Την Παρασκευή 11 Ιουλίου, ο Alice Cooper επιστρέφει στην Αθήνα για να επαναφέρει στη σκηνή το φάντασμα του shock rock και ίσως για να θυμίσει σε μια αποχαυνωμένη απ’ τα TikTok edits γενιά τι σημαίνει θεατρικότητα επί σκηνής. Δεκαετίες πριν το MTV επιβάλει το μουσικό βίντεο ως το βασικό εργαλείο μυθοπλασίας ενός καλλιτέχνη, ο Alice Cooper είχε ήδη κατακτήσει τη σκηνή σαν σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της δικής του μακάβριας όπερας

Alice Cooper: Το παπαδοπαίδι από το Ντιτρόιτ

Γεννημένος στο Ντιτρόιτ το 1948, ο Vincent Furnier μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου η πίστη και οι αφηγήσεις για το Καλό και το Κακό είχαν κεντρική θέση. Ο πατέρας του ήταν ιεροκήρυκας της Ευαγγελικής Εκκλησίας κι οι μέρες του μικρού Vincent μοιράζονταν ανάμεσα στην εκκλησία και τις ασπρόμαυρες ταινίες τρόμου κάθε Σάββατο βράδυ. Στην εφηβεία, η οικογένεια μετακόμισε στην Αριζόνα. 

EUROKINISSI / ΧΑΣΙΑΛΗΣ ΒΑΙΟΣ

Η μουσική του πορεία ξεκινά το 1964, σχεδόν σαν φάρσα, όταν ο 16χρονος τότε Vincent συγκέντρωσε τέσσερις συμμαθητές του για να συμμετάσχουν στον σχολικό διαγωνισμό ταλέντων. Η πρώτη τους μπάντα, με το όνομα Earwigs, ξεχώρισε για το χιούμορ και τη φαντασία της, με παρωδίες τραγουδιών των Beatles. Και κάπως έτσι, κέρδισαν την πρώτη θέση στον διαγωνισμό. Η πρώτη τους επιτυχία τους ώθησε να συνεχίσουν ως μπάντα, αλλά με άλλο όνομα: αρχικά The Spiders κι αργότερα Nazz.

Μετακινούμενοι στη σκηνή του Λος Άντζελες και παλεύοντας να ξεχωρίσουν, αναζήτησαν ένα πιο πρωτότυπο όνομα. Όταν ανακάλυψαν ότι υπήρχε ήδη συγκρότημα με το όνομα, το 1968 υιοθέτησαν το όνομα «Alice Cooper», ένα όνομα που τελικά θα ξεπερνούσε τους αρχικούς πέντε και θα κατέληγε να ανήκει μόνο σε εκείνον.

Ποιες ήταν οι πρώτες επιρροές για το στυλ του

Η αρχική σύνθεση του συγκρότηματος δημιούργησε ένα νέο μουσικό ιδίωμα, που συνδύαζε ψυχεδελικά στοιχεία, σουρεαλισμό και θεατρικότητα, αντλώντας από τον Dalí αλλά και κινηματογραφικές αναφορές, όπως η ταινία «What Ever Happened to Baby Jane?». Κι αν αναρωτιέστε τι σχέση έχει ο Alice Cooper με το κλασικό αυτό φιλμ, ο ίδιος έχει δηλώσει: «Στην ταινία, η Bette (Davis) φοράει ένα απαίσιο, παχύρευστο μακιγιάζ που μοιάζει να σπάει στο πρόσωπό της και κάτω από τα μάτια της, μαζί με έντονο μαύρο eyeliner».

Μια άλλη ταινία που ενέπνευσε την αισθητική του ήταν, παραδόξως, η Barbarella: «Όταν είδα την Anita Pallenberg να παίζει τη Μεγάλη Τύραννο στην ταινία του 1968, φορώντας μακριά μαύρα δερμάτινα γάντια με ενσωματωμένα μαχαίρια, σκέφτηκα, ‘Αυτό πρέπει να είναι το στυλ του Alice.’ Αυτό, μαζί με λίγο από την Emma Peel από τους Avengers (βρετανική σειρά)».

Η υπογραφή με τη Straight Records του Frank Zappa υπήρξε καταλυτική, αν και το πρώτο τους άλμπουμ, «Pretties for You» (1969), δεν είχε εμπορική απήχηση. Ωστόσο, η επιτυχία θα ερχόταν πολύ γρήγορα και…από λάθος. Ένα λάθος που θα έχτιζε τον μύθο τους και που θα συζητείτο σε κάθε συνέντευξη του Alice Cooper, πάνω από μισό αιώνα μετά. Τον Σεπτέμβρη του ’69, ο Alice Cooper ανέβηκε στη σκηνή του Rock and Roll Revival στο Τορόντο, όπου θα έπαιζαν μπροστά σε 80.000 κόσμο.

Όταν ο Alice Cooper έγινε ένας επί σκηνής προβοκάτορας

Και τότε, κάποιος από το κοινό αποφάσισε να πετάξει στη σκηνή ένα ζωντανό κοτόπουλο. Ο Cooper, που μεγάλωσε στην πόλη και ποτέ δεν είχε δει φάρμα, σκέφτηκε πως αφού έχει φτερά, θα μπορεί και να πετάξει. Έτσι, το πέταξε πίσω στο κοινό αλλά, φυσικά, η κότα δεν πέταξε. Έπεσε και οι θεατές είτε την ποδοπάτησαν είτε την ξέσκισαν, σύμφωνα με μαρτυρίες. Την επόμενη μέρα, οι εφημερίδες έγραφαν: «Ο Alice Cooper δάγκωσε κεφάλι κότας και ήπιε το αίμα της». Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν ίσχυε αλλά ο Frank Zappa συμβούλεψε τον Cooper να μην το αρνηθεί: «Τέτοια διαφήμιση δεν πληρώνεται». Από εκείνη τη στιγμή, το γκρουπ υιοθέτησε πλήρως το shock rock: μια εκρηκτική μίξη glam, σκοτεινού θεάτρου και ροκ. Η μουσική τους άλλαξε τα δεδομένα και άνοιξε δρόμους για όσους ήρθαν μετά.

Φωτό: EPA/VALENTIN FLAURAUD

Από το 1970, υπό την καθοδήγηση του παραγωγού Bob Ezrin, το συγκρότημα βρίσκει την ταυτότητά του. Το κομμάτι «I’m Eighteen», με τον ωμό, σχεδόν άτσαλο λυρισμό της εφηβικής σύγχυσης, γίνεται ραδιοφωνικό χιτ, φτάνει στο Top 40 και δίνει στους Alice Cooper την εμπορική ώθηση που χρειάζονταν.

Εκείνη ακριβώς την περίοδο υπογράφουν με τη Warner Bros., εγκαινιάζοντας μια συνεργασία που θα εδραιώσει τη θέση τους στο rock σύμπαν των ’70s, με τραγούδια όπως το «Under My Wheels» και το «Halo of Flies», και με ζωντανές εμφανίσεις που ξεπερνούσαν τη μουσική. Γκιλοτίνες, ψεύτικο αίμα και άλλα horror στοιχεία επί σκηνής, έγιναν μέρος του brand τους. 

Το 1972, το School’s Out εκτοξεύει το συγκρότημα στην mainstream ποπ κουλτούρα. Το ομώνυμο single φτάνει στο No. 1 του UK Singles Chart, ενώ γονείς και πολιτικοί οργανισμοί αντιδρούν έντονα στην αισθητική και θεματολογία των εμφανίσεων του συγκροτήματος. Το αποκορύφωμα έρχεται το 1973 με το Billion Dollar Babies, που κυκλοφορεί σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο και γνωρίζει εντυπωσιακή εμπορική επιτυχία.

Από τους Alice Cooper στον Alice Cooper

Όμως αυτή η περίοδος ευημερίας διακόπτεται απότομα το 1974, όταν οι εσωτερικές διαφωνίες και η σωματική και ψυχική εξάντληση του Cooper οδηγούν το συγκρότημα σε προσωρινή παύση. Το «Muscle of Love» (1973), παρότι αξιοπρεπές, θεωρείται υποτονικό σε σχέση με τα προηγούμενα και σημείο καμπής για τη μπάντα. Η εταιρεία Warner επιχειρεί να προωθήσει τον Furnier ως σόλο καλλιτέχνη υπό το ίδιο όνομα, «Alice Cooper», γεγονός που προκαλεί σύγχυση στο κοινό και πρακτικά θέτει τέλος στην πορεία των original Alice Cooper ως μπάντας.

Το πρώτο του σόλο άλμπουμ, «Welcome to My Nightmare» (1975), είναι ένα κονσεπτικό πρότζεκτ που επιχειρεί κάτι περισσότερο από απλώς μια μουσική συνέχεια του συγκροτήματος. Αποτελεί ουσιαστικά ένα θεατρικό έργο. Η παραγωγή του Bob Ezrin παραμένει εντυπωσιακή, το ύφος θυμίζει εφιαλτική όπερα, ενώ συμμετέχουν ο Vincent Price και μέλη του Lou Reed Band. Οι περιοδείες εκείνης της περιόδου θυμίζουν καλά σκηνοθετημένες θεατρικές παραστάσεις, με εναλλαγές σκηνικών, χαρακτήρες και πλοκή.

Καταχρήσεις και εγκλεισμοί

Όμως την ίδια ώρα που η περσόνα του Alice Cooper απογειώνεται, ο ίδιος ο Vincent Furnier καταρρέει. Η εξάρτησή του από το αλκοόλ (όπως λέει, έπινε μέχρι και δύο μπουκάλια ουίσκι την ημέρα) σε συνδυασμό με την ψυχική του εξάντληση μετά από χρόνια συνεχόμενων περιοδειών, τον λυγίζουν. Τα άλμπουμ που ακολουθούν, όπως το «Alice Cooper Goes to Hell» (1976), «Lace and Whiskey» (1977) και «From the Inside» (1978), περιέχουν ενδιαφέροντα μουσικά πειράματα και στιχουργικές θεματικές, αλλά ταυτόχρονα καθρεφτίζουν τα προβλήματα στην προσωπική του ζωή. Το «From the Inside», για παράδειγμα, είναι εμπνευσμένο από τον εγκλεισμό του Cooper σε ψυχιατρική κλινική λόγω αλκοολισμού.

Η δεκαετία του ’80 βρίσκει τον Alice Cooper παγιδευμένο σε μια δύσκολη συνθήκη. Η εμπορική και καλλιτεχνική του αίγλη έχει ξεθωριάσει, ενώ ο ίδιος αναζητά τρόπους επαναπροσδιορισμού σε μια εποχή όπου το MTV αλλάζει ταχύτατα τους κανόνες. Τα άλμπουμ της περιόδου 1980–1983 («Flush the Fashion», «Zipper Catches Skin», «DaDa») αν και έδωσαν στους φαν του μερικά cult κομμάτια, εν τέλει δεν είχαν μεγάλη επιτυχία. Ο ίδιος έχει δηλώσει αργότερα ότι δεν θυμάται καν την ηχογράφηση αυτών των δίσκων.

REUTERS/William Webster

Η επάνοδός του ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας με μια επιθετική στροφή προς τον heavy metal ήχο. Το «Constrictor» (1986) και κυρίως το «Trash»(1989) επαναφέρουν τον Alice Cooper στο προσκήνιο. Το «Poison», σε παραγωγή του Desmond Child, γίνεται διεθνές χιτ και επιτρέπει στον καλλιτέχνη να συνομιλήσει με μια νέα γενιά ακροατών, που μεγάλωσε με το MTV και το pop-metal των Mötley Crüe και Bon Jovi. Η εικόνα παραμένει θεατρική, το μακιγιάζ το ίδιο δραματικό με πάντα, αλλά ο τόνος έχει αλλάξει: λιγότερος τρόμος, περισσότερο στυλιζάρισμα, με τρόπο που να «μεταφράζεται» το brand του Cooper σε μια νέα γενιά.

Πέραν από εμπορικό στοίχημα, αυτό το επιτυχημένο comeback αντανακλά για τη ζωή του Cooper κάτι βαθυτέρο, σχεδόν υπαρξιακό. Ο ίδιος έχει μιλήσει ανοιχτά για την εμπειρία της αποτοξίνωσης, την πίστη του στον χριστιανισμό και την ανάγκη να διαχωρίσει τον Alice Cooper από τον ίδιο του τον εαυτό. «Ο Alice είναι ένας χαρακτήρας που υποδύομαι στη σκηνή», έχει δηλώσει. «Δεν πίνω, δεν καπνίζω, δεν απατώ τη γυναίκα μου. Απλώς παίζω τον κακό». Η ειρωνεία είναι πως όσο περισσότερο απομακρυνόταν ο Vincent από την αυτοκαταστροφή, τόσο πιο ακραίος και δημοφιλής γινόταν ο Alice.

Το «Hey Stoopid» (1991), με guests όπως ο Slash και ο Ozzy Osbourne, προσπάθησε να συνεχίσει την glam-metal κατεύθυνση του «Trash», όμως τα πράγματα άλλαξαν σύντομα. Το grunge κατακτούσε τον κόσμο κι η εποχή απαιτούσε πιο ωμή, λιγότερο στυλιζαρισμένη έκφραση

Παρόλαυτά, η δεκαετία αυτή είναι κι η περίοδος που το όνομά του αναβιώνεται ως αναφορά: γίνεται καλτ φιγούρα στα μάτια μιας νεότερης γενιάς μουσικών, από τους Marilyn Manson έως τους Rob Zombie και Trent Reznor. Όλοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αναγνωρίζουν στον Cooper τον πρόδρομο της δικής τους αισθητικής.

Η δεκαετία της επιστροφής του

Το «The Eyes of Alice Cooper» το 2003 σηματοδοτεί μια επιστροφή στις ρίζες. Ο Cooper αρχίζει να κινείται σαν ιστορικός του εαυτού του: κάθε νέο άλμπουμ μοιάζει με μικρό αρχείο των μουσικών του επιρροών, από το punk ως το doo-wop και το Detroit proto-punk. Το «Along Came a Spider» (2008) ήταν άλλη μια θεματική ιστορία, για έναν κατά συρροή δολοφόνο που κρατάει τα πόδια των θυμάτων του σε βαζάκια!

Ακολούθησε το «Welcome 2 My Nightmare» (2011), sequel του κλασικού «Welcome to My Nightmare» του 1975, με συμμετοχές από παλιούς συνεργάτες και μια αίσθηση απολογισμού. Η τελευταία του δουλειά με τίτλο «Detroit Stories» (2021) είναι ένα άλμπουμ αφιερωμένο στην πόλη που τον ανέδειξε, στους ήχους και τα πρόσωπα που τον διαμόρφωσαν. Ο Alice Cooper, ακόμη και στα 70+, δεν είναι ένα φάντασμα του παρελθόντος. Είναι ακόμα εδώ. Ακόμα δημιουργεί. Ακόμα παίζει με το αίμα και τη λάμψη σαν να ήταν 1973.

Η φιγούρα του Alice Cooper επιβίωσε για πάνω από πέντε δεκαετίες επειδή χτίστηκε με συνέπεια. Όχι ως αυθόρμητη έκφραση, αλλά ως συνειδητή σύνθεση – ενός χαρακτήρα, ενός ήχου, μιας σκηνικής γλώσσας που ήξερε τι σημαίνει να είσαι αναγνωρίσιμος. Σε μια εποχή που το σοκ έγινε εμπορικό εργαλείο και η θεατρικότητα καθημερινή συνθήκη, ο Cooper δεν χρειάστηκε να προσαρμοστεί. Η περσόνα του είχε ήδη προβλέψει τις μετατοπίσεις. Σήμερα, η θέση του δεν ορίζεται από το πόσο προκλητικός υπήρξε, αλλά από το αποτύπωμα ενός καλλιτέχνη που κατάλαβε νωρίς την αξία της σκηνικής επινόησης. Και κατάφερε να την κρατήσει ζωντανή, όταν όλα γύρω άλλαζαν.