Σαν σήμερα, στις 16 Ιουλίου 1969, γράφτηκε ιστορία με την εκτόξευση του διαστημικού σκάφους Apollo 11 από το Ακρωτήριο Κανάβεραλ των ΗΠΑ. Το πλήρωμα, αποτελούμενο από τους Νιλ Άρμστρονγκ, Μπαζ Όλντριν και Μάικλ Κόλινς, ξεκίνησε το ταξίδι που έμελλε να οδηγήσει τον άνθρωπο για πρώτη φορά στη Σελήνη. Χρειάστηκαν τέσσερις μέρες για να προσεληνωθούν, και τελικά ο Άρμστρονγκ να γίνει ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε το πόδι του στο φεγγάρι.

Φυσικά, όπως συμβαίνει συνήθως με κάθε επίτευγμα, αμέσως ξεκίνησε η παραγωγή της παραφιλολογίας της αμφισβήτησης. Οι συνωμοσιολόγοι, επικαλούμενοι μια σειρά «επιχειρημάτων», θα υποστηρίξουν χοντρικά ότι όλα αυτά επινοήθηκαν επί Ψυχρού Πολέμου στο πλαίσιο της κούρσας για την κατάκτηση του διαστήματος. Σήμερα, θα μπορούσε κανείς βάσιμα να υποστηρίξει ότι πίσω από την προσελήνωση βρίσκονται Κρητικοί που ήθελαν να δηλώσουν ακόμα περισσότερα βοσκοτόπια.

Εντάξει, το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν προσφέρεται για χιούμορ, εκτός ίσως αν προστρέξουμε στην ατάκα του Καρλ Κράους «η κατάσταση είναι απελπιστική, αλλά όχι σοβαρή». Και πώς να μην κυριαρχήσει αυτή η διάσταση στις συζητήσεις του κόσμου, όταν κεντρικά πρόσωπα είναι ο «φραπές» και ο «χασάπης». Στην πραγματικότητα, βλέπουμε ακόμα μια φορά μια από τις πιο ισχυρές παθογένειες της δημόσιας διοίκησης που γίνεται – σχεδόν κυριολεκτικά – το βοσκοτόπι των εκάστοτε κυβερνόντων.

Η αποκάλυψη του σκανδάλου και η παρέμβαση των ευρωπαϊκών αρχών ξύπνησε μια ελπίδα θεσμικής κανονικότητας, μας θύμισε ότι ο άνθρωπος μπορεί να πάει στο φεγγάρι, κάνοντας ένα μικρό βήμα γι’ αυτόν και ένα μεγάλο για την ανθρωπότητα, όπως λέει και η γνωστή ρήση.

Η συνέχεια ωστόσο υπήρξε ο θρίαμβος του ανορθολογισμού και η αμείλικτη υπενθύμιση των συντηρητικών αντανακλαστικών που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία. Μαζί με την αντικατάσταση του Μάκη Βορίδη από τον Θάνο Πλεύρη στο Υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου ο Πρωθυπουργός έστειλε και ένα μήνυμα αλλαγής ατζέντας: η αποκάλυψη των θεσμικών παθογενειών αντισταθμίζεται με μια ακόμα πιο δεξιά στροφή. Κοινώς, ήταν στραβό το κλήμα, το έφαγαν και οι (ανύπαρκτες αλλά επιδοτούμενες) γίδες.

Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών από τη Λιβύη λειτούργησε έτσι ως μια ανέλπιστη ευκαιρία για την κυβέρνηση. Όχι απλά γιατί μετατόπισε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, αλλά και γιατί της επέτρεψε να ξεδιπλώσει μια ρητορική μίσους που δυστυχώς όχι μόνο δεν προκαλεί τους περισσότερους, αλλά επιδοκιμάζεται κιόλας. Σαν να μην έφταναν οι καθημερινές επαναπροωθήσεις, σαν να μην αρκούσε η λήθη στην οποία έχει περιέλθει το έγκλημα του ναυαγίου της Πύλου, χρειαζόμασταν και μια αντιμεταναστευτική τροπολογία για να δέσει το γλυκό. Αφού το δόγμα «νόμος και τάξη» δεν εφαρμόζεται για τα ανώτερα στρώματα της τροφικής αλυσίδας, ας ισχύει για τα κατώτερα.

Και, για να μείνουμε στην τροφή, τις κυβερνητικές εξαγγελίες ακολουθεί ως συνήθως, και η αντίστοιχη συνωμοσιολογία, διακινούμενη από σκοτεινά μονοπάτια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, που ήρθε για να ρίξει κι άλλο κρέας στα λιοντάρια. Με fake news για τα γεύματα των μεταναστών και προσφύγων, τα οποία βαφτίστηκαν σχεδόν λουκούλλεια, αλλά και με το διαρκές αφήγημα της αλλοίωσης του πληθυσμού, με τη συνεχή απειλή ότι η προαιώνια φυλή των Ελλήνων θα αφανιστεί.

Το ανησυχητικό δεν είναι ότι όσο αγριεύουν τα πράγματα η ρητορική της κυβέρνησης γίνεται όλο και πιο δεξιά, αλλά ότι βρίσκει ευήκοα ώτα στον πληθυσμό. Είναι λες και ψάχνουμε συλλογικά ακόμα μια φαντασίωση για να κρύψει ότι σπανίζουν τα τριψήφια ενοίκια, ότι η ακρίβεια κάνει πάρτι, ότι περίπου οι μισοί Έλληνες δεν μπορούν να κάνουν διακοπές. Το γεγονός, δηλαδή, πως η κρίση είναι ακόμα εδώ και ακόμα πιο βαθιά. Οι συγκεντρώσεις ενάντια στην παρουσία των μεταναστών μοιάζει να μας υπενθυμίζουν ακόμα μια φορά ότι δεν έχουμε ξεμπερδέψει ακόμα με τα μαύρα φαντάσματα του όχι τόσο μακρινού παρελθόντος.