεν ήταν για πολύ. Για καιρό ἔπειτα θεωροῦσα ὅτι ἡ ἀδυναμία για μονιμώτερη ένταξή μου ἐκεῖ, ὀφείλονταν σε δικά μου προσωπικά αίτια, στην τρέλλα πού εἶναι ἀποτέλεσμα μονισμού και αλληλεγγύης ταυτοχρόνως, καί στο πάθος γιά ὅ,τι κάνει τά πράγματα νά εἶναι συνεχώς καινούργια σπάνια και μοναδικά.

»Τώρα πιά ξέρω ότι αυτή ή αδυναμία ήταν άποκλειστικά του κόμματος, πού δέν μπόρεσε να δεχθή τήν μικρή παραγωγική φλόγα. Εξακολουθώ να πισστεύω στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην κατάληψη τῆς ἐξουσίας και με κλωτσιές καί μέ μαγγούρες καί μ’ ἀπ’ ὅλα.  ̓Αλλά δέν μπορῶ ν’ ἀκούω ὅτι οἱ ἀγωνιστές μιας τέτοιας υπόθεσης εἶναι ἁπλῶς μέλη “μιᾶς οίκονομίας πού πρέπει ν’ ἀλλάξη”.

Διονύσης Σαββόπουλος

Σοσιαλιστική επανάσταση

»Δεν δέχομαι ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα σκέτο κοινωνικοοικονομικό συμβάν κι’ ότι ἀγωνιστής εἶναι ὅλος κι’ ὅλος αὐτός που μετατρέπει αὐτό τό συμβάν σ’ ένα άλλο κοινωνικοοικονομικό συμβάν. Κι’ ἂν ὁ ἄνθρωπος έχει υλική βάση, ὅμως ξεχειλίζει και περισσεύει συνεχῶς ἀπ’ αὐτήν, κι’ ἂν ἡ σοσιαλιστική επανάσταση εκτοξεύεται κατ’ εὐθεῖαν ἀπ’ τό μηχανοστάσιο τῆς ἱστορίας, εἶναι ωστόσο δυνατή και βιώσιμη μόνο χάρη σ’ αὐτό τό περίσσευμα καί σ’ αὐτό τό ξεχείλισμά της.

»Η σοσιαλιστική επανάσταση ζή κάτι παραπάνω ἀπό ένα κοινωνικό συμβάν: Ζη μια παραγωγικώτερη σχέση μέ τόν χρόνο καί τόν χῶρο, ξανακερδίζοντας την παράδοση, μετατρέποντας τόν χώρο της σε όχημα υπερδιαστημικό πρός ένα μέλλον πού ἔτσι ξαναγίνεται σπάνιο καί μοναδικό. Αὐτή εἶναι ἡ δικαιοσύνη του μαρξισμού, κατορθωτή χάρη στο περίσσευμα ἀκριβῶς τῆς ὕπαρξής του, καί στό ξεχείλισμα του. Χάρη σ’ αυτό δηλαδή πού μονίμως παρασιωπάται και παρασιωποιημένο ἐπιτρέπει την συνεχή προδοσία τοῦ ἐργατικού κινήματος.

»Αὐτός εἶναι ὁ ἐφιάλτης τοῦ ἐμφύλιου καί ὄχι τά συγκεκριμένα πολιτικά λάθη. Γιατί τά λάθη εἶναι ἀνθρώπινα αλλά ή μετατροπή μιᾶς ἐπανάστασης σέ ἀπόλυτο κοινωνικό συμβάν δέν εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Είναι τῆς ἐξουσίας καὶ τῶν πάσης φύσεως τρελλών σχεδιαστών πού νομίζουν πώς θα φορέσουν στη ζωή καί τή δημιουργία τό τεράστιο καπέλλο πού φτιάξαν στα έργαστήριά τους.

»Δέν ἀνήκω σε κανένα κόμμα ή παράταξη. Νομίζω ότι όποιος προσχωρεί σε κόμμα, διαιωνίζει τό ἀδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε καί σάν άτομα καί σάν λαός ἐδῶ καί δεκα ετίες. Στις εκλογές δεν ψήφισα τίποτ’ ἀπολύτως. Φυλάω τόν ἑαυτό μου γιά καλύτερα…» (…).

YouTube thumbnail