Από σήμερα, 7 Αυγούστου 2025, τίθενται σε ισχύ οι αυξημένοι δασμοί των ΗΠΑ σε προϊόντα από δεκάδες χώρες, εγκαινιάζοντας τη μεγαλύτερη στροφή προς τον οικονομικό εθνικισμό από τη δεκαετία του ’30. Η απόφαση της κυβέρνησης Τραμπ απειλεί να ανατρέψει τις εύθραυστες ισορροπίες του παγκόσμιου εμπορίου, προκαλώντας αλυσιδωτές συνέπειες στην αμερικανική και τη διεθνή οικονομία.
Δασμοί σε 90 χώρες: Η πιο εκτεταμένη εμπορική επίθεση των τελευταίων δεκαετιών
Η νέα δασμολογική πολιτική των ΗΠΑ καλύπτει ένα ευρύ φάσμα προϊόντων — από αυτοκίνητα και τρόφιμα έως ηλεκτρονικά, ρούχα και τεχνολογία. Σε κάποιες περιπτώσεις, οι δασμοί φτάνουν το 50%, όπως στην Βραζιλία και την Ινδία, ενώ χώρες όπως η Λάος και η Μιανμάρ αντιμετωπίζουν εισφορές έως και 40%. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα, από τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους των ΗΠΑ, αντιμετωπίζουν δασμούς 15% στα περισσότερα προϊόντα τους.
Πριν τεθούν σε ισχύ αυτοί οι νέοι δασμοί, το μέσο ποσοστό των δασμών που επιβάλλονταν στα προϊόντα που εισέρχονταν στη χώρα ήταν 18,4%, το υψηλότερο από το 1933, σύμφωνα με το ερευνητικό κέντρο Budget Lab του Πανεπιστημίου του Γέιλ.
Η επιπλέον αύξηση αναμένεται ότι θα ανεβάσει αυτό το ποσοστό κοντά στο 20%, σύμφωνα με τους αναλυτές του Pantheon Macroeconomics. Θα είναι έτσι οι πιο υψηλοί από τις αρχές της δεκαετίας του 1930, σύμφωνα με το Budget Lab.
Και αναμένεται να ακολουθήσουν νέες ανακοινώσεις, καθώς ο ένοικος του Λευκού Οίκου θέλει επίσης να επιβάλει δασμούς στα εισαγόμενα φαρμακευτικά προϊόντα και στους εισαγόμενους ημιαγωγούς.
Οι επιπρόσθετοι, «ανταποδοτικοί» δασμοί τέθηκαν σε ισχύ στις 07:01 (ώρα Ελλάδας) αντικαθιστώντας για τις περισσότερες χώρες τους δασμούς «βάσης» 10% που εφαρμόζονταν από τον Απρίλιο σε σχεδόν όλα τα προϊόντα που εισέρχονταν στις ΗΠΑ.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, λίγα λεπτά πριν από την έναρξη εφαρμογής των μέτρων, πανηγύρισε στο διαδίκτυο: «Είναι μεσάνυχτα! Δισεκατομμύρια δολάρια σε δασμούς ρέουν πλέον στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής!».
Πολιτικός μοχλός και γεωοικονομικός εκβιασμός
Η νέα πολιτική δασμών δεν αποτελεί απλώς και μόνο ένα εργαλείο προστατευτισμού, αλλά και έναν μοχλό πίεσης για γεωπολιτικούς σκοπούς. Ενδεικτικά, η Ινδία απειλείται με 50% δασμό αν δεν σταματήσει να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο ενώ στην Βραζιλία επιβλήθηκαν βαρύτατοι δασμοί λόγω της… δίωξης Μπολσονάρου. Αντίστοιχα, στην Ταϊβάν – παρά τη στρατηγική της συμμαχία με την Ουάσινγκτον – επιβάλλονται δασμοί 20% λόγω της ανταγωνιστικότητάς της σε προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, με την ηγεσία της να δηλώνει ότι πρόκειται για «προσωρινό μέτρο» εν αναμονή συμφωνίας.
Ορισμένες χώρες, όπως η Ελβετία, προσπάθησαν μέχρι την τελευταία στιγμή να μειώσουν τους δασμούς που τις αφορούν, με την Ελβετική Συνομοσπονδία να στέλνει στην Ουάσινγκτον την πρόεδρό της και τον υπουργό της επί των Οικονομικών.
Προς το παρόν, μολονότι η αμερικανική κυβέρνηση διαβεβαίωνε ότι «δεκάδες συμφωνίες» θα υπογράφονταν αυτούς τους τελευταίους μήνες, υλοποιήθηκαν μόλις επτά, κυρίως αυτές με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με την Ιαπωνία ή με το Ηνωμένο Βασίλειο.
Πρόκειται ως επί το πλείστον για προκαταρκτικές συμφωνίες, που πρέπει να επισημοποιηθούν και οι οποίες συνοδεύοναι από υποσχέσεις για μαζικές επενδύσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες από την πλευρά των χωρών ή των συνασπισμών με τις οποίες έχουν συναφθεί.
Εξαίρεση αποτελεί το Μεξικό, το οποίο ξέφυγε από τις νέες αυξήσεις. Ο πρόεδρος Τραμπ παρέτεινε για 90 ημέρες τις δασμολογικές συνθήκες που ισχύουν αυτή τη στιγμή για τη χώρα, δηλαδή δασμοί 25% στα προϊόντα που εισέρχονται στις Ηνωμένες Πολιτείες πέραν της βορειοαμερικανικής συμφωνίας ελεύθερων συναλλαγών.
Αντιθέτως ο Καναδάς είδε την 1η Αυγούστου να αυξάνεται στο 35% ο επιπρόσθετος δασμός που ισχύει για τα προϊόντα του.
Ο καναδός πρωθυπουργός Μαρκ Κάρνεϊ υποβάθμισε ωστόσο τον αντίκτυπο αυτού του επιπρόσθετου δασμού, εκτιμώντας ότι δεν ισχύει για πάνω από το 85% των καναδικών εξαγωγών προς τη γειτονική χώρα.
Οικονομικές επιπτώσεις στις ΗΠΑ: Κρατικά έσοδα αλλά και δυσβάσταχτο κόστος για τα νοικοκυριά
Η κυβέρνηση Τραμπ προβάλει τα φορολογικά έσοδα από τους δασμούς ως σημαντικό όφελος — πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια έχουν ήδη εισρεύσει στα κρατικά ταμεία. Ωστόσο, οι οικονομικές επιπτώσεις εντός των ΗΠΑ είναι πολύπλευρες.
Κατά μέσο όρο, κάθε αμερικανικό νοικοκυριό αναμένεται να πληρώσει επιπλέον 2.400 δολάρια το 2025 λόγω της αύξησης των τιμών σε βασικά καταναλωτικά αγαθά. Οι μεγαλύτερες επιβαρύνσεις αφορούν ένδυση, υπόδηση και ηλεκτρικές συσκευές. Η αύξηση των τιμών ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις, περιορίζοντας την αγοραστική δύναμη και επηρεάζοντας αρνητικά την καταναλωτική δαπάνη.
Μείωση ανάπτυξης, πλήγμα στις εξαγωγές και χαμένες θέσεις εργασίας
Στον βιομηχανικό και αγροτικό τομέα, οι υψηλότερες εισαγωγικές τιμές και τα ενδεχόμενα αντίμετρα από άλλες χώρες οδηγούν σε αυξημένο κόστος παραγωγής, περιορίζοντας την ανταγωνιστικότητα των αμερικανικών προϊόντων.
Σύμφωνα με αναλυτές, το ΑΕΠ των ΗΠΑ το 2025 θα υποχωρήσει κατά περίπου 0,9 ποσοστιαίες μονάδες λόγω των δασμών, ενώ η μακροπρόθεσμη επίπτωση εκτιμάται σε μείωση του ΑΕΠ κατά 0,6% ετησίως — δηλαδή απώλεια περίπου 160 δισ. δολαρίων. Παράλληλα, οι εξαγωγές αναμένεται να μειωθούν, ενώ ήδη εμφανίζονται πιέσεις στην απασχόληση, ιδιαίτερα σε κλάδους με διεθνή προσανατολισμό.
Παγκόσμιες επιπτώσεις: Φόβοι για επιβράδυνση ή και ύφεση
Σε διεθνές επίπεδο, οι αμερικανικοί δασμοί προκαλούν αβεβαιότητα, με τις παγκόσμιες αγορές να αντιδρούν νευρικά. Οι εκτιμήσεις μιλούν για ενδεχόμενη μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ έως και 1%, καθώς οι χώρες-στόχοι εξετάζουν ανταποδοτικά μέτρα και περιορισμούς στο εμπόριο.
Οι αλυσίδες εφοδιασμού διαταράσσονται, ειδικά για χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας που εξαρτώνται από τις εξαγωγές στις ΗΠΑ. Η Λάος, η Μιανμάρ και άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης, ενώ και παραδοσιακοί εταίροι, όπως ο Καναδάς και το Μεξικό, βιώνουν έντονη πίεση — παρά τις υφιστάμενες εμπορικές συμφωνίες όπως η USMCA.
Αβεβαιότητα και επενδυτικό φρένο
Η εμπορική αναταραχή επιβαρύνει το επιχειρηματικό κλίμα, οδηγώντας πολλές επιχειρήσεις σε «πάγωμα» επενδυτικών σχεδίων. Η εντεινόμενη γεωοικονομική πόλωση μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας – με στοχευμένα πλήγματα σε συμμάχους του Πεκίνου – δημιουργεί ένα κλίμα ανασφάλειας που δυσχεραίνει τη λήψη στρατηγικών αποφάσεων στον ιδιωτικό τομέα.
Ταυτόχρονα, οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο καλούνται να επανεξετάσουν τα δημοσιονομικά και νομισματικά τους εργαλεία, καθώς η πληθωριστική πίεση από τους δασμούς περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών.
Επιστροφή στον εμπορικό εθνικισμό με αβέβαιο μέλλον
Η εφαρμογή των νέων δασμών από τις ΗΠΑ αποτελεί ορόσημο στον μετασχηματισμό της παγκόσμιας οικονομίας. Ενισχύει τον προστατευτισμό, εντείνει τους γεωοικονομικούς ανταγωνισμούς και φέρνει στο προσκήνιο ένα μοντέλο εμπορικής πολιτικής που στηρίζεται στη δύναμη και όχι στη συνεργασία.
Το αν αυτή η στρατηγική θα ενισχύσει την αμερικανική οικονομία ή αν τελικά θα βλάψει την παγκόσμια ευημερία μένει να φανεί. Προς το παρόν, πάντως, ο κόσμος εισέρχεται σε μία περίοδο αυξημένων κινδύνων, περιορισμένης εμπιστοσύνης και βαθιάς ανασφάλειας.






