Σάλο έχει προκαλέσει στην Ιταλία ένας πορνογραφικός ιστότοπος με αλλοιωμένες φωτογραφίες πολλών επώνυμων Ιταλίδων, μεταξύ αυτών της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι και της αρχηγού της αντιπολίτευσης Έλι Σλάιν.

Οι φωτογραφίες, συνοδευόμενες από σεξιστικά και χυδαία σχόλια, συλλέχθηκαν από προσωπικούς λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα ή από δημόσιες πηγές, πριν αλλοιωθούν και δημοσιευτούν στην ιταλική πλατφόρμα «Phica», η οποία αριθμεί πάνω από 700.000 συνδρομητές.

Εικόνες γυναικών πολιτικών από όλα τα κόμματα είχαν τραβηχτεί σε συγκεντρώσεις, τηλεοπτικές συνεντεύξεις ή σε διακοπές με μαγιό. Επεξεργάστηκαν ώστε να εστιάζουν σε μέρη του σώματος ή να υπονοούν σεξουαλικές στάσεις, και αναρτήθηκαν στη «VIP ενότητα» του ιστότοπου. Το«Phica», που αποτελεί παραλλαγή μιας ιταλικής χυδαίας λέξης για το γυναικείο γεννητικό όργανο, ιδρύθηκε το 2005 και φαίνεται να λειτουργούσε ανενόχλητο μέχρι που πολιτικοί του Δημοκρατικού Κόμματος (PD) κατέθεσαν μηνυτήρια αναφορά. Η αστυνομία διερευνά την υπόθεση.

Το σκάνδαλο, που αναζωπυρώνει τη συζήτηση στην Ιταλία για τον μισογυνισμό και την έμφυλη βία, ξέσπασε μία εβδομάδα μετά το κλείσιμο από τη Meta μιας ιταλικής σελίδας στο Facebook με το όνομα «Mia Moglie» («Η Γυναίκα μου»), όπου άνδρες αντάλλασσαν προσωπικές φωτογραφίες των συζύγων τους ή αγνώστων γυναικών. Η Μελόνι, της οποίας και η αδελφή Αριάνα στοχοποιήθηκε στον ιστότοπο, δεν έχει κάνει ακόμα κάποιο σχόλιο, σύμφωνα με την Corriere della Sera.

Άλλες επώνυμες γυναίκες των οποίων οι φωτογραφίες χρησιμοποιήθηκαν ήταν η ηθοποιός και σκηνοθέτις Παόλα Κορτελέσι, δημιουργός της επιτυχημένης ταινίας C’è Ancora Domani («Υπάρχει ακόμα αύριο») με θέμα την ενδοοικογενειακή βία, καθώς και η influencer Κιάρα Φεράνι.

Στο στόχαστρο γυναίκες πολιτικοί

Η πολιτικός του PD, Βαλέρια Καμπάνια, ήταν από τις πρώτες που υπέβαλαν επίσημη καταγγελία, ενθαρρύνοντας κι άλλες γυναίκες να ακολουθήσουν, σε μια υπόθεση που ο ιταλικός Τύπος χαρακτηρίζει ως «το ιταλικό #MeToo». Διαδικτυακό ψήφισμα για το κλείσιμο του ιστότοπου έχει συγκεντρώσει πάνω από 150.000 υπογραφές.

Σε ανάρτησή της στο Facebook, η Καμπάνια δήλωσε ότι ένιωσε «αηδία, οργή και απογοήτευση» και ότι «δεν μπορούσε να μείνει σιωπηλή» όταν ανακάλυψε πως οι φωτογραφίες της είχαν αναρτηθεί χωρίς συναίνεση:

«Όχι μόνο φωτογραφίες με μαγιό αλλά στιγμές από την προσωπική και δημόσια ζωή μου», έγραψε. «Κάτω από αυτές υπήρχαν σεξιστικά, χυδαία και βίαια σχόλια. Δεν μπορώ να σωπάσω, γιατί αυτή η ιστορία δεν αφορά μόνο εμένα. Μας αφορά όλες. Το δικαίωμά μας να είμαστε ελεύθερες, σεβαστές και να ζούμε χωρίς φόβο».

Σύντομα ακολούθησαν και άλλες πολιτικοί του PD, όπως η Αλέσια Μορανί, η Αλεσάντρα Μορέτι και η Λία Κουαρταπέλε.

Η Μορανί έγραψε στο Instagram ότι τα σχόλια κάτω από τις φωτογραφίες της ήταν «απαράδεκτα και αισχρά» και «προσβάλλουν την αξιοπρέπειά μου». Τόνισε: «Δυστυχώς, δεν είμαι μόνη. Πρέπει να καταγγείλουμε αυτές τις ομάδες ανδρών που δρουν ατιμώρητα παρά τις επανειλημμένες καταγγελίες. Αυτοί οι ιστότοποι πρέπει να κλείσουν και να απαγορευτούν. Ως εδώ!»

Η Κουαρταπέλε πρόσθεσε: «Όπως πολλές άλλες γυναίκες, υπήρξα θύμα διαδικτυακής κακοποίησης μέσω μη εξουσιοδοτημένης ανάρτησης σε πορνογραφικό φόρουμ. Αποφάσισα να αντισταθώ, καταθέτοντας καταγγελία. Όχι μόνο για εμένα αλλά, πάνω απ’ όλα, για όλες τις γυναίκες που έχουν υπάρξει θύματα αυτής της βίας».

Από τη δεξιά πλευρά του πολιτικού φάσματος στοχοποιήθηκαν η Αλεσάντρα Μουσολίνι, εγγονή του δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι και μέλος της ακροδεξιάς Λέγκας, καθώς και η υπουργός Τουρισμού, Ντανιέλα Σαντανκέ.

Η Μαίρη Γκαλάτι, μια γυναίκα από το Παλέρμο που ξεκίνησε το ψήφισμα στο Change.org, είχε καταθέσει δύο φορές καταγγελία αφότου διαπίστωσε το 2023 ότι φωτογραφία της είχε αναρτηθεί στον ιστότοπο, ωστόσο η υπόθεση δεν προχώρησε μέχρι να μιλήσουν οι πολιτικοί.

Το ψήφισμα επικαλείται μελέτη του Πανεπιστημίου του Μιλάνου (2019), η οποία έδειξε ότι το 20% των Ιταλίδων έχει βιώσει κάποια μορφή μη συναινετικής διαρροής προσωπικών φωτογραφιών.

Τον Ιούλιο, η ιταλική Γερουσία ενέκρινε νομοσχέδιο που για πρώτη φορά εισάγει νομικό ορισμό του «γυναικοκτονίας» στο ποινικό δίκαιο, τιμωρώντας τη με ισόβια κάθειρξη, ενώ αυξάνει τις ποινές για εγκλήματα όπως καταδίωξη, σεξουαλική βία και «revenge porn».

Σε απάντηση στο σκάνδαλο Phica, ο πρόεδρος της Γερουσίας Ινιάτσιο Λα Ρούσα καταδίκασε τον «διαδικτυακό σεξισμό εις βάρος πολλών γυναικών». Δήλωσε: «Πρόκειται για ζήτημα πολύ σοβαρό, που προκαλεί βαθύτατη αγανάκτηση, και για το οποίο ελπίζω οι αρμόδιες αρχές να εντοπίσουν σύντομα τους υπεύθυνους».