Ακολουθώντας σχετική μεθοδολογία που υπάρχει στη βιβλιογραφία, εστιάζουμε σε τρεις βασικούς κοινωνικούς δείκτες, οι οποίοι συμπυκνώνουν τη γνώμη των Ευρωπαίων πολιτών για την προσωπική τους κατάσταση και την ικανοποίηση από τη ζωή τους, την κατάσταση της χώρας τους και την εμπιστοσύνη προς τους θεσμούς. Οι δείκτες αυτοί βασίζονται σε υποκειμενικές εκτιμήσεις των ερωτώμενων και δεν αντικατοπτρίζουν απαραίτητα αντικειμενικές συνθήκες. Το εύρος τους κυμαίνεται από -1 (απολύτως αρνητική εκτίμηση) έως 1 (απολύτως θετική εκτίμηση).
Ο δείκτης ικανοποίησης από τη ζωή προκύπτει από τη σύνθεση τριών διαφορετικών διαστάσεων: την ικανοποίηση από τη συνολική ποιότητα ζωής, την εκτίμηση για την προσωπική οικονομική κατάσταση και την ικανοποίηση από την εργασία ή το επάγγελμα που ασκεί κανείς, αντιπροσωπεύοντας έναν συνολικό δείκτη προσωπικής ευημερίας, όπως αυτή βιώνεται σε ατομικό επίπεδο. Στην πιο πρόσφατη μέτρηση, ο δείκτης αυτός στην Ελλάδα, καταγράφεται στο 0,13, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 0,10 σε σύγκριση με την προηγούμενη μέτρηση. Πρόκειται για μία από τις μεγαλύτερες αυξήσεις που καταγράφηκαν μεταξύ των κρατών-μελών. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα συνεχίζει να υπολείπεται σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ο οποίος ανέρχεται σε 0,38. Το θετικό στοιχείο είναι ότι η απόσταση αυτή αρχίζει να μειώνεται, δείχνοντας μια τάση σύγκλισης.
Ο δείκτης για τις επιδόσεις της χώρας αποτυπώνει τη συνολική αποτίμηση των πολιτών για την πορεία της χώρας, εστιάζοντας στη γενική και οικονομική κατάσταση της χώρας καθώς και την κατάσταση στον τομέα της απασχόλησης. Στην τελευταία μέτρηση, ο δείκτης καταγράφει τιμή -0,39, παραμένοντας σε αρνητικό έδαφος. Ωστόσο, παρουσιάζει βελτίωση κατά 0,08 σε σύγκριση με το Φθινόπωρο του 2024 — και πάλι μία από τις σημαντικότερες αυξήσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Παρά την πρόοδο, η απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει αισθητή, καθώς ο αντίστοιχος ευρωπαϊκός δείκτης βρίσκεται στο -0,09, δηλαδή σαφώς λιγότερο αρνητικός. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι τρεις επιμέρους δείκτες που συνθέτουν αυτόν τον δείκτη παρουσίασαν βελτίωση στην Ελλάδα, με σημαντικότερη την αξιολόγηση της κατάστασης της απασχόλησης. Η μεγάλη μείωση της ανεργίας —καθώς η χώρα προσεγγίζει πλέον συνθήκες σχεδόν πλήρους απασχόλησης— συνέβαλε καθοριστικά στην άνοδο του δείκτη αυτού.
Ο δείκτης εμπιστοσύνης στους θεσμούς αποτυπώνει το επίπεδο εμπιστοσύνης των πολιτών προς βασικούς δημοκρατικούς θεσμούς, όπως η Δικαιοσύνη, η Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο, τα πολιτικά κόμματα, καθώς και την αντίληψη των πολιτών για το κατά πόσο η φωνή τους ακούγεται και λαμβάνεται υπόψη στο πολιτικό σύστημα. Πρόκειται για έναν κρίσιμο δείκτη της ποιότητας της δημοκρατίας, που εκφράζει ουσιαστικά τον βαθμό πολιτικής συμμετοχής και κοινωνικής νομιμοποίησης των θεσμών.
Στην πιο πρόσφατη μέτρηση, ο δείκτης εμπιστοσύνης στους θεσμούς παρουσίασε πτώση κατά 0,04 μονάδες, διαμορφούμενος στο -0,48, το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ μετά την Κύπρο. Ενώ ενισχύθηκε η εμπιστοσύνη στο Κοινοβούλιο και οριακά στην Κυβέρνηση, παρέμεινε σταθερά χαμηλή η εμπιστοσύνη στα πολιτικά κόμματα αλλά παρουσίασαν σημαντική πτώση η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη και το αίσθημα ότι η γνώμη των πολιτών εισακούεται.
Πιο συγκεκριμένα, το 88% των Ελλήνων πολιτών δηλώνει πως δεν εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα – το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Αυτό το κλίμα απαξίωσης ενισχύει την αποστασιοποίηση των πολιτών από τη δημοκρατία και δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για λαϊκιστικές και αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, που υπόσχονται απλοϊκές λύσεις σε σύνθετα προβλήματα. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι η περαιτέρω πτώση της εμπιστοσύνης στη Δικαιοσύνη, από το 47% στο 37%.
Το συμπέρασμα είναι προφανές, χωρίς ίχνος καταστροφολογίας. Οι θεσμοί που αποτελούν τον κορμό της δημοκρατίας —η Βουλή, η Δικαιοσύνη, τα Κόμματα, η Κυβέρνηση— παύουν να λειτουργούν ως εστίες νομιμοποίησης και μετατρέπονται σε αντικείμενα έκφρασης απογοήτευσης και αποδοκιμασίας. Η συσσώρευση αυτής της δυσπιστίας δημιουργεί συνθήκες θεσμικής κόπωσης και δημοκρατικής φθοράς, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στη δυνατότητα του πολιτικού συστήματος να επιλύει προβλήματα, να ακούει τους πολίτες και να λειτουργεί με διαφάνεια και δικαιοσύνη. Μια δημοκρατία στην οποία κυριαρχεί η πεποίθηση ότι «τίποτα δεν αλλάζει» και ότι «κανείς δεν ακούει», κινδυνεύει να χάσει την κοινωνική της στήριξη.
Ιδιαίτερα όταν καταρρέει η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη —τον κατεξοχήν θεσμό που εγγυάται την ισονομία και την αμεροληψία— η θεσμική συνοχή αποδυναμώνεται και οι πολίτες αισθάνονται απροστάτευτοι, γεγονός που τους καθιστά πιο επιρρεπείς σε μη θεσμικές μορφές αντίδρασης ή αποχής από τη δημόσια ζωή. Το διακύβευμα, επομένως, δεν είναι απλώς η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς, αλλά η ενίσχυση της ίδιας της δημοκρατικής σταθερότητας και ανθεκτικότητας. Χωρίς αυτήν, η χώρα κινδυνεύει να διολισθήσει σε μια κατάσταση θεσμικής αστάθειας και πολιτικής αβεβαιότητας, με απρόβλεπτες συνέπειες για την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατική ομαλότητα.
Για να ξαναγυρίσουμε στον Jean Monnet, η καταρράκωση των θεσμών επιφέρει θεσμική ατροφία και πολιτική απαξίωση, δημιουργώντας προϋποθέσεις μείζονας πολιτικής κρίσης. Ας ελπίσουμε το καμπανάκι που χτυπάει να μην είναι αυτό του τελευταίου γύρου!
* Ο Αντώνης Παπακώστας είναι πρώην στέλεχος ΕΕ και Ερευνητής ΕΛΙΑΜΕΠ και ο Σπύρος Μπλαβούκος είναι Καθηγητής, Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Επικεφαλής Ευρωπαϊκού Προγράμματος ‘Αριάν Κοντέλλη’, ΕΛΙΑΜΕΠ



